Γράφει ο Γιάννης Χατζηβασιλειάδης
Ο φιλόδοξος στόχος διείσδυσης των ΑΠΕ κατά 40% στο ηλεκτρικό δίκτυο το 2020 και με τον τρόπο που επιδιώκεται είναι μια βιαστική πολιτική απόφαση, χωρίς προπαρασκευή των αναγκαίων δράσεων, όπως πχ τα δίκτυα, αλλά κυρίως χωρίς καμία εκτίμηση των επιπτώσεων στη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, την οικονομία και την κοινωνία για τα επόμενα χρόνια. Έτσι, η ανάπτυξη των ΑΠΕ γίνεται όπως τύχει, χωρίς κατάλληλο σχέδιο και πρόγραμμα, με ένα θεσμικό πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από πολυνομία και ασάφειες και επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις. Το θεσμικό πλαίσιο για τις ΑΠΕ περιλαμβάνει πανσπερμία τεχνολογιών (μεταξύ αυτών και ανώριμες) και τύπους εφαρμογών με έμφαση γενικώς στα μεγάλα μεγέθη με υψηλά τιμολόγια, τα οποία επιβαρύνουν τον ηλεκτρικό τομέα και τους καταναλωτές για τα επόμενα 20 ή 25 χρόνια χωρίς να συμβάλλουν ικανοποιητικά στην ανάπτυξη. Είναι άμεσα αναγκαίος ο εξορθολογισμός του τιμολογίου (feed-in tariff), το οποίο πρέπει να αποτελέσει βασικό εργαλείο άσκησης πολιτικής για μεγαλύτερη ωφελιμότητα, σε συνδυασμό με την απλοποίηση και κατάργηση περιττών διαδικασιών, μεγιστοποιώντας τα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη μακροπρόθεσμα.
Ο γραφειοκρατικός παραλογισμός της περιβαλλοντικής αδειοδότησης οδηγεί σε πολύχρονες και επίπονες προσπάθειες με αβέβαιο τελικό αποτέλεσμα. Υπάρχει επιμονή στη χρήση πολύτιμης γης για φωτοβολταϊκές εφαρμογές, αφού δεν υπάρχουν κτηριοδομικοί κανονισμοί και αναγκαίες ρυθμίσεις για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σε στέγες ή και ενσωμάτωση στο κέλυφος των κτηρίων (BIPV). Πρόσφατο παράδειγμα ο φωτοβολταϊκός σταθμός επί εδάφους στο αεροδρόμιο της Αθήνας, το οποίο διαθέτει τεράστιες επιφάνειες στεγών σε υφιστάμενα και προσφάτως ανεγερθέντα κτήρια. Η ιδέα των αγροτικών φωτοβολταϊκών και η επιλεκτική υποστήριξή τους εκφράζουν μάλλον αυτήν την πολιτική χρήσης γης, πιθανόν με το σκεπτικό του εκσυγχρονισμού της γεωργίας, εισάγοντας έτσι τις νέες τεχνολογίες.
Μετά την πολιτική χρήσης γης ακολουθεί η πολιτική χρήσης θάλασσας, αφού ο υψηλός στόχος διείσδυσης των ΑΠΕ αποτελεί αφορμή πρωτοβουλιών για το Υπουργείο. Το ΥΠΕΚΑ αποφάσισε επίμονα να προωθήσει τις εφαρμογές αιολικών πάρκων στη θάλασσα με συνολική ισχύ 5,3GW, ταυτίζοντας το Αιγαίο με τη Βόρεια Θάλασσα.
Η ιδέα αξιοποίησης της αιολικής ενέργειας στη θάλασσα άρχισε να διερευνάται από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 για εγκατάσταση υπεράκτιων αιολικών πάρκων με μεγάλες μονάδες αφήνοντας τη στεριά, για περιβαλλοντικούς και ενεργειακούς λόγους. Οι πυκνοκατοικημένες χώρες της κεντρικής Ευρώπης δεν διέθεταν τις αναγκαίες περιοχές για εγκατάσταση μεγάλων αιολικών μονάδων και ηλεκτρικών δικτύων λόγω θορύβου και οπτικής όχλησης, ενώ το αιολικό δυναμικό μειώνεται στην ενδοχώρα. Η αβαθής θάλασσα μακριά από τις ακτές μπορεί να προσφέρει υψηλότερο αιολικό δυναμικό με καλύτερη ποιότητα ανέμου σε σχέση με την ξηρά. Στα πλαίσια ενός ερευνητικού προγράμματος της ΕΕ για το θαλάσσιο αιολικό δυναμικό της Ευρώπης το 1985, οι εκτιμήσεις για την Ελλάδα ήταν μηδενικό θαλάσσιο αιολικό δυναμικό για αντικειμενικούς λόγους χωρίς να έχει αλλάξει τίποτε από τότε, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες που είχαν ακτές στη Βόρεια Θάλασσα, η οποία είναι αβαθής και η ξηρά αποτελεί συνέχεια του πυθμένα της θάλασσας, επίπεδη χωρίς βουνά.
Την περασμένη δεκαετία κατασκευάσθηκαν στη Βόρεια Θάλασσα μερικά μικρά κυρίως θαλάσσια αιολικά πάρκα από αρκετές χώρες για αξιολόγηση διαφόρων τεχνικών θεμελίωσης, ενώ σχεδιάζονται μεγάλης κλίμακας θαλάσσια αιολικά πάρκα (offshore). Προβλέπεται να εγκατασταθούν ανεμογεννήτριες μεγάλης ισχύος από κάθε χώρα στη δική της αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) μακράν των ακτών. Δέκα όμορες χώρες συνεργάζονται για την ανάπτυξη ενός υποβρύχιου υπερδικτύου με νέες ιδέες και νέες τεχνολογίες συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσης (ΗVDC), που θα συνδέει τα θαλάσσια αιολικά πάρκα και θα μεταφέρει την ηλεκτρική ενέργεια από κόμβους μέσω των αγορών στους καταναλωτές.
Ο υψηλός ετήσιος συντελεστής φορτίου (capacity factor) των αιολικών πάρκων είναι σημαντική παράμετρος για την οικονομική βιωσιμότητα του δικτύου μεταφοράς και στην περίπτωση της Βόρειας Θάλασσας λαμβάνεται 40% σύμφωνα με το αιολικό δυναμικό. Η συνεργασία των αιολικών πάρκων με τα υδροηλεκτρικά της Νορβηγίας θα εξασφαλίσει ομαλή λειτουργία του όλου συστήματος, καθιστώντας έτσι την Νορβηγία με τα υδροηλεκτρικά της μια μεγάλη μπαταρία της Ευρώπης.
Οι προσπάθειες αυτήν την περίοδο στρέφονται σε έρευνες και μελέτες για την μείωση του κόστους εγκατάστασης, ιδιαίτερα της θεμελίωσης αλλά και την ανάπτυξη μεγαλύτερων αιολικών μονάδων, ώστε σε συνδυασμό με την οικονομία κλίμακας να επιτύχουν χαμηλότερο κόστος παραγωγής και να συμμετέχουν στην ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Η οικονομική βιωσιμότητα των επενδύσεων θα βασισθεί στους κανόνες της αγοράς και όχι σε πολιτικές αποφάσεις με καθορισμό τιμολογίου (feed-in tariff).
Στην Ελλάδα η θάλασσα του Αιγαίου, που έχει υψηλό αιολικό δυναμικό, δεν έχει καμία ομοιότητα με τη Βόρεια Θάλασσα. Ο περιορισμός των χωρικών υδάτων στα έξι μίλια και η απουσία ΑΟΖ φέρνει τα αιολικά πάρκα πολύ κοντά στις παραλίες των νησιών και της ηπειρωτικής χώρας, οπότε εδώ αναφερόμεθα πλέον σε παράκτια αιολικά πάρκα και όχι υπεράκτια. Έτσι, αναιρείται το περιβαλλοντικό πλεονέκτημα των θαλάσσιων αιολικών πάρκων σχετικά με την οπτική όχληση των μεγάλων μονάδων αφού είναι κοντά στις ακτές των νησιών ή της ηπειρωτικής χώρας. Μια σημαντική παράμετρος, ακόμη, είναι το έντονο φως και τα χρώματα στη θάλασσα του Αιγαίου σε αντίθεση με το συνήθως ομιχλώδες και γκρίζο τοπίο της Βόρειας Θάλασσας. Εκτός, όμως, από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν στην ακτοπλοΐα, καθώς και οι πιθανές συνέπειες στον τουρισμό.
Το πλήθος των νησιών και η εγγύτητα των θαλάσσιων αιολικών πάρκων προς τις ακτές, κατά κανόνα με ανώμαλο ανάγλυφο, δεν εξασφαλίζει υψηλότερο δυναμικό και καλύτερη ποιότητα ανέμου χωρίς στροβιλισμούς, σε σύγκριση με τα αιολικά χαρακτηριστικά σε επιλεγμένες θέσεις στην ξηρά. Επομένως, και εδώ πάλι αναιρείται το πλεονέκτημα των θαλάσσιων αιολικών πάρκων για υψηλότερο και καλύτερης ποιότητας αιολικό δυναμικό.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό, που καθιστά εφικτή την εγκατάσταση των αιολικών πάρκων, είναι το μικρό βάθος της θάλασσας και το αντίστοιχο κόστος θεμελίωσης των ανεμογεννητριών. Ο πυθμένας της θάλασσας, που κατά κανόνα ακολουθεί το σύνθετο ανάγλυφο της ξηράς για τις ελληνικές θάλασσες, δεν παρέχει περιοχές με μικρό βάθος μακράν των ακτών, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στη Βόρεια Θάλασσα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το τεχνικά εφικτό βάθος θεμελίωσης των ανεμογεννητριών να οδηγεί σε υψηλό κόστος, με αποτέλεσμα να καθίστανται προβληματικές και ασύμφορες οι εφαρμογές.
Η έλλειψη τεχνογνωσίας για τέτοια έργα ενέχει κινδύνους και αβεβαιότητες τόσο για το τελικό κόστος και την οικονομική βιωσιμότητα, όσο και την τεχνική βιωσιμότητα στο σκληρό περιβάλλον της θάλασσας. Στη Βόρεια Θάλασσα υπάρχει πλούσια εμπειρία με τις δεκάδες θαλάσσια αιολικά πάρκα που εγκαταστάθηκαν την περασμένη δεκαετία, κυρίως με τη μορφή έρευνας και επίδειξης, επιστρατεύοντας σύγχρονες τεχνολογίες εξόρυξης πετρελαίου σε θαλάσσιο περιβάλλον. Παράλληλα, έχουν επιλύσει τα προβλήματα μεταφοράς εξοπλισμού και ανέγερσης των μεγάλων αιολικών μονάδων στη θάλασσα με ειδικά σχεδιασμένα σκάφη, καθώς και τα προβλήματα λειτουργίας και συντήρησης. Παρόλα αυτά κρίνεται ότι δεν είναι ακόμη τελείως έτοιμοι για να αρχίσουν την πρώτη φάση που περιλαμβάνει την εγκατάσταση αιολικών πάρκων της τάξης των 40GW. Έτσι, το υψηλό τεχνικό και επενδυτικό ρίσκο στην περίπτωση των θαλάσσιων αιολικών πάρκων της Ελλάδος ίσως καταστήσουν προβληματική ή και αδύνατη την τραπεζική χρηματοδότηση των έργων.
Η σύνδεση του θαλάσσιου αιολικού πάρκου στο ηλεκτρικό δίκτυο του εθνικού συστήματος μεταφοράς, ενδεχομένως με τεχνολογίες HVDC και υποβρύχια καλώδια, αποτελεί μια σημαντική δαπάνη που καθιστά πολύ ακριβό το έργο, σε αντίθεση με τη Βόρεια Θάλασσα, όπου οι δαπάνες του υπερδικτύου επιμερίζονται σε δεκάδες χιλιάδες ΜW αιολικών πάρκων, διατηρώντας το ειδικό κόστος σύνδεσης σε αποδεκτά όρια.
Επομένως, τα θαλάσσια αιολικά πάρκα με το υψηλό κόστος της επένδυσης στην Ελλάδα οδηγούν και σε υψηλό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, πολύ υψηλότερο από εκείνο των αιολικών πάρκων στην ξηρά. Έτσι, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα εισόδου της παραγωγής στην ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όπως σχεδιάζεται για τις αντίστοιχες εφαρμογές στη Βόρεια Θάλασσα. Είναι προφανές, ότι το ΥΠΕΚΑ θα καθορίσει ένα τιμολόγιο αγοράς της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας για 20 χρόνια, που να ανταποκρίνεται στο αυξημένο κόστος των ελληνικών θαλάσσιων αιολικών πάρκων, ώστε να γίνουν ελκυστικά στους επενδυτές, προσθέτοντας μια ακόμη τεχνολογία στις ΑΠΕ με υψηλό κόστος.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω προβλήματα και τις αβεβαιότητες σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος, εύλογα τίθεται το ερώτημα γιατί το ΥΠΕΚΑ θέλει να προωθήσει τα θαλάσσια αιολικά πάρκα, επιβαρύνοντας το καλάθι των ΑΠΕ με πρόσθετο κόστος που καλείται να πληρώσει η οικονομία και ο καταναλωτής για μακρά περίοδο, ενώ δεν πρέπει να αγνοούνται και οι λοιπές συνέπειες. Εκτός όμως από το υψηλό κόστος παραγωγής, οδηγούνται οι επενδυτές σε έργα με υψηλά ρίσκα και υψηλές επενδύσεις, εγκαταλείποντας άλλες πιο αποδοτικές επενδυτικές ευκαιρίες αιολικών εφαρμογών στη χώρα.
Το σύνθετο ανάγλυφο με την αραιοκατοικημένη ύπαιθρο και η θέση της χώρας δημιουργεί πολλές κατάλληλες θέσεις στην ξηρά με υψηλό αιολικό δυναμικό που μπορεί να αξιοποιηθεί επωφελέστερα, έχοντας υπόψη και το μεγάλο πλήθος των αιτήσεων για αιολικά πάρκα με πολλές δεκάδες MW. Ιδιαίτερα τα ακατοίκητα νησιά προσφέρονται πολύ ευνοϊκά αντί των θαλάσσιων αιολικών πάρκων, τόσο για αιολικά πάρκα όσο και για φωτοβολταϊκά, με αρκετά χαμηλότερο κόστος και περιορισμένα ρίσκα. Χρειάζονται πρωτοβουλίες από την Πολιτεία για την παραχώρηση αυτών των νησιών για τέτοιες εφαρμογές.
Γενικά, οι θέσεις στην ξηρά για αιολικά πάρκα υπερκαλύπτουν τις ανάγκες της χώρας, οπότε δεν δικαιολογείται η επέκταση στη θάλασσα. Χρειάζεται, επομένως, και η ενδεδειγμένη πολιτική για την ανάπτυξη των ΑΠΕ στο ελληνικό περιβάλλον αποφεύγοντας τις απομιμήσεις.
Η απουσία πολιτικής είναι έντονη και στην ανάπτυξη των ηλεκτρικών δικτύων για να υποδέχονται όλο και περισσότερες ΑΠΕ στα επόμενα χρόνια. Η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι τίθενται ακόπως φιλόδοξοι στόχοι χωρίς να συνοδεύονται από την κατάλληλη πολιτική και τα σωστά εργαλεία για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ωφελιμότητα. Η χώρα με τον πλούτο των ΑΠΕ μπορεί να αποκτήσει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα και να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της, αρκεί να γίνονται οι σωστές επιλογές.
*Ο Γιάννης Χατζηβασιλειάδης είναι Μηχανολόγος-Ηλεκτρολόγος, Σύμβουλος Μηχανικός και Γενικός Γραμματέας του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ως εργαζόμενος στη ΔΕΗ ήταν υπεύθυνος για τη σχεδίαση και κατασκευή του πρώτου αιολικού πάρκου και φωτοβολταϊκού σταθμού στη νήσο Κύθνο
πηγή:capital