Γράφει ο Απόστολος Βακαλόπουλος,
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ. Γ', Θεσσαλονίκη 1968.
Αντίδραση των Κρητικών στην αποδοχή του Φλωρεντινού όρου και γενικά στην προπαγάνδα της καθολικής εκκλησίας.
Οι Έλληνες λόγιοι πρόσφυγες στην Ιταλία, οι οποίοι για διαφόρους λόγους και προ πάντων για να εξασφαλίσουν ευνοϊκές συνθήκες ζωής είχαν γίνει ενωτικοί ή είχαν ασπαστεί το δυτικό δόγμα, αποτελούν αξιόλογους πυρήνες της καθολικής προπαγάνδας στις ελληνικές χώρες, γιατί ευνοούν τις επιδιώξεις της για την αναγνώριση των πρωτείων τού πάπα και την ένωση των εκκλησιών. Έτσι ή ιστορική παράδοση των διενέξεων του Βυζαντίου με την καθολική Δύση δεν παύει στην πραγματικότητα με την Άλωση, αλλά συνεχίζεται και επί τουρκοκρατίας υπό διαφορετικές συνθήκες και παρουσιάζει νέες ενδιαφέρουσες εξελίξεις και φάσεις.
Πραγματικά η καθολική εκκλησία συνεχίζει τις ενέργειές της, ιδίως εκεί όπου μπορεί ν' ασκήση αποτελεσματικές επιδράσεις: στις φραγκοκρατούμενες περιοχές, στις Κυκλάδες, στην Κύπρο και στην Κρήτη. Η προσέλευση του αρχιεπισκόπου Νικαίας Βησσαρίωνος, του σοφού εκείνου κληρικού, στο δυτικό δόγμα, είχε ασκήσει ασφαλώς επιρροή στις ταραγμένες ψυχές των ορθοδόξων, ιδίως των λογίων. Ο Βησσαρίων είναι ο αρχηγός των ενωτικών και προς αυτόν φυσικά αποβλέπουν οι οπαδοί του Φλωρεντινού όρου. Τον Μάιο του 1462 ονομάζεται από τον πάπα Πίο Β' πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και σ' αυτόν υπάγονται τώρα οι ουνίτες Έλληνες της Κρήτης και των ελληνικών νησιών. Και στις 27 Μαΐου του ίδιου χρόνου αποστέλλει ποιμαντορική εγκύκλιο -την γνωστή με τον τίτλο «επιστολή καθολική»- προς όλους τούς χριστιανούς όσοι υπάγονται στην δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Εξετάζοντας σ' αυτή την εγκύκλιο την πτώση του Βυζαντίου δέχεται ως κύρια αιτία της την εκτροπή της πίστης από την αλήθεια και την απομάκρυνση των ορθοδόξων από τα ορθά δόγματα της καθολικής εκκλησίας. Τούς καλεί λοιπόν να δεχθούν με ευλάβεια το Φλωρεντινό δόγμα, ότι δηλαδή ο Πατήρ και ο Υιός είναι η αρχή του Πνεύματος και ότι αυτό εκπορεύεται από τούς δύο σαν από ένα «προβολέα». Αφού τούς ομιλεί για τις αγρυπνίες και τις εσωτερικές του ανησυχίες, πού τον βασάνισαν ώσπου στο τέλος να πεισθή και ο ίδιος επάνω στο ζήτημα αυτό, τούς παρακινεί να έχουν ως «κεφαλήν και άρχοντα» της Εκκλησίας τον πάπα, να τον σέβωνται και να τον ακολουθούν, επειδή τούς οδηγεί στον δρόμο προς την αιώνια ζωή. Κηρύσσει δηλαδή την ένωση των εκκλησιών, την ουνία, με βάση την αναγνώριση του πάπα ως αρχηγού της χριστιανικής εκκλησίας, χωρίς όμως να καταργή τα ήθη και έθιμα την λατρεία των ορθοδόξων. Ο Βησσαρίων καθιερώνει μάλιστα και υποτροφία για 16 ορθόδοξους (ενωτικών φρονημάτων βέβαια) ιερείς, οι οποίοι θα οικείωναν τον Κρητικό λαό με τις αλήθειες της καθολικής εκκλησίας. Από τούς 16 αυτούς ιερείς θα εκλέγωνται οι πρωτοπαπάδες του Χάνδακα, Σητείας, Ρεθύμνου και Χανίων. Στην πράξη όμως οι προνομιούχοι αυτοί ιερείς ορίζονται σε 12 και επιδοτούνται με ένα μέρος (γύρω στα 300 δουκάτα) από τα εισοδήματα του πατριαρχείου στην Κρήτη .
Μάταια ο ουνίτης λόγιος Μιχαήλ Αποστόλης, ο γνωστός για τον πτωχοπροδρομισμό του και τις κολακείες του προς τον Βησσαρίωνα και τούς άλλους ισχυρούς της Δύσης, εργάζεται με επιδεικτικό ζήλο για την διάδοση της ουνίας και δημιουργεί ζητήματα στους Κρητικούς. Μάταια επίσης ο γνωστός για την δράση του για την ένωση των εκκλησιών πρωτοτταπάς του Χάνδακα Ιωάννης ο Πλουσιαδηνός (το 1492 Ιωσήφ, επίσκοπος Μεθώνης) κατακρίνει τούς ορθοδόξους παπάδες, γιατί εμποδίζουν «τας ιεράς της εκκλησίας συνάξεις», γιατί δεν αφήνουν «τούς βουλομένους ποιείν πανηγύρεις αγίων, ούτε κηδείας νεκρών κατά το ειωθός, αλλ' ούτε μνείας των κεκοιμημένων» ενωτικών βέβαια, γιατί επηρεάζουν τον λαό και ξανακερδίζουν αυτούς πού είχαν δεχθή την ένωση. «Ορώμεν οφθαλμοφανώς, γράφει, και καθ' ημέραν, ότι υπετάγησαν εις το υμών ασεβές φρόνημα, προτιμώντες εάσαι τα παιδία αυτων αβάπτιστα ή βαπτίσαι αυτά ιερεύς της εκκλησίας, ήγουν της αγίας ενώσεως».
Η ουνία υπήρξε το πιο δραστικό όπλο της καθολικής εκκλησίας, γιατί ήταν το πρώτο σπουδαίο βήμα προς την Ένωση. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του καρδιναλίου Ισιδώρου, οι ενωτικοί (ουνίτες) ανέβαιναν στον εξογκωμένο αριθμό των 20 χιλιάδων. Την ουνία επίσης χρησιμοποιούν με επιτυχία ως δόλωμα έναν αιώνα αργότερα οι ιησουίτες στην Πολωνία και στην νοτιοδυτική Ρωσία. Μολαταύτα στις ελληνικές χώρες, καθώς και τις κοινότητες του εξωτερικού, η καθολική προπαγάνδα συναντά ισχυρή αντίδραση. Χαρακτηριστικά στην Κρήτη, όπου οι κάτοικοι ήταν προσκολλημένοι στην ορθοδοξία , μάταια η δυτική εκκλησία προσπαθεί να διευρύνη τον κύκλο των οπαδών της. Κατορθώνει βέβαια ο Αποστόλης να δημιουργήση μια κοινότητα ουνιτών στο νησί, πολύ μικρή, αλλά το οικουμενικό πατριαρχείο στέλνει εκεί ως έξαρχό του τον μοναχό Μάρκο Ξυλοκαράβη, τον μετέπειτα Πατριάρχη, και κατορθώνει να προκαλέση μεγάλη αναταραχή στην εστία εκείνη της ετεροδοξίας. Τ' αποτελέσματα το έργου του τα βλέπουμε σε επιστολή του Αποστόλη προς τον Βησσαρίωνα:
«Ούκ αφ' εαυτων (οι κάτοικοι), εί χρή ταληθές ειπείν, κινούμενοι οι πανδείλαιοι, αλλ' άμοιροι λόγων όντες και δογμάτων άπειροι της εκκλησίας εξ αμαθίας, υπ' ανδρών φιλοδόξων και ρεολόγων και μισθόν ηγουμένων την κατά Λατίνων γε βλασφημίαν υπάγονταί τε και πείθονται ων εις και χείριστος ην Μάρκος σκοτενδύτης Βυζάντιος o Ξυλόναυς, ανήρ φιλόχρυσος, κακόδοξος, κερκοπίθηκος, ός την Κρήτην πάσαν συνέχεέ τε και συνεκύκησεν, ου μεν ούν τούς λόγων ειδότας και εύ φρονήσεως ήκοντας, αλλά τινας βεκκεσελήνους και κρονίων όζοντας και αναλφαβήτους».
Το έργο του Ξυλοκαράβη το συνέχισαν ο μοναχοί Σάββας και Μάξιμος, έξαρχοι του πατριαρχείου της Αλεξάνδρειας, τούς οποίους ο Μιχαήλ Αποστόλης και οι ομοϊδεάτες του κατόρθωσαν τελικά να εξορίσουν από το νησί στην Συρία. Και απ' εκεί όμως αυτοί συνεχίζουν με γράμματα προς το ορθόδοξο ποίμνιο τον αγώνα τους κατά των ενωτικών, αφορίζουν τον Αποστόλη και τούς αιτίους της εξορίας τους και εξάπτουν επικίνδυνα τα πνεύματα των κατοίκων εναντίον τους. Η στάση αυτή του πατριαρχείου και η εμμονή του Κρητικού λαού στην ορθοδοξία κάνουν δύσκολη την θέση του θορυβοποιού Αποστόλη στην Κρήτη. Οι συμπατριώτες του τον περιφρονούν και τον βρίζουν με τα επίθετα διάβολος, άγος, κάθαρμα.
Με την καθοδήγηση λοιπόν του Ξυλοκαράβη, του Μακρυγένη κ.α. οι πιστοί στην ορθοδοξία κρατούν τον λαό μαζί τους, «τους τζαγκαρομαραγγογουναροαυτοχρυσοχοοβοντικλαροχάλκας», όπως ονομάζει ειρωνικά ο Αποστόλης τούς απλούς εκείνους ανθρώπους, κυρίως βιοτέχνες, και δημιουργούν ζυμώσεις και αναβρασμό εναντίον των ενωτικών και της καθολικής εκκλησίας. Μάταια τούς εξορκίζει να συνέλθουν και ν' ακολουθήσουν την ένωση των εκκλησιών, για να λείψουν οι διαφορές και τα σχίσματα. Το προσηλυτιστικό έργο των καθολικών στην Κρήτη, παρά τις προσπάθειές τους, είναι ασήμαντο. Οι θρησκευτικές έριδες εξακολουθούν με εναλλασσόμενες φάσεις.
Ο δόγης Χριστόφορος Maurus με έγγραφο προς τούς διοικητές της Κρήτης (15-9-1463) προσπαθεί να προστατεύση τούς ενωτικούς ιερείς και κοσμικούς από την περιφρονητική στάση και από τις πιέσεις των ορθοδόξων, στοιχείο πού μαζί με άλλα πολλά δείχνουν την φιλενωτική πολιτική της Βενετίας την εποχή εκείνη ύστερ' από την ανακάλυψη της συνωμοσίας του Σήφη Βλαστού. Μολαταύτα οι Βενετοί δεν παίρνουν ενεργό μέρος υπέρ των ενωτικών, μένουν γενικά ουδέτεροι και προσπαθούν να οικονομήσουν όπως όπως τα πράγματα μη θέλοντας να ερεθίσουν τα πνεύματα των εντοπίων στο νησί.Άλλωστε οι σχέσεις των πολιτικών αρχών και των κληρικών δεν ήταν πάντοτε αρμονικές. Έπειτα η κατάσταση του κλήρου, τόσο του λατινικού όσο και του ελληνικού, δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Αμάθεια, πλεονεξία, δεισιδαιμονία, ανηθικότητα, αμέλεια των καθηκόντων τους κ.λ. ήταν καθημερινά φαινόμενα το βίου των κληρικών, από τούς επισκόπους ως τούς ιερείς. Την κατάπτωση αυτή, ιδίως των Λατίνων, στάθηκε αδύνατο να την αναστείλουν οι αποφάσεις και τα μέτρα, πού έλαβε ο αρχιεπίσκοπος Gerolamo Lando στις αλλεπάλληλες τοπικές συνόδους το 1467, 1474 και 1486. Η κατάσταση αυτή ευνοούσε την βαθμιαία αφομοίωση των Βενετών αποίκων από τούς εντοπίους. Έτσι κατά τον 16 αι. μερικές καθολικές επισκοπές της Κρήτης παύουν να υφίστανται. Μάταια ο Κρητικός ενωτικός Γεώργιος Παλαιόκαπας, πρύτανης (rector) της νομικής σχολής της Πάδοβας (1544) και αργότερα μοναχός και επίσκοπος, επιχειρεί να ιδρύση μια ελληνική καθολική επισκοπή, του Κισάμου. Το σχέδιό του ναυαγεί εμπρός στην αντίδραση τόσο των Ελλήνων, όσο και των Λατίνων. Μετά τον θάνατό του (1590), με τα χρήματα κληροδοτήματός του 12 Έλληνες μπορούσαν να σπουδάζουν στην Ρώμη ή στην Πάδοβα.
Την θρησκευτική κατάσταση στην Κρήτη την εποχή εκείνη ως την υποταγή της στους Τούρκους (1669) θα έχουμε την ευκαιρία να την εξετάσουμε διεξοδικά, όταν έλθουμε στους αγώνες των κατοίκων της για την ελευθερία.
Η θέση των ορθοδόξων στα Επτάνησα, Βενετία και στην Κάτω Ιταλία και Σικελία
1. Οξύτητα στις σχέσεις ορθοδόξων-καθολικών συναντούμε συχνά στην βενετοκρατούμενη Επτάνησο, όπου ο καθολικός κλήρος καταπιέζοντας την θρησκευτική συνείδηση των ορθοδόξων προκαλούσε την αγανάκτησή τους και γεννούσε «immortale odium copta Latinos». Συχνά ο κλήρος αυτός ανάγκαζε τούς ορθοδόξους, τούς αφοσιωμένους με πίστη στα πατροπαράδοτα, ν' αναβαπτίζουν τα παιδιά τους σύμφωνα με τούς τύπους της ρωμαϊκής εκκλησίας ή να τελούν το μυστήριο της θείας ευχαριστίας με «άζυμον άρτον», ή τούς παρενοχλούσε με διάφορους άλλους τρόπους. Είναι όμως αλήθεια ότι ο φίλος των ελληνικών γραμμάτων και σπουδών πάπας Λέων Ι' όρισε ο ορθόδοξος κλήρος και οι κάτοικοι ν' ασκούν απερίσπαστοι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα (18 Μαΐου 1521). Οι συνεχιζόμενες όμως καταπιέσεις του καθολικού κλήρου αναγκάζουν τον Κλήμη Ζ' (1523 - 1534) στις 20 Μαΐου 1526 και τον Παύλο Γ' (1534 - 1549) στις 8 Μαρτίου 1546 να επικυρώσουν με νέα θεσπίσματα τις διατάξεις του Λέοντος. Σύμφωνα με το τελευταίο έγγραφο, ο Παύλος Γ' αποφασίζει -ύστερ' από εισήγηση του πρωτοπαπά Κερκύρας Λουίζου Ραρτούρου- να λειτουργούν ελεύθερα οι Έλληνες ιερείς, να θάβουν, να βαφτίζουν και να περιάγουν τον σταυρό κατά τις δημόσιες τελετές. Οι Βενετοί επίσης για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας -siamo Venazian e poi Cristiani, έλεγαν- προσπαθούσαν να προστατεύσουν τούς ορθοδόξους των κτήσεών τους από τις πιέσεις αυτές ή τουλάχιστον να τις μετριάζουν είχαν μάλιστα επιτρέψει να εδρεύη ορθόδοξος επίσκοπος στην Κεφαλληνία, όπως και επί των Τόκκων.
Στα Επτάνησα, όπου δεν υφίσταται ή έχει καταργηθή η θέση του ορθοδόξου επισκόπου, παρουσιάζεται ο πρωτοπαπάς, όπως είδαμε και στην Κρήτη. Η θέση του ήταν επίζηλη και την έπαιρναν κληρικοί, πού διακρίνονταν για το ήθος, την μόρφωση και την ευγένεια της καταγωγής τους. Η κατάσταση αυτή διήρκεσε ως την ίδρυση της πολιτείας της Επτανήσου υπό την ρωσική προστασία. Το σύνταγμα του 1803 αναγνώριζε την ορθόδοξη θρησκεία ως «επικρατούσαν» με την δήλωση ότι «η καθολική Ρωμαϊκή θρησκεία είναι επίσης προνομιούχος προστατευομένη και πάσα άλλη λατρεία είναι ανεκτή».
Ειδήσεις ενδιαφέρουσες για την θρησκευτική κατάσταση στα νησιά Ζάκυνθο και Κεφαλληνία, για την αναλογία των καθολικών προς τούς ορθοδόξους, καθώς και για τα ιδρύματά τους, στα 1667, μας δίνει ο αποστολικός επισκέπτης Sebastiani. Οι καθολικοί ήταν πολύ λίγοι συγκριτικά με τον όλο πληθυσμό. Έτσι π.χ. οι καθολικοί της Ζακύνθου (πόλης και κάστρου) δεν ξεπερνούσαν τις 3.000 (μέσα στις οποίες πρέπει να συμπεριλάβη κανείς και τούς στρατιώτες και τούς ξένους) έναντι 20.000 Ελλήνων της πόλης, 100 του κάστρου και 22.000 των χωριών. Οι ορθόδοξοι είχαν 40 καλοδιατηρημένες εκκλησίες μέσα στην πόλη και να μοναστήρι καλογραιών. Σε τρία ή τέσσερα καταλύματα μέσα στην πόλη ζούσαν επίσης δύο ή τρεις μοναχές. Στο κάστρο υπήρχαν επίσης 8 άλλες εκκλησίες και ένα μοναστήρι καλογριών.
Στα χωριά της Ζακύνθου υπήρχαν 200 περίπου εκκλησίες και 7 μοναστήρια με 200 μοναχούς. Οι παπάδες σε όλο το νησί ήταν 150 με επικεφαλής τον πρωτοπαπά, πού έδρευε στην πόλη ως αντιπρόσωπος του επισκόπου, πού συνήθως έμενε στην Κεφαλληνία.
Οι καθολικοί μέσα στην πόλη είχαν την μικρή, αλλά ωραία μητρόπολη του Αγ. Μάρκου με την πολύ φτωχική κατοικία του επισκόπου, καθώς και την εκκλησία της S. Maria των Zoccolanti. Μέσα στο Κάστρο είχαν την εκκλησία των P. Conventuali και δύο παρεκκλήσια, στα οποία σπάνια λειτουργούσαν. Ανάμεσα στο Κάστρο και στην πόλη υπήρχε και η εκκλησία του Προφήτη Ηλία, πού ανήκε πρώτα στους Δομηνικανούς και Τώρα στους Conventuali. Τις πνευματικές ανάγκες των καθολικών εξυπηρετούσαν 4 ιερείς. Επίσκοπος του νησιού ήταν ο Φραγκίσκος Gozzadini από την Σίφνο, ιεράρχης με κύρος. Οι καθολικοί τελούσαν τις θρησκευτικές πομπές και λιτανείες με την συνηθισμένη τους μεγαλοπρέπεια μέσα από τούς κεντρικούς δρόμους της πόλης ακολουθούμενοι από όλο το πλήθος.
Στην πόλη υπήρχαν και 800 Εβραίοι αρκετά πλούσιοι, πού ζούσαν με πολλή ελευθερία. Μερικοί από αυτούς ασκούσαν την Ιατρική. Επίσης ήταν εγκαταστημένοι και έμποροι από διάφορα κράτη του βορρά, διαμαρτυρόμενοι δηλαδή, πού τούς κατηγορούσαν ως αιρετικούς και τούς θεωρούσαν επικίνδυνα μιάσματα. Ανάμεσα σ' αυτούς και στους καθολικούς υπήρχε ο συνηθισμένος θρησκευτικός ανταγωνισμός. Και οι δύο αποβλέπουν να προσεταιριστούν την νεολαία της Ζακύνθου με προτάσεις για την ίδρυση σεμιναρίων. Οι Ζακυνθινοί προθυμοποιούνταν να καταβάλουν και χρήματα για την μόρφωση των παιδιών τους, γιατί δεν υπήρχαν δάσκαλοι, και οι νέοι, μολονότι διακρίνονταν για την ζωηρότητα του πνεύματός τους, ήταν αργόσχολοι και παρασύρονταν σε κακές εκδηλώσεις της ζωής.
Και στην Κεφαλληνία βρίσκονται ελάχιστοι δυτικοί. Απ' αυτούς 30 μόνον ήταν εντόπιοι και οι υπόλοιποι στρατιώτες ή ξένοι, περίπου 550. Στις μεγαλύτερες κωμοπόλεις, στον Αγ. Γεώργιο, στο Αργοστόλι και στην Άσσο, υπήρχε από μια εκκλησία καθολική για τις ανάγκες των πιστων. Το κυρίαρχο στοιχειό ήταν οι ορθόδοξοι, 90.000 περίπου κάτοικοι, μοιρασμένοι σε 200 κωμοπόλεις και χωριά. Σε όλο το νησί υπήρχαν 400 εκκλησίες με ισάριθμες ενορίες και 9 μοναστήρια με πολυαρίθμους μοναχούς. Το Αργοστόλι μόνο είχε 9 εκκλησίες και 22 ιερείς. Μάταια οι απεσταλμένοι της καθολικής εκκλησίας, ιδίως οι τρόφιμοι του ελληνικού κολλεγίου του Αγ. Αθανασίου, προσπαθούσαν να διασώσουν το δυτικό δόγμα. Τελικά αφομοιώνονται όλες οι φραγκικές οικογένειες, οι οποίες κατά τούς μακρούς αιώνες της φραγκοκρατίας είχαν εγκατασταθή στο νησί.
Η υπερέχουσα θέση της δυτικής εκκλησίας και η επιβολή του ξένου καθολικού κυριάρχου είχαν επιδράσεις στην αρχιτεκτονική των ναών, στην εσωτερική τους διακόσμηση, καθώς επίσης και στην αποδοχή από τούς ορθοδόξους ορισμένων δυτικών τύπων κατά τις θρησκευτικές λειτουργίες και τελετές. Έτσι π.χ. τα μικρά αλτάρια (βωμοί), οι επιτάφιοι, ο ημίγλυφος Εσταυρωμένος, τα ικρία (palchi -πάρκα) και άλλα πολλά αποτελούν νεωτερισμούς πού εισάγονται κατά την εποχή της βενετοκρατίας. Ακόμη σε ορισμένα νησιά ο ορθόδοξος κλήρος έπαιρνε μέρος στην λαμπρή λιτανεία της Αγ. Δωρεάς (festum corporis Domini) στις εκκλησίες πολλών ορθοδόξων υπήρχαν ιερά βήματα των δυτικών (αλτάρια), όπου λειτουργούσαν συγχρόνως οι ιερείς και των δύο δογμάτων οι Έλληνες, αν δεν είχαν ιερέα στον τόπο τους, προσεύχονταν στις καθολικές εκκλησίες, εξομολογούνταν στους πνευματικούς των και έπαιρναν απ' αυτούς την Θεία μετάληψη τα μεικτά συνοικέσια ευλογούνταν άλλοτε από τούς ορθοδόξους και άλλοτε από τούς Λατίνους κ.ά. Ενδιαφέροντα από την άποψη αυτή είναι τα διάφορα τελετουργικά (ceremoniali), κυρίως των επίσημων γιορτων (π.χ. του Αγ. Μάρκου, των πολιούχων κ.λ.), πού φυλάγονταν στα δημόσια αρχειοφυλακεία Κερκύρας και Ζακύνθου, καθώς και στα αρχεία των λατινικών επισκοπών. Οι ποικίλες αυτές επιδράσεις έκαναν μεγάλη εντύπωση στους Έλληνες των αμιγών ορθοδόξων περιοχών και ιδίως στους αυστηρούς μοναχούς του Αγ. Όρους.
Μολαταύτα οι επιδράσεις των δυτικών δεν έθιξαν την ουσία της ορθοδοξίας. Και είναι κατ' αρχήν αξιοπερίεργο πώς οι απαίδευτοι στην πλειονότητά τους ορθόδοξοι ιερείς που προκαλούσαν τα ειρωνικά και περιφρονητικά σχόλια των ξένων (πρβλ. και την παροιμία ignorante come un papa greco) κατόρθωσαν να συγκρατήσουν το ποίμνιό τους μέσα στους κόλπους της ορθοδοξίας. Η μόνη εξήγηση είναι ότι στάθηκαν ταπεινοί, καρτερικοί και χρήσιμοι κοντά στους απλούς ανθρώπους του λαού δεν περιόριζαν την δράση τους μόνο στα εφημεριακά τους καθήκοντα, αλλά την δίπλωναν και μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της χριστιανικής κοινότητας: πολλοί έκαναν τον δάσκαλο, τον συμβιβαστή στις διαφορές, τους προξενητές γάμων, τον συμβολαιογράφο, τον ληξίαρχο, τον κήρυκα, τον χρονογράφο, τον αγιογράφο. Άλλωστε δεν έλλειπαν και οι ονομαστοί και ευπαίδευτοι ανώτεροι κληρικοί, διδάσκαλοι του Γένους, ρήτορες κ.λ., τα πρότυπα αρετης, ήθους και Παιδείας.
2. Σκληρά δοκιμάζεται κατά τις αρχές και τα μέσα του 16 αι. η μεγάλη ελληνική κοινότητα της Βενετίας από διάφορες αναταραχές, που προκαλεί μέσα στους κόλπους της ιδίως ο γιος του Μιχαήλ Αποστόλη Αρσένιος, ιεροκήρυκας της εκκλησίας, ο οποίος δεν υστερούσε καθόλου από τον πατέρα του στις κολακείες των ισχυρών προσώπων, ιδίως των Λατίνων κληρικών. Ο Αρσένιος ακόμη καταγγέλλει στις βενετικές αρχές τον Κερκυραίο ιερομόναχο Ιωαννίκιο Καρτάνο για διδασκαλία κακοδοξιών και τον κλείνει στις φυλακές. Εκεί ο Ιωαννίκιος γράφει το «Άνθος», ήτοι αποσπάσματα από την Παλαιά και Νέα Διαθήκη, μέσα στα οποία παρεμβάλλει αφηγήσεις από απόκρυφα έργα διαποτισμένα με πανθεϊστικές ιδέες.
Αλλά και μετά τον θάνατο του Αρσενίου (1535) οι ορθόδοξοι Έλληνες ιερείς Νικόλαος Τριζέντος και Αναστάσιος Πορφύριος, και οι δύο από την Κορώνη, επειδή είχαν παυθή για κλοπή και για άλλες παρεκτροπές, προσέφυγαν στον αποστολικό έξαρχο (λεγάτο) της Ρώμης και κατόπιν στον ίδιο τον πάπα κατηγορώντας τούς συμπατριώτες τους ότι απομακρύνουν τούς ιερείς, όσοι δέχονται τον Φλωρεντινό όρο. Από το άλλο μέρος οι Έλληνες της παροικίας αναφέρθηκαν στον Πατριάρχη Ιερεμία Α' (1537 - 1545, τρίτη πατριαρχεία) και επέτυχαν να καθαιρεθή και ν' αφορισθή ο Τριζέντος και όσοι ιερουργούσαν μαζί του. Ακολουθούν νέες επεμβάσεις του αποστολικού εξάρχου και συνεχίζονται για πολλά χρόνια οι διενέξεις και αναταραχές.
Tην εποχή αυτή αρχίζει να γίνεται αισθητό το κίνημα της Αντιμεταρρυθμίσεως, η αντίδραση δηλαδή της καθολικής εκκλησίας κατά της Μεταρρυθμίσεως. Στα 1542 αρχίζει να λειτουργή στο Μιλάνο η Ιερά Εξέταση και από τον ίδιο χρόνο η Βενετία οφείλει να υποβάλη υπό τον έλεγχο του δικαστηρίου της Ιεράς Εξετάσεως της Ρώμης (Saint - Office) τα δικαστήρια, τα οποία στις κτηςεις της επιτηρούσαν αρκετά χλιαρά την θρησκευτική σκέψη. Τον ίδιο χρόνο επρόκειτο ν' αρχίση τις εργασίες της και η σύνοδος του Trento, για να εμποδίση την εξάπλωση των προτεσταντικών ιδεών, αλλά ο ερεθισμός των πνευμάτων, οι πολιτικές ανωμαλίες και οι διαφωνίες καθυστέρησαν την σύγκλησή της. Οι εργασίες της άρχισαν μόλις στις 12 Δεκεμβρίου 1545, διακόπηκαν στα 1547, ξανάρχισαν στα 1562 και έληξαν τον Δεκέμβριο του 1563.
Ενώ ακόμη διαρκούσαν οι πρώτες εργασίες της συνόδου, ο πατριάρχης Διονύσιος Β' (1546- 1556, δεύτερη πατριαρχεία) έχοντας ρευστές θρησκευτικές πεποιθήσεις και οικονομικές δυσχέρειες έστειλε στην Βενετία ως πατριαρχικό έξαρχο τον μητροπολίτη Καισαρείας Μητροφάνη, επιφανή και μορφωμένο κληρικό, με την διπλή εντολή να συλλέξη εράνους και να επαναφέρη την γαλήνη στις ψυχές των ορθοδόξων. Ο Μητροφάνης όμως, όταν στα 1546 έφτασε στην Βενετία με διερμηνέα τον Ιωάννη Ζυγομαλά, επιδείνωσε την κατάσταση, γιατί έδειξε φρονήματα φιλικά προς τον καθολικό κλήρο και εγκατέστησε τον Τριζέντο και τον Βασίλειο Βαρέλη, καθώς και δύο άλλους κληρικούς ως «επιτρόπους επί των εκκλησιαστικών και εξάρχους εαυτού». Κατόπιν συνοδευόμενος από τον ουνίτη επίσκοπο Διονύσιο, άλλοτε Μυλοποτάμου και Χερρονήσου, πού επέστρεφε από την σύνοδο του Trento, επισκέφθηκε τον πάπα Παύλο Γ' (1534 1549), τον προσκύνησε, του ανακοίνωσε ότι ο πατριάρχης δέχεται την ένωση των εκκλησιών και του υποσχέθηκε μάλιστα ότι θα εργαστή και θα πραγματοποιήση σύντομα και την ένωση των άλλων ορθόδοξων εκκλησιών της Ανατολής. Η φήμη του γεγονότος διαδόθηκε ταχύτατα και κατατάραξε τούς πληθυσμούς των ελληνικών χωρών και ιδίως τούς Κωνσταντινουπολίτες. Χαρακτηριστικά για την απήχησή του στις λαϊκές μάζες είναι όσα γράφει ο Ψευδο - Δωρόθεος: «και έμαθαν το οι Ρωμαίοι και ειχάν τον ως διάβολον. Και απέρασεν από τα Ιωάννινα και ήλθεν εις το Μετέωρον, και κανείς δεν τον είχε διά χριστιανόν, αλλά μήτε εις το μοναστήρι τον ανεβάσαν υπήγε γούν εις την Κωνσταντινούπολιν και έγινε σύγχυσις εις τον λαόν πολλή». Αποτέλεσμα ήταν να καθαιρεθή ο Καισαρείας Μητροφάνης, ο «παμμίαρος» και «ανόσιος», όπως ονομάζεται στο σχετικό συνοδικό έγγραφο. Παρά λίγο τότε να χάση τον θρόνο του ο Διονύσιος Β' ο συμμέτοχος, φαίνεται, στην πράξη αυτή, ο οποίος όμως διαμαρτυρόταν ότι δεν είχε καμία ανάμειξη και ισχυριζόταν ότι ο Μητροφάνης είχε ταξιδέψει στην Ρώμη με δική του πρωτοβουλία. Ο Διονύσιος κατηγορούνταν ακόμη και για παράνομη επιβολή εράνου . Αργότερα ο Μητροφάνης αποκαθίσταται στο αξίωμά του, αλλά δημιουργεί ζητήματα στον μετέπειτα πατριάρχη Ιερεμία Β' τον Τρανό.
Στο μεταξύ η κατάσταση στην Βενετία ηρεμεί βαθμιαία και στα 1552 οι εκεί ομογενείς καλούν από την Κρήτη ως εφημέριο τον Ναυπλιώτη ευπαίδευτο πρωτοπαπά Νικόλαο Μαλαξό, τον οποίο, όπως είδαμε, είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν από τότε πού είχε μείνει στην Βενετία (1541 - 1548) ως πρόσφυγας, μετά την παράδοση του Ναυπλίου . Η μακροχρόνια θητεία του στον Άγιο Γεώργιο της Βενετίας, από τα 1552 - 1573, θα άφησε αναμφίβολα ευεργετικές επιδράσεις στην ζωή της ελληνικής κοινότητας και στην πορεία των εκκλησιαστικών της ζητημάτων, αν λάβη κανείς υπ' όψη του το ήθος του, την πολυμερή εκκλησιαστική του μόρφωση, τα ποικίλα και πάμπολλα έργα (βίοι αγίων, περιγραφές μαρτυρίων, θαυμάτων, τροπάρια κ.λ. πού μαρτυρούν συγγραφική ικανότητα και ποιητική δύναμη), καθώς και τα εγκώμια των σύγχρονών του λογίων, του Αντωνίου Επάρχου, Ιωάννη Μινδονίου και του Ιωάννη Ζυγομαλά. Πρέπει λοιπόν τα χρόνια της παραμονής του Μαλαξού στην Βενετία να θεωρηθούν σαν ένας σταθμός στην ιστορία της ελληνικής κοινότητας. Ο Μαλαξός προήγαγε την απλή θέση του εφημερίου πού κατείχε και την ανήγαγε σε υψηλότερο επίπεδο. Από τότε ο εφημέριος ασκεί ανεπίσημα, μπορούμε να πούμε, επισκοπικά καθήκοντα.
3. Ενδιαφέρουσες επίσης και πολύ συγκινητικές πληροφορίες για τις άλλες ορθόδοξες ελληνικές και αλβανικές εκκλησίες και κοινότητες μας δίνει ο Pietro Pompilio Rodota (καθηγητης της ελληνικής γλώσσας στην βιβλιοθήκη του Βατικανού) σε πολλά μέρη του τρίτομου βιβλίου του Dell' origine, progresso, e stato presente del rito greco in Italia osservato dai Greci, monaci Basiliani, e Albanesi, πού το εξέδωσε στα 1758 - 1763. Σύμφωνα με αυτές, Έλληνες της Κρήτης προσφεύγουν στο Brindisi κατά την διάρκεια του Κρητικού πολέμου (1645 - 1669), καθώς και άλλοι αργότερα μαζί με Αλβανούς (Σκλαβούνους, όπως αλλιώς τούς ονομάζουν), ώστε ν' αποτελέσουν εκεί ανθούσες κοινότητες, να λειτουργούνται στην εκκλησία του Αγ. Πέτρου, ν' αντιπροσωπεύονται με χωριστό εκπρόσωπό τους στο corpo dei cittadini και γενικά να μετέχουν στα δημόσια αξιώματα και στις τιμές της πόλης. Στο βιβλίο αυτό βλέπουμε ακόμη πώς ορισμένες παλαιές εκκλησιαστικές παροικίες σβήνουν σιγά σιγά και πώς τελικά επιβάλλεται το λατινικό δόγμα, όπως π.χ. στην Altamura στα 1602, στην Citta d' Otranto, στην Terra di Pietro in Galatina στα 1507, στην Terra di Goriliano στα 1600, στην Καλλίπολη τα 1513 κ.λ.. Χαρακτηριστικό είναι ότι μέσα σε μια σύνοδο (sinodo diocesano) της εκκλησιαστικής επαρχίας του Otrado πριν από τα 1585 ήταν ακόμη παρόντες 200 ορθόδοξοι κληρικοί. Αξιοσημείωτες επίσης είναι οι ειδήσεις του Rodota για την θέση του ορθόδοξου δόγματος στην περιοχή της Καλαβρίας, Reggio, Oppido, Nikastro, Gerase καί Bova, για τις ορθόδοξες εκκλησίες της Μεσσήνης, για τους ορθόδοξους μοναχούς και τα μοναστήρια της Ιταλίας και Σικελίας (όλο το δεύτερο βιβλίο του αφορά το θέμα αυτό), καθώς και για την σύνθεση και οργάνωση των ορθοδόξων κοινοτήτων τους, για την βαθμιαία εξασθένησή τους, για την διείσδυση του καθολικισμού, για την μακροχρόνια αντίσταση πολλών ορθοδόξων, καθώς και για την πνευματική τους κατάσταση.
Οι ορθόδοξες κοινότητες της Δαλματίας, της Βενετίας, της Νότιας Ιταλίας (Κυρίως Απουλίας, Αμπρούτζας, Βασιλικάτων, Καλαβρίας) και της Σικελίας, οι οποίες είχαν δημιουργηθή ύστερ' από την Άλωση από την συρροή των προσφυγικών ελληνικών ή και αλβανικών πληθυσμών συγκροτούν μιά ξεχωριστή μητρόπολη, της Ιταλίας, πού υπάγεται στην αρχιεπισκοπή Αχρίδας, αλλά η οποία γρήγορα καταργείται από τις αντιδράσεις του λατινικού κλήρου.
Λίγο αργότερα το οικουμενικό πατριαρχείο κατορθώνει με κάποιο τρόπο ν' αντιμετωπίση εν μέρει την δυσχέρεια αυτή. Προχειρίζει στα 1575 μητροπολίτη Φιλαδελφείας τον εφημέριο της ελληνικής κοινότητας Βενετίας και γνωστό λόγιο Γαβριήλ Σεβήρο και συγκατανεύει να μετατεθή η μητροπολιτική έδρα της Φιλαδελφείας στον ορθόδοξο ναό του Αγ. Γεωργίου της Βενετίας. Από τότε ο Γαβριήλ Σεβήρος και οι διάδοχοί του έχουν τον τίτλο του Υπερτίμου και εξάρχου πάσης Λυδίας και είναι Επίτροποι και έξαρχοι πατριαρχικοί στην Βενετία και σε όλες τις ορθόδοξες εκκλησίας της Δαλματίας. Είναι πολύ πιθανόν ότι ο εκάστοτε μητροπολίτης Φιλαδελφείας είχε ακόμη την εντολή να εποπτεύη γενικά τις ορθόδοξες εκκλησίες της Ιταλίας. Γενικά η ελληνική εκκλησία της Βενετίας αποτελεί το μεγαλύτερο εκκλησιαστικό κέντρο του απόδημου ελληνισμού στην Δυτική Ευρώπη, όπου, όπως είδαμε, γίνονται αισθητές οι πρώτες θρησκευτικές αντιθέσεις της εποχής.
Στα 1588 οι Έλληνες κληρικοί της Ιταλίας στην επαρχιακή σύνοδο της Μεσσήνης βρέθηκαν εμπρός στο δίλημμα ν' αποδεχθούν την ένωση με την καθολική εκκλησία ή να φύγουν. Έτσι πολλοί αναγκάστηκαν τότε ν' αποδημήσουν στην Ανατολή, ενώ οι κάτοικοι των ορθοδόξων παροικιών έχασαν τούς πνευματικούς των οδηγούς και την θρησκευτική τους ανεξαρτησία.
http://www.egolpion.com/proshlutismos_katholikwn.el.aspx