Διαδικτυακή επανάσταση εναντίον της παρακμής και της βλακείας!

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Θήρας παροιμίες

Εντοπίστηκαν (Περιοδικό Πλειας τ.6 αρ.5 (1882),και αλιεύθηκαν οι παροιμίες που κατέγραψε ο Ν. Πετάλας  στη Σαντορίνη.                                                                                 

·        Μήτε πικρύς και ρίξης με, μηδέ γλυκύς και φας με.
·        Α(ν) δε(ν) σφάη το πρόβατο, τ’ αλειμάν του δε (ν) φαίνεται.
·        Ή με τρέλλα ή με γνώσι, ο καιρός θα τελειώση.
·        Σαν το μπόι μου είνε πολλοί, μα σαν τη γνώμη μου κανείς.
·        Καλλίτερα διανεύτρα παρά δουλεύτρα.
·        Πέντε βούδια, δυο ζευγάρια.
·        Κι’ οι άγιοι φοβέρα θέλουν.
·        Του Γεννάρη το φεγγάρι, παρά λίου είνε μέρα.
·        Στάλα με στάλα το νερό, το μάρμαρο τρυπά το, το πράγμα π’ αγαπά κανείς γυρίζει και μισά το.
·        Τα λόγια κόβγουν άντερα.
·        Κατά μιας πήγε ο Βρηός στο παζάρι κ’ ήλλαχα και Σάββατο.
·        Σελλάτο βούδι αγόραζε και γάδαρο καμπούρη, γυναίκα στενοκάπουνη και χοίρο μακρομούρη.
·        Για να κλάψη μια γυναίκα είνε τόση δυσκολιά, Σαν να βρέξη το χειμώνα όταν είνε συνεφφιά.
·        Ηπηαμε να πιάσωμε και μας ετσακώσανε.
·        Καλλιά μοναχός παρά κακά συντροφιασμένος.
·        Εληά του παππού σου, συκιά του κυρού σου κι’ αμπέλι του χεριού σου.
·        Λιμό γαδούρι, σάκκον άχερα.
·        Η γυναίκα κάνει τον άντρα.
·        Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψώμι σου φά’ το.
·        Ο λωλός με τη λωλάδα του γεμίζει την κοιλάρα του.
·        Ώστε που ηλωνίζαμε, Βασίλη κυρ Βασίλη, Κι’ όντας ηπολωνίσαμε όξω παληκοκασίδη.
·        Παιδιού κι’ αγίου μη τάξης, Κι’ αν τάξης, μη γελάσης.
·        Ο κλέφτης το γυβέντισμα, για πανηγύρι το ΄χει.
·        Ζημιά στον κάμπο γίνεται, στο σπίτι αποσώνει.
·        Το μυριστικό κωδώνι από εκείνο που ΄χει δόνει.
·        Στων τρελλώ τη χώρα Αδραβανής ‘πίσκοπος.
·        Αν ήκουε ο Θεός των κουρουνώ, δεν ήφινε λύθι στη συκιά.
·        Από τα χείλη πηγαδιού, δε(ν) λείπει πρασινάδα, Αγάπη χωρίς πείσματα δεν έχει νοστιμάδα.
·        Όπου λυπάται του κάτη το ψωμή, τρώει ο μπετικός τα ρούχα του.
·        Ας βγάλουνε τα μάτια των με τση χρουσαίς βελόνας.
·        Τα πίσω φίδια έχουν τς΄ορυκις.
·        Εις εσέ τον γενεράλε το κατατραμ΄είνε χαζίρι, στείλε τασπρα να το πάρης.
·        Κάλλλια κόκκινο πρόσωπο παρά κίτρινη καρδιά.
·        Το καλό δεν πέφτει χάμαι.
·        Αργός δουλειά δεν έχει, τον κάτη λει και δένει.
·        Αι Γιώργη βούθα με- Σει και συ τον πόδα σου.
·        Αι μου Γιώργη ‘ φαίνε μου το πανάκι μου – Φαίνε το να ΄φαίνεται.
·        Από πήττα, που δεν τρώω, δεν με μέλλει κι αν καή.
·        Για το γείτονα μου λέω και για λόου μου γυρεύγω.
·        Θωρώντας τη γειτόνισσα το καν΄η μια την άλλη.
·        Τα αγαπά καρδιά τα’ ανθρώπου, το καλλίτερο του κόσμου.
·        Χίλια λόγια έναν άσπρο και πάλι κρίμα στ άσπρο.
·        Εκατό συλλοαίς, ένα χρέος δεν πλερώνουν.
·        Άβουλος ο νους, διπλός ο κόπος.
·        Όταν θέλης να παρηγορηθής, βλέπε το χειρότερό σου κι ‘ όχι τον καλλίτερο σου.
·        Όταν έχεις δέκα κράτει, κι όταν έχης δύο ξεπόλα.
·        Τα δε (ν) δείχν΄η τέχνη, τα φανερών η τύχη.
·        Όπου κοπελομάνη, δε(ν) γεροντοξεχνά.
·        Κοιμάται και μερώνει, ξυπνά και μεγαλώνει.
·        Τα κακά σκυλιά δεν έχουν ψόφο.
·        Το κακό σκυλί ψωριάζει, μα δεν ψοφά.
·        Πουλολόου και ψαρά, έρημο το σπίτιν του.
·        Θα σηκωθούν η πέτραις ή μικραίς να δείρουν της μεγάλαις.
·        Η δύο πέτραις κάνουν τ αλεύρι.
·        Σαν ψηλώσ’ ο νους τα ανθρώπου, άμε κάθου γύρευγε.
·        Πότ΄έγινε η κολοκύθα, πότ’ ημάκρυν΄η ουράν τση.
·        Όπου ΄χ΄αμπέλλα, βάλλ΄αργάταις και καράβια καλαφάταις.
·        Όπου λυπάται από τη σφήνα, χάνει από την καρκούνα.
·        Όσο θέλεις φούσκωνέ τα, με το ζύι θα τα πάρης.
·        Άσπρος γεννητ΄ο κόρακας και κόκκινος μαλλιάζει, Και μαύρος καταστήνεται και του κυρού του μοιράζει..
·        Άσπρος ήλιος μαύρη ‘ μέρα.
·        Που ‘ χει παιδιά και τσάτσαλα, στο γαμ ας μη πη(γ)αίνη.
·        Τον ακάλεστο στο γάμο στην άκρια τονε καθίζουν.
·         Η γούλα κάστρι πολεμά και με το ‘ δει(ν) διαβαίνει.
·        Ο άντρας με το τζουβάλι κι η γυναίκα με το κουτάλι, σπίτι ποτές δε(ν) γίνεται.
·        Τα στραβά μας παραθύρια τα τορνέτα μας τα ‘ σάζουν.
·        Φτωχός άγιος, μνήμη δεν έχει.
·        Τα δαχτυλίδια ηφύανε, τα δάχτυλα ημείνανε.
·        Ο φτωχός ηκάθουντα κι ο Θεός ηγνοιάζουντα.
·        Η αυγή θέλει το δείξει τίνος μάνας θενα λείψη.
·        Ο καιρός πουλεί τα ξύλα κι’ ο χειμώνας τ αγοράζει.
·        Σε τούτο το λωλό χωριό παπάς δεν ήταν κι ήρθα ‘ γω.
·        Όπου κρυφά παντρεύγεται, φανερά πομπεύγεται.
·        Η κοιλιά παραθύρια δεν έχει.
·        Τ’ ανηπόρπιδο καράβι σ’ αγαθό λιμάνι αράσσει.
·        Κάθε θάμμα τρίμερο και το παράθαμμα πέντε.
·        Ο Χοντρός απ’ τη σκάσιν του ηξεροκακνάκιαζε.
·        Ο φρόνιμος την πίκρα του παρηοριά την έχει.
·        Ο φρόνιμος την πίκρα του παρηγοριά την έχει.
·        Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλα.
·        Ας μπαίνει ο κόμπος κι ας λέ ο κόσμος.
·        Όντες θέλης σπείρε με, το Μαί θέρισε με.
·        Πέντε μήνες πέντε κόμποι κι ένας μήνας πέντε κόμποι.
·        Το κρίμα ναγγαστρόνεται, μετά καιρό γεννιέται.
·        Η ανάγκη της ευγενικής αδιάντροπαις τση κάνει.
·        Τον αδιάκριτό σου φίλο μηδέ, συ’ ντραπής εκείνο.
·        Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τζακίζει.
·        Τα ξερά κουκιά χτυπούνε στον τοίχο;
·        Άκουε σακκί δεμένο στον τοίχο ακουμπισμένο.
·        Μένει ποτές κρέας στο μακελλειό.
·        Τα μου’ καμες γειτόνισσα στον εδικό μου γάμο, να μ αξιώση ο Θεός διπλά να σου τα κάμω.
·        Το παιδί σου πάντρεψες, γείτονά σου το ‘ καμες, όχι καλό παρά κακό γείτονα.
·        Δεν είνε τ αξαζούμενο μόνο το χρειαζούμενο.
·        Σύδεκνε κι΄ανη μιλούμε , συχνογύριζε την πήττα.
·        Με το νου πλουταιν η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα.
·        Πήττα μπρος και πήττα πίσω, θα βγω θέλω να μιλήσω στης γειτόνισσας το δίκιο.
·        Ότι μέλλει , να ρθη θέλει.
·        Τα λία λόγια είνε χρυσά και τα μηδέ καθόλου μαλαματένια.
·        Δανείζου, καλοπλήρωνε και πάλι στρέφε κι έπαιρνε.
·        Τράβα πόνο για μορφιά.
·        Πισω  είνε τα κοφτερά.
·        Μεγάλη μπουκια να τρως και μεγάλο λόγο να μη λες.
·        Σα μάθη ο σκύλος την κάπαρη....
·        Μήτε συ, παπά βλογιά, μήτε εγώ τη λειτουργιά.
·        Τα γρόσια το Χριστό επαραδώσαν.
·        Η αρρώστια έρχεται με το τσουβάλι και φεύγει με την τρίχα.
·        Όντα ζυμώνης, χόρταινε κι ότα χοιροσφαίζης, κι ότα γεμώζεις το βουτσί, κι ότα τα’ αποστραγγίζης.
·        Τα δώσης έχεις τα φάς κερδέξης.Το ‘χεις εκεί και κοίτεται, δε ξέρεις τι σου γίνεται. 

πηγή:Καλλ-ιστορώντας
Επιτρέπεται η αντιγραφή και ιεραποστολική αξιοποίηση των κειμένων πού θα βρείτε εδώ, είτε ημετέρων ή αντεγραμμένων από άλλους ιστοχώρους, ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ από ορθόδοξα ή φιλορθόδοξα ιστολόγια με υποχρέωση την αναφορά πηγής και συγγραφέως του κειμένου και την μη περικοπή αυτού για οποιονδήποτε λόγο.Τα ανυπόγραφα άρθρα και όσα δεν αναφέρουν πηγή ανήκουν στο υποφαινόμενο ιστολόγιο.
Συνήθως οι εικόνες πού χρησιμοποιούμε, παρέχονται από την αναζήτηση google.Αν νομίζετε ότι η ανάρτηση τους θίγει δικαιώματα σας, ειδοποιήστε να τις κατεβάσουμε.

Ευχαριστούμε