Δεν θεωρώ τυχαίο ότι ο Οδυσσέας Ελύτης γνώριζε την Παναγία την Παντοχαρά των Στροφάδων και θέλησε να αφιερώσει το ξωκλήσι – τάμα του στη Σίκινο σ' αυτήν. Ο ποιητής γνώριζε πολλά, αλλά όχι ξερά γνωσιολογικά. Μετασχημάτιζε την πληροφορία ή την εικόνα σε βίωμα και ενόραση. Και τελικά σε ποίηση.
Ας δούμε, λοιπόν, ποια τελικά είναι αυτή η εικόνα που κέντρισε το ενδιαφέρον του ποιητή. Η αρχαιολόγος Ζωή Μυλωνά γράφει στον Κατάλογο του Μουσείου Εκκλησιαστικής Τέχνης της Ι. Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου, που εξέδωσε η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος (2011, σ. 27-29):
“Η εικόνα της Παναγίας της Παντοχαράς (15ος αι.) ήταν τοποθετημένη ως δεσποτική στο τέμπλο του καθολικού της Μονής Στροφάδων. Η Παναγία εικονίζεται έως κάτω από τη μέση, γυρισμένη δεξιά προς το μικρό Χριστό, που κάθεται άνετα στο αριστερό της χέρι. Γέρνει την κεφαλή και ακουμπάει τρυφερά το πρόσωπό της στο δικό του... Ο Χριστός ακουμπάει το αριστερό χέρι του στην παλάμη της μητέρας του, ενώ με το δεξί ευλογεί. Τα πόδια του είναι σταυρωμένα και από το ανεστραμμένο αριστερό του πέλμα κρέμεται το λυτό σανδάλι του. Και τα δύο πρόσωπα κοιτάζουν τον προσκυνητή. Στο επάνω μέρος της εικόνας δύο άγγελοι σε προτομή στρέφονται προς τη Θεοτόκο, έχοντας τα χέρια καλυμμένα από το ιμάτιό τους, σε ένδειξη σεβασμού. Στο χρυσό κάμπο με κόκκινο κιννάβαρι είναι γραμμένα τα συμπιλήματα ΜΗΡ ΘΥ και ΙC XC, καθώς και η επωνυμία Η ΠΑΝΤΩΝ ΧΑΡΑ. Στην εφέστια εικόνα της μονής Στροφάδων, ο εικονογραφικός τύπος της Παναγίας Βρεφοκρατούσας ακολουθεί το βυζαντινό πρότυπο της Ελεούσας ή το μεταβυζαντινό της Γλυκοφιλούσας. Στη σύνθεση αυτή αποτυπώνεται η σχέση της Παναγίας με το Θείο Πάθος, όπως εκφράστηκε στην υμνολογία και στις ομιλίες που συνοδεύουν τις ακολουθίες των Παθών. Χαρακτηρίζεται από την τρυφερή, αλλά και μελαγχολική προσέγγιση των προσώπων της μητέρας και του παιδιού. Η σύνθεση της εικόνας μας ανήκει στην παραλλαγή του τύπου της Παναγίας Γλυκοφιλούσας με το χέρι του παιδιού στο χέρι της μητέρας του, στοιχείο που σχετίζεται νοηματικά με το εικονογραφικό σχήμα της Αποκαθήλωσης”.
Δύο ακόμα στοιχεία της εικόνας αναλύει η Ζωή Μυλωνά:
Το ανάστροφο πέλμα του παιδιού, από το οποίο κρέμεται το λυμένο σανδάλι του. Το εικονογραφικό αυτό στοιχείο συνδέεται με το μελλοντικό Πάθος του Χριστού και ειδικότερα με τον πτερνισμό του από την προδοσία του Ιούδα.
Την χειρονομία του Χριστού σε νεύμα ευλογίας, που εμφανίζεται σε λίγες εικόνες, όπως στην εικόνα της Παναγίας Θαλασσομαχούσας.
Η εικόνα της Παντοχαράς είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα περιπέτεια που συνδέει τα Στροφάδια με την Πάτμο, αγαπημένο νησί του Ελύτη. Το 1717 οι Τούρκοι έκαναν πειρατική επιδρομή και άρπαξαν πολλά κειμήλια τα οποία πούλησαν κατόπιν. Τότε μεταφέρθηκε και το λείψανο του Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο. Την Παντοχαρά αγόρασαν οι Πατμιώτες άρχοντες Ηλίας και Θεόδωρος Κοκκινάκης. Κατά την παραμονή της εικόνας στην Πάτμο φαίνεται πως φιλοτεχνήθηκε μια τοιχογραφία – αντίγραφό της στον Άγιο Βασίλειο Πάτμου (1722). Τελικά η εικόνα επεστράφη στη μονή των Στροφάδων μετά την πάροδο ικανού χρόνου, με τη μεσολάβηση του ζακυνθινού επισκόπου πρώην Καρυουπόλεως Αγαθαγγέλου Λατίνου, ο οποίος εκείνη την εποχή μόναζε στην Πάτμο.
Η Θεοτόκος η Πάντων Χαρά είχε και αργυρή επένδυση, περί της οποίας γράφει τα δέοντα η Ζωή Μυλωνά στον Κατάλογο που προμνημονεύσαμε.
Την χειρονομία του Χριστού σε νεύμα ευλογίας, που εμφανίζεται σε λίγες εικόνες, όπως στην εικόνα της Παναγίας Θαλασσομαχούσας.
Η εικόνα της Παντοχαράς είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα περιπέτεια που συνδέει τα Στροφάδια με την Πάτμο, αγαπημένο νησί του Ελύτη. Το 1717 οι Τούρκοι έκαναν πειρατική επιδρομή και άρπαξαν πολλά κειμήλια τα οποία πούλησαν κατόπιν. Τότε μεταφέρθηκε και το λείψανο του Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο. Την Παντοχαρά αγόρασαν οι Πατμιώτες άρχοντες Ηλίας και Θεόδωρος Κοκκινάκης. Κατά την παραμονή της εικόνας στην Πάτμο φαίνεται πως φιλοτεχνήθηκε μια τοιχογραφία – αντίγραφό της στον Άγιο Βασίλειο Πάτμου (1722). Τελικά η εικόνα επεστράφη στη μονή των Στροφάδων μετά την πάροδο ικανού χρόνου, με τη μεσολάβηση του ζακυνθινού επισκόπου πρώην Καρυουπόλεως Αγαθαγγέλου Λατίνου, ο οποίος εκείνη την εποχή μόναζε στην Πάτμο.
Η Θεοτόκος η Πάντων Χαρά είχε και αργυρή επένδυση, περί της οποίας γράφει τα δέοντα η Ζωή Μυλωνά στον Κατάλογο που προμνημονεύσαμε.
Ο αγιογράφος Α. Σκαλιώτης που ιστόρησε την Παντοχαρά, το ξωκλήσι – τάμα του Ελύτη στη Σίκινο, αγιογράφησε δύο εικόνες της Παντοχαράς. Η μία στο τέμπλο, δίπλα ακριβώς από την Παναγία Παραμυθία, εκεί δηλαδή που το εικονογραφικό πρόγραμμα απαιτεί την εικόνα του Αγίου προς τιμήν του οποίου είναι αφιερωμένος ο ναός. Επελέγη εδώ ένας εμφαντικός πλεονασμός: Δυό Παναγίες μαζί στο τέμπλο (διαβάστε εδώ το εύστοχο σχόλιο του φιλολόγου Δημήτρη Χριστόπουλου για την Παραμυθία ως προϋπόθεση της "των Πάντων Χαράς").
Όπως και οι υπόλοιπες εικόνες του τέμπλου και η Παντοχαρά ολόσωμη! Κρατώντας βέβαια τα βασικά στοιχεία της εικόνας των Στροφάδων. Και ιστορήθηκε και μια φορητή εικόνα της Παντοχαράς, αντίγραφο, επίσης, αυτής των Στροφάδων, με άλλη, όμως, χρωματολογική άποψη. Πιο ανάλαφρη, πιο προσιτή, αλλά με την σοβαρότητα στα πρόσωπα αμείωτη! Ο Ελύτης, θαρρώ, πως έβλεπε το παράδοξο της εικόνας και του άρεσε: Η Παντοχαρά δεν αποπνέει χαρά, με την τρέχουσα έννοια, αλλά μια μελαγχολία που είναι απέραντα ευγενική. Απ΄αυτή την Παναγία πηγάζει η όντως χαρά, δηλαδή η εσωτερική και αληθινή, η διαρκής και μόνιμη, που συνδέεται με μια πνευματικότητα η οποία δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.
Όπως και οι υπόλοιπες εικόνες του τέμπλου και η Παντοχαρά ολόσωμη! Κρατώντας βέβαια τα βασικά στοιχεία της εικόνας των Στροφάδων. Και ιστορήθηκε και μια φορητή εικόνα της Παντοχαράς, αντίγραφο, επίσης, αυτής των Στροφάδων, με άλλη, όμως, χρωματολογική άποψη. Πιο ανάλαφρη, πιο προσιτή, αλλά με την σοβαρότητα στα πρόσωπα αμείωτη! Ο Ελύτης, θαρρώ, πως έβλεπε το παράδοξο της εικόνας και του άρεσε: Η Παντοχαρά δεν αποπνέει χαρά, με την τρέχουσα έννοια, αλλά μια μελαγχολία που είναι απέραντα ευγενική. Απ΄αυτή την Παναγία πηγάζει η όντως χαρά, δηλαδή η εσωτερική και αληθινή, η διαρκής και μόνιμη, που συνδέεται με μια πνευματικότητα η οποία δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.
Το απολυτίκιο για την Παντοχαρά, που συνέθεσε κατόπιν παρακλήσεώς μου, ο φίλος ποιητής π. Παναγιώτης Καποδίστριας, ο οποίος διακονεί στη Ζάκυνθο και άρα είχε λόγο να το κάνει και ως εραστής της Ελυτικής ποίησης, τελειώνει με την φράση: “χαίροις, ωραιότης έλλογος, θεοπερίχυτη”.
Όταν το ψάλλαμε στα θυρανοίξια στη Σίκινο, με πλησίασε ένας σοβαρός άνθρωπος ενθουσιασμένος από το κείμενο, και μου είπε: “Αν δεν λεγόταν Παντοχαρά θα 'πρεπε να ονομαστεί Θεοπερίχυτη αυτή η Παναγιά του Ελύτη”. Κι εγώ σκέφτηκα αμέσως: “Παντοχαρά η θεοπερίχυτη”!
Πάντοτε υπό την σκέπη της να 'μαστε!
πηγή:panagiotisandriopoulos