Αφιερωμένο σ΄ όλες τις μάνες και τα παιδιά του κόσμου
Κάποτε σε μια φτωχική γειτονιά, ζούσε μια μάνα που είχε ένα μικρό αγόρι μόλις τεσσάρων ετών, όμως αυτό δεν την ήθελε και ντρεπόταν πολύ για την όψη της, επειδή είχε ένα μάτι και την έβλεπε σαν τέρας!
Αναγκαστικά μεγάλωνε μαζί της, αλλά ποτέ δεν την δέχτηκε και δεν της επέτρεπε να πάει στο σχολείο να ρωτήσει γι΄ αυτόν, αλλά ούτε και την παρουσίαζε στους φίλους του, γιατί ντρεπόταν πολύ με την αναπηρία της μητέρας του.
Τα χρόνια πέρναγαν, τελείωσε τις σπουδές του, και κανείς μέχρι τώρα δεν την είδε ποτέ, γιατί την είχε καλά κρυμμένη.
Ήλθε η ώρα που γνώρισε την σύντροφο της ζωής του. Έκανε οικογένεια - παιδιά, αλλά ούτε και τους ανάφερε ποτέ για την μητέρα του. Το μόνο που τους είχε αναφέρει, ήταν ότι δεν έχει μητέρα…
Για όλα αυτά δεν είπε τίποτε στην μητέρα του.
Αυτός όμως πήγαινε πότε - πότε κρυφά και την έβλεπε στην φτωχική της παράγκα.
Κάποτε έκανε καιρό να την δει και ο πόθος της μάνας, έσκισε βουνά και λαγκάδια για να τον βρει και να δει έστω και για λίγο το μονάκριβο παιδί της.
Όταν έφτασε στη πόρτα του σπιτιού του, κτύπησε την πόρτα του. Της άνοιξε η υπηρέτρια και τα παιδιά που ήταν εκεί, αντίκρισαν την γυναίκα με το ένα μάτι και άρχισαν να φωνάζουν και να κλαίνε από τον τρόμο τους.
Δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τέτοια όψη και με το δίκιο τους να ήταν δικαιολογημένη η συμπεριφορά τους.
Τότε ο στοργικός πατέρας έτρεξε έντρομος να δει κι αυτός τι ακριβώς συμβαίνει και όταν την είδε άρχισε να φωνάζει έξαλλος, να την βρίζει, να την σπρώχνει, και σαν κουρέλι την απομάκρυνε από την έπαυλή του, την ελεεινή ζητιάνα όπως την κατονόμαζε.
Αφού την είχε απομακρύνει αρκετά της είπε με άγρια φωνή:
Τι γυρεύεις εδώ;
Δεν σου είπα να μην έρθεις ποτέ στο σπίτι μου; Δεν θέλω να σε δουν τα παιδιά μου, η γυναίκα μου και ο κοινωνικός μου περίγυρος!
Τότε η πικραμένη μάνα, σιωπηλή και με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς που ξανάδε μετά από καιρό το μονάκριβο παιδί της, παίρνει τον δρόμο της επιστροφής.
Ο γιός της είχε θυμώσει τόσο πολύ από το γεγονός αυτό και για αρκετό χρονικό διάστημα δεν πήγε να την δει, ώσπου κάποτε, κάποιο περίεργο μητρικό συναίσθημα τον οδήγησε έξω από την καλύβα της μητέρας του.
Χτύπησε την ερειπωμένη πατρική του πόρτα, αλλά απόκριση δεν πήρε, κι εκεί που ετοιμαζόταν να φύγει, άκουσε μια φωνή απ΄ τον διπλανό φτωχόσπιτο και να του λέει:
-Γυρεύεις κάτι αγόρι μου;
-Ε, την μάνα μου θέλω.
-Λυπάμαι πολύ λεβέντη μου, αλλά η μάνα σου, πάει καιρό που έφυγε απ΄ τη ζωή αυτή, όμως μου έδωσε για σένα αυτό το γράμμα και με παρακάλεσε να στο δώσω μετά από τον θάνατό της.
Τώρα σου ανήκει και μπορείς να το πάρεις.
Το πήρε στα τρεμάμενα χέρια του, το άνοιξε και άρχισε να διαβάζει:
Πολυαγαπημένο και μονάκριβο παιδί μου, τώρα πια που δεν είμαι στη ζωή, ώστε να με βλέπεις και να ντρέπεσαι, ήλθε η ώρα να μάθεις την μεγάλη αλήθεια.
Όταν ήσουν 6 μηνών, σε ένα δυστύχημα μαζί με τον πατέρα σου, ό οποίος χάθηκε από τότε, έχασες το ένα σου μάτι, έτσι λοιπόν παιδί μου έβγαλα το δικό μου μάτι και στο δώρισα για να έχεις μια καλύτερη ζωή.
Δεν πειράζει σπλάχνο μου που με απαρνήθηκες, κι ας μου στέρησες την χαρά της μάνας. Το να σε βλέπω όμως να μεγαλώνεις, να σπουδάζεις, να κάνεις την δική σου οικογένεια, σαν μάνα καμάρωνα κρυφά για το παιδί μου....
Όμως να ξέρεις δεν σου κρατώ κακία, σ΄ αγαπώ όμως τόσο πολύ, όσο δεν μπορείς να φαντασθείς... Αν χρειαζόταν στην ζωή μου, θα σου έδινα και το άλλο μου μάτι, για να είναι πάντα καλά το παιδί μου…
Αυτός τότε έκλαψε πικρά για την απαράδεκτη συμπεριφορά του, όμως ήταν πολύ αργά, αφού δεν πρόλαβε ποτέ να πει στην μάνα του, ποσό πολύ την αγαπούσε, αλλά και πόσο πολύ την πίκρανε σ΄ όλη της ζωή, ζητώντας της ένα συγνώμη από τα βάθη της καρδιάς του.
Μετάνιωσε πικρά για το μεγάλο κακό που της έκανε, στερώντας της το μητρικό δικαίωμα της αγάπης….
Ας μη ξεχνάμε με την σειρά μας τους γονείς και να τους σκορπίζουμε την αγάπη μας…