Την απειλή της ανεπανόρθωτης οικολογικής βλάβης αντιμετωπίζει η θαλάσσια ζώνη μεταξύ Χίου και Σάμου από τους 1.700 τόνους νιτρικού αμμωνίου αλλά και τα καύσιμα του τουρκικού πλοίου Dogu Haslaman, το οποίο βυθίστηκε στην περιοχή λίγες ημέρες πριν από την Πρωτοχρονιά.
Παρά τη μεγάλη επικινδυνότητα του ναυαγίου, οι αρμόδιες υπηρεσίες αδυνατούν να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε δράση πρόληψης ή άντλησης του ρυπογόνου φορτίου, εξαιτίας νομικών κωλυμάτων, καθώς το πλοίο έχει βυθιστεί σε διεθνή ύδατα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το Dogu Haslaman βρίσκεται σε βάθος που φτάνει τα 1.000 μέτρα, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο μεγάλης καταστροφής στον χώρο του Βορείου Αιγαίου. Οι επικεφαλής των Περιφερειακών Ενοτήτων στα δύο μεγάλα νησιά απευθύνουν έκκληση για την άμεση λήψη μέτρων προστασίας, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο για ανάληψη συντονισμένης δράσης. «Είναι προφανές ότι υπάρχει τεράστιο πρόβλημα. Δεν είναι μόνο οι εκατοντάδες τόνοι λιπασμάτων που μετέφερε το τουρκικό ναυάγιο, αλλά και τα χιλιάδες λίτρα πετρελαίου που είχε ως καύσιμα», δηλώνει ο αντιπεριφερειάρχης Χίου Κωνσταντίνος Γάνιαρης, προσθέτοντας πως η περιφέρεια δεν έχει καμία αρμοδιότητα να αντιδράσει. «Δυστυχώς, νιώθουμε πως τα χέρια μας είναι δεμένα, θα πρέπει όμως άμεσα να γίνουν επιστημονικές έρευνες για να δούμε πώς μπορούμε να προστατεύσουμε το θαλάσσιο περιβάλλον».
Με επιστολές στο υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο έχει αρμοδιότητα εξαιτίας της βύθισης του πλοίου σε διεθνή ύδατα, σκέφτεται να αντιδράσει ο αντιπεριφερειάρχης Σάμου Θεμιστοκλής Παπαθεοφάνους. «Πρέπει κάποιος να μας πει τι πρέπει να κάνουμε. Η επικινδυνότητα του ναυαγίου είναι μεγάλη και η πολιτεία οφείλει να μας δώσει κάποιες κατευθύνσεις πριν να είναι πολύ αργά. Η ανάληψη κοινής δράσης των Περιφερειακών Ενοτήτων Χίου και Σάμου, ίσως αυξήσει τις πιέσεις στους αρμοδίους», τονίζει ο Θ. Παπαθεοφάνους.
Ρύπανση και... μπλέξιμο
«Η διαταραχή της οικολογικής ισορροπίας στον βυθό είναι, δυστυχώς, το λιγότερο που μπορεί να προκαλέσει ενδεχόμενη διαρροή του νιτρικού αμμωνίου, που είναι η ουσία των λιπασμάτων», αναφέρει η Αναστασία Μήλιου, συντονίστρια επιστημονικών ερευνών του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος». «Τα λιπάσματα θα προκαλέσουν ευτροφισμό, δηλαδή θα πολλαπλασιάσουν τα φύκια και τους μικροοργανισμούς. Το μεγάλο βάθος του ναυαγίου αυξάνει την απειλή, καθώς στις θαλάσσιες τάφρους η ζωή είναι πλουσιότερη και, άρα, ο κίνδυνος να επηρεαστεί μεγαλύτερος», προσθέτει η θαλάσσια βιολόγος.
Το τουρκικό εμπορικό πλοίο βυθίστηκε στις 27 Δεκεμβρίου, λόγω εισροής υδάτων από αίτια που δεν έχουν διευκρινιστεί. Η χώρα μας έστειλε στο σημείο ένα ελικόπτερο Super Puma, ο Τούρκος καπετάνιος, όμως, αρνήθηκε κάθε βοήθεια, περιμένοντας διάσωση από τουρκικά πλοία, με αποτέλεσμα δύο μέλη του δωδεκαμελούς πληρώματος να χάσουν τη ζωή τους.
Συναρμόδια για τη διάσωση πλοίων σε διεθνή ύδατα είναι τα υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας. Εκπρόσωποι και των δύο υπουργείων επιβεβαίωσαν στη Real Planet ότι δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για άντληση του επικίνδυνου φορτίου του πλοίου, αλλά ούτε και για τη διεξαγωγή έρευνας, ώστε να διαπιστωθεί ο πραγματικός κίνδυνος που προκύπτει για το θαλάσσιο περιβάλλον της Χίου και της Σάμου.
«Το νομικό μπλέξιμο είναι τεράστιο. Στην πραγματικότητα, η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να πάρει κανένα μέτρο πρόληψης της ρύπανσης από το τουρκικό ναυάγιο», τονίζει ο Αριστοτέλης Αλεξόπουλος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και ειδικός σε θέματα ναυτικού δικαίου. «Σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, αν ένα ναυάγιο βρίσκεται σε διεθνή ύδατα, μία χώρα μπορεί να αντιδράσει μόνο αν η ρύπανση απειλήσει τις ακτές της. Με λίγα λόγια, θα πρέπει πρώτα η καταστροφή να γίνει εμφανής, ώστε να επιτραπεί στη χώρα μας να λάβει μέτρα», εξηγεί ο καθηγητής, ο οποίος επισημαίνει πως, στην πράξη, η θαλάσσια περιοχή του Βορείου Αιγαίου είναι εντελώς απροστάτευτη. «Παγκοσμίως, τα εννιά στα δέκα ναυάγια μένουν στον βυθό των θαλασσών. Το κόστος ρυμούλκησης ενός πλοίου ανέρχεται σε αρκετά εκατομμύρια ευρώ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, η ρυμούλκηση είναι αδύνατη, καθώς το τουρκικό πλοίο βρίσκεται πλέον σε μεγάλο βάθος. Δυστυχώς, μπορούμε μόνο να περιμένουμε για να δούμε τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν»...