Το 1937, ο 36χρονος τότε, έφορος του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου Κρήτης, Σπυρίδων Μαρινάτος (1901-1974) καταπλήσσει τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, όταν από το βήμα του «Β΄ Τουρκικού Συνεδρίου Ιστορίας και Αρχαιολογίας» στην Κωνσταντινούπολη, εισηγείται μια καινοφανή θεωρία.
Σύμφωνα με αυτή, υπεύθυνη για τη σταδιακή παρακμή και την τελική πτώση της Μινωικής Αυτοκρατορίας, ήταν η φοβερή έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, χρησιμοποιεί ως παράδειγμα την έκρηξη του Κρακατάου στην Ινδονησία (7 Αυγούστου 1883) εκτιμώντας πως η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας ήταν τετραπλάσιας ισχύος.
Κρακατάου και Θήρα
Ο αρχαιολόγος παραθέτει τις καταστροφές που προκάλεσε το Κρακατάου, υποστηρίζοντας, ότι οι σημαντικότερες προήλθαν από τα ύψους 30 μέτρων παλιρροιακά κύματα (τσουνάμι) που «εξύρισαν κυριολεκτικώς πόλεις και χωρία, παρέσυραν δάση, ογκολίθους, σιδηροδρομικάς τροχιάς και ατμομηχανάς, έρριψαν δε πλοία εις την ξηράν, ων εν εις απόστασιν χιλιομέτρων ολοκλήρων από τας παραλίας, αφανίσαντα εν όλω 36.417 ψυχάς». Με δεδομένο ότι η απόσταση Σαντορίνης Κρήτης, είναι περίπου 130 χιλιόμετρα και το βάθος της θάλασσας είναι μεγαλύτερο από του Κρακατάου «πράγμα το οποίον αυξάνει την ταχύτητα και άρα την καταστρεπτικότητα του κύματος» ο Μαρινάτος συμπεραίνει: «Δύναται λοιπόν να θεωρηθεί απολύτως βέβαιον ότι η τετραπλασίας δυνάμεως έκρηξις της Θήρας επροξένησε φαινόμενα φοβερώτερα ή η εν Κρακατάου».
Στην εισήγησή του που δημοσιεύθηκε στο συλλογικό τόμο «Σαντορίνη» (Μιχαήλ Δανέζης- Αθήνα, 1940), ο κεφαλλονίτης επιστήμονας, παραθέτει μια γλαφυρή περιγραφή του προϊστορικού ολέθρου. « Αι παράλιαι πόλεις και οικισμοί […] αφηρπάγησαν εν διαστήματι δυτερολέπτων. Οι στόλοι του Μίνωος συνετρίβησαν όχι απλώς εναντίον των θαλασσίων βράχων, αλλά εναντίον των βουνών. Μεγάλοι σεισμοί, οι οποίοι πιθανώτατα προηγήθησαν της εκρήξεως, ηρήμωσαν και το εσωτερικόν της νήσου. Οι τρομαγμένοι κάτοικοι επίστευσαν, ότι η Μεγάλη Μήτηρ Θεά απέστρεψε το πρόσωπό της από της νήσου».
Δύο χρόνια αργότερα (1939), ο Μαρινάτος εκλέγεται τακτικός καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και την ίδια περίοδο δημοσιεύει τη θεωρία του στην έγκυρη βρετανικής επιθεώρησης «Antiquity» («The Volcanic Destruction of Minoan Crete» – «Η Ηφαιστειακή Καταστροφή της Μινωική Κρήτης» «Antiquity» vol.13 1939). Το δημοσίευμα, προκάλεσε ζωηρή αίσθηση στον επιστημονικό κόσμο της εποχής. Ήταν όμως μια ταραγμένη και ζοφερή περίοδος. Η Ευρώπη βυθιζόταν στο σκοτάδι του ναζισμού και του φασισμού και ο ελληνοιταλικός πόλεμος βρισκόταν επί θύραις. Έτσι, η διεξαγωγή σοβαρής επιτόπιας έρευνας, ήταν ανέφικτη. Αλλά ο Μαρινάτος, ήταν πεπεισμένος για τη βασιμότητα της εικασίας του. Τη σιγουριά του τροφοδοτούσαν τα ίχνη ηφαιστειακής τέφρας, που είχε ανακαλύψει το 1932, ανασκάπτοντας την Αμνισό του Ρεθύμνου.
Έπρεπε να περάσουν κοντά 40 χρόνια, για να μπορέσει να κάνει συστηματική ανασκαφή προκειμένου να επαληθεύσει την πολύκροτη θεωρία του. Προηγήθηκαν βέβαια κάποιες έρευνες το 1942, αλλά βασίστηκαν κυρίως στα ευρήματα που είχαν ανακαλύψει οι Αλαφούζος- Νομικός- Χρηστομάνος και οι Γάλλοι Gorceix, Mamet καθώς και στις μελέτες του διάσημου ηφαιστειολόγου Fouque. Ο Μαρινάτος επανέρχεται το 1962, και η προκαταρτική έρευνα ενισχύει την πίστη του για την ύπαρξη σημαντικών ευρημάτων στην περιοχή.«Εις το ημερολόγιον μου του 1962 υπό ημερομηνίαν 26 Ιουνίου αναγράφεται: «Φαίνεται να ήτο σπουδαίον κέντρον το Ακρωτήρι». Εκ των υπολοίπων εκδρομών η του Ιουλίου 1964 επέρρωσεν ακόμη περισσότερον την ανωτέρω γνώμην» γράφει στον συλλογικό τόμο «Σαντορίνη» (Μιχαήλ Δανέζης- επιμέλεια Εμμανουήλ Λιγνός. Αθήνα – 1971).
Η αυγή μιας λαμπρής ανακάλυψης
Λίγα χρόνια μετά, το όνειρο του γίνεται πράξη. Ήταν Μάιος του 1967, όταν πήγε στη Σαντορίνη για να ανακαλύψει ίχνη που θα αποδείκνυαν την οργανική σύνδεση των προϊστορικών κατοίκων του νησιού, με τη Μινωική Αυτοκρατορία. Η πρώτη έρευνα διάρκεσε μια εβδομάδα και καθώς ήταν από τους πρώτους που κατανόησαν βαθιά την έννοια της Διεπιστημονικότητας, συνοδευόταν από δύο ειδικευμένους επιστήμονες. Τον αμερικανό καθηγητή ναυπηγικής και ωκεανογραφίας James Mavor (1923-2006) που μετέφερε ένα μικρό σεισμογράφο και την ειδικευμένη στη ραδιοχρονολόγηση φυσικό, δρ Ελίζαμπεθ Ράλφ που χειριζόταν ένα μαγνητόμετρο καισίου. «Ούτε τον εν ούτε το έτερον μηχάνημα απέδωκαν αποτελέσματα» σημειώνει ο καθηγητής και συνεχίζει: «Εν τω μεταξύ εγώ ηρεύνων τα γνώριμα μέρη και εν τέλει επελέγη εις αγρός (Ν. Μπρόνου) προς ανασκαφήν εις θέσιν Ακρωτηριανά ή Φαβατάδες».
Η επιλογή του Ακρωτηρίου, δεν ήταν τυχαία. Όπως αναφέρει ο διάδοχος του στη διεύθυνση της ανασκαφής, καθηγητής Χρίστος Ντούμας («Ξεθάβοντας μια νεκρή πολιτεία στο Ακρωτήρι Θήρας» – περιοδικό Άλς, 1ο τεύχος- 2003), υπήρχαν πολλοί λόγοι που συνηγορούσαν. Η περιοχή ήταν παραθαλάσσια και πεδινή, άρα ευνοούσε την γεωργική, αλιευτική δραστηριότητα. Επίσης ήταν αποτελεσματικά προστατευμένη από τους βόρειους ανέμους, γεγονός που ευνοούσε την έναρξη ναυτικής δραστηριότητας. Επιπρόσθετα, βρίσκεται στο νότο του νησιού και σε μέρες με μεγάλη διαύγεια, αχνοφαίνονται τα κρητικά βουνά, κάτι που ήταν «συνεχές κίνητρο για θαλασσινές εξορμήσεις». Στη Σαντορίνη, λέγεται επίσης ότι σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι υποδείξεις του Μηνά Αρβανίτη, που έγινε ο πρώτος φύλακας της Ανασκαφής, και η προσφορά του υπήρξε επί δεκαετίες ανεκτίμητη. Αλλά και Νικόλαος Πελέκης, γιος του πρώτου αρχαιοφύλακα της Αρχαίας Θήρας Ηλία Πελέκη, φαίνεται πως έδωσε σημαντικές πληροφορίες στο Μαρινάτο. Πολύ σύντομα, οι ανασκαφικές τάφροι, άρχισαν να δίνουν τα πρώτα ενθαρρυντικά αποτελέσματα. «Κατά την περιφέρεια κυκλοτερούς λίθου ευρέθησαν τα πρώτα κατά χώραν ευρήματα, λύχνος σχιστολίθου, με τα σημεία της αιθάλης εμφανή εισέτι επί της μύξης και βαθύ άωτον κύπελλον». Κάποια από αυτά φαίνονταν να επιβεβαιώνουν τη θεωρία του. «Τέλος, δύο όστρακα μικρών αγγείων ήταν γνήσια Μινωικά» σημειώνει χαρακτηριστικά. Ανασκάπτοντας όμως ένα οίκημα, παρατηρεί και κάτι άλλο, απρόσμενο ίσως. «Τα περιστατικά της ανασκαφής εδείκνυον, ότι ευρισκόμεθα μάλλον ενώπιον άνω πατώματος και ουχί ισογείου». Ώστε το Ακρωτήρι, δεν ήταν ένα απλό ψαροχώρι, ή μια απομακρυσμένη αποικία! Ήταν μια αναπτυγμένη και ευημερούσα πόλη, με διώροφα κτίρια και ποιος ξέρει τι άλλο. Ο Μαρινάτος βρισκόταν στην απαρχή μιας μεγάλης αρχαιολογικής ανακάλυψης!
Ο σκεπτικισμός των επιστημόνων
Την ίδια ώρα πάντως, η θεωρία για την επίδραση της Θηραϊκής ηφαιστειακής έκρηξης στην Κρήτη προκαλεί σκεπτικισμό, στους επιστημονικούς κύκλους της εποχής. Η εικασία ήταν ευλογοφανής, αλλά οι αρχαιολόγοι που εργάζονταν στην Κρήτη, είχαν αποτύχει να βρουν αδιάσειστες ενδείξεις. Ο Μαρινάτος όμως, τον Ιούνιο του 1967 επανέρχεται στο Ακρωτήρι και έχοντας μαζί του τον συνταξιούχο αρχιτέκτονα Werner Schlobcke και τη φιλόλογο – αρχαιολόγο Emily Vermeule (1928-2001) συνεχίζει ακάθεκτος την ανασκαφική δουλειά.
Είναι όμως δύσκολο να βρεθούν εργατικά χέρια, καθώς οι αγρότες του νησιού, έχουν ξεχυθεί στα χωράφια για τη συγκομιδή της μικρόκαρπης τομάτας. Ευτυχώς ένας καλλιεργημένος και αρχαιόφιλος ιδιοκτήτης ορυχείου «θηραϊκής γης», ο Χιωτόπουλος, παραχωρεί 40 έμπειρους εργάτες και η δουλειά ξεκινάει. Αυτοί οι εργάτες με τη μεγάλη εμπειρία στα ορυχεία, φαίνεται πως ήταν πολύτιμοι, για έναν ακόμα λόγο. Ο Μαρινάτος βρισκόταν μπροστά σε ένα δίλημμα: Μια τυπική ανασκαφή θα αποκάλυπτε μεν, αλλά ταυτόχρονα θα διατάρασσε ανεπανόρθωτα, την πόλη που για 3.500 χρόνια, ήταν κρυμμένη στην υπόλευκη σιωπή της ηφαιστειακής τέφρας. «Ευθύς από την αρχήν της ανασκαφής ελήφθη απόφασις να μη σκάψωμεν έν ακόμη από τα τόσα ερείπια των ανασκαφών. Αν εγίνετο αυτό, θα αφήναμεν οπίσω μας ένα άμορφον ερείπιον, όπως το μεγάλο ζώον, του οποίου τας σάρκας κατέφαγαν τα όρνεα». (Σπ. Mαρινάτος, «Θησαυροί της Θήρας», έκδοση Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήναι 1972).
Έτσι επιλέγει μια λύση δαπανηρή και δύσκολη, αλλά πρωτοποριακή και σωτήρια. Διανοίγονται στοές στην ηφαιστειακή σποδό και οι υπόγειες διαδρομές διασχίζουν ένα υποβλητικό και μυστηριακό τοπίο. «Η μέθοδος παρουσιάζει τεχνικάς δυσκολίας και επιστημονικά μειονεκτήματα. Καταπλήσσει όμως με το δέος που δημιουργούν τα θαμμένα ερείπια. Δίδει την εντύπωσιν, ότι τα λίθινα φαντάσματα είναι ακόμη ζωντανά. Μέσα εις το ημίφως οι λιθόστρωτοι δρόμοι νομίζεις ότι εμψυχώνονται από τα βήματα των κατοίκων της άτυχης πόλεως» σημειώνει ο ανασκαφέας.
Τα νέα ευρήματα είναι σημαντικά. «Έξι πίθοι ίστανται ακόμη όρθιοι κατά χώραν, τρεις άλλοι κατέκειντο εν τεμαχίοις εις το δάπεδον, όπως είχον καταπέσει […] Εκατοντάδες φακοειδών πηλίνων αγνύθων […] μια λίθινη λεκάνη σχήματος νεφρού είναι βυθισμένη εις το δάπεδον της εστίας» περιγράφει ο ίδιος. Η Vermeule υποστηρίζει, ότι παράλληλα άρχισαν να αποκαλύπτονται και οι πρώτες τοιχογραφίες. «Για φέτος, προτιμήσαμε όμως να προσποιηθούμε ότι δεν τις είδαμε και καλύψαμε την τάφρο για το χειμώνα» σημειώνει στο τεύχος Δεκεμβρίου 1967, της αμερικανικής επιθεώρησης «Atlantic Monthly». ( «The Promise of Thera»- Η υπόσχεση της Θήρας).
Οι μύθοι για την Ατλαντίδα
Σιγά- σιγά το Ακρωτήρι, αρχίζει να προσελκύει το διεθνές ενδιαφέρον, αν και όχι για τους λόγους που επιθυμούσε ο Μαρινάτος. Αιτία ήταν ο μύθος της «Χαμένης Ατλαντίδας» που πολλοί συνέδεαν με την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Όπως επισημαίνει στο «Atlantic Monthly» η Vermeule, ήδη από το 1909 ήταν σύνηθες να συνδέονται τα «αλλόκοτα χαρακτηριστικά του πολιτισμού που βυθίστηκε, με τα παράξενα περιστατικά της «Εποχής του Χαλκού» στην Κρήτη». Οι πλατωνικές αναφορές για τις θυσίες ταύρων, τις ταυρομαχίες, τα πριγκιπικά λουτρά, και την απίστευτη πολυτέλεια των ανακτόρων, τροφοδοτούσαν αυτές τις ευφάνταστες εικασίες. «Οι «μη-Κρητικές» αναφορές, όπως οι μαρμάρινοι ναοί, οι ελέφαντες, οι τριήρεις, οι ορειχάλκινοι τοίχοι και τα χρυσά αγάλματα, αγνοήθηκαν επί μακρόν» παρατηρεί σκωπτικά η αρχαιολόγος. Επιπλέον, το 1960 προστέθηκε και η σοβαρή θεωρία που διατύπωσε ο καθηγητής σεισμολογίας Άγγελος Γαλανόπουλος, σύμφωνα με την οποία η «Χαμένη Ατλαντίδα» ταυτιζόταν με την προϊστορική Θήρα.
Έχοντας την πρώτη «συγκομιδή» ευρημάτων, ο Μαρινάτος πηγαίνει στην Αθήνα και κάνει τις αρχικές ανακοινώσεις. Όμως ο Mavor ήταν ασυγκράτητος. Επιστρέφοντας στη Βοστώνη, ανακοινώνει θριαμβικά τη μεγάλη ανακάλυψη. Καθώς είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι οι πλατωνικοί διάλογοι («Τίμαιος» και «Κριτίας») περί «Ατλαντίδας» αποτυπώνουν μια αδιάψευστη ιστορική αλήθεια, εξάπτει τη φαντασία των συμπατριωτών του. Την επόμενη μέρα, ο αμερικανικός τύπος οργίασε. « Η Χαμένη Ατλαντίδα Βρέθηκε» και «Πόλη θαμμένη για 3400 χρόνια, αποκαλύφθηκε από αμερικανούς επιστήμονες» ήταν οι πιο χαρακτηριστικοί τίτλοι. «Ήταν η ράθυμη και ανόητη εποχή της μεταπολεμικής νηνεμίας, έτσι ο Τύπος διόγκωνε τα αποτελέσματα. Κάθε χρόνο ανακαλύπτονταν ντουζίνες θαμμένων πόλεων, αλλά ο συνδυασμός της Ατλαντίδας με την Πομπηία, την έκαναν (σ.σ την προϊστορική πόλη του Ακρωτηρίου) να μοιάζει ξεχωριστή –
που όντως ήταν, αλλά όχι με του όρους του Τύπου» σημειώνει πικρόχολα η Vermeule.
Ο Μαρινάτος, εξοργίζεται από τη «χολιγουντιανή» τροπή που παίρνει η επιστημονική έρευνα. Παρά το γεγονός, ότι οι «ακροβασίες» του Mavor, υπόσχονται αύξηση των αμερικανικών δωρεών για τη συνέχιση της ανασκαφής, διακόπτει κάθε σχέση μαζί του. «Ούτε τα ωκεανογραφικά του ταλέντα, ούτε η «Χαμένη Ατλαντίδα» ήταν πλέον ευπρόσδεκτα στην Ελλάδα» ανακοινώνει ψυχρά –
σύμφωνα με τη Vermeule – στον ονειροπόλο Αμερικανό. Άλλωστε ο ίδιος δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει πως οποιαδήποτε «απόπειρα σύνδεσης των ευρημάτων του Ακρωτηρίου με τις ιστορίες για τη μυθική Ατλαντίδα ήταν ανεύθυνη» (Vermeule- The Promise of Thera). Αλλά ο Mavor δε σταμάτησε να υποστηρίζει την εικασία του. Την αποτύπωσε μάλιστα και στο βιβλίο «Voyage to Atlantis» (Ταξίδι στην Ατλαντίδα).
Απόβλητος από το ίδιο του το έργο
Την πίκρα και την οργή του Μαρινάτου, τροφοδότησε το γεγονός, ότι αγνοήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά. Ο άνθρωπος που επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, ονειρευόταν να ανασκάψει τη Θήρα, ήταν απόβλητος από το έργο της ζωής του. Όπως παραδέχεται η Vermeule, οι αμερικανοί υπερτόνισαν τη συμμετοχή της ίδιας, του Mavor και των συνεργατών του, οι Ιταλοί ποντάρισαν στον Γαλανόπουλο και οι Βρετανοί έδιναν έμφαση στους Άγγλους σπουδαστές τους που επισκέπτονταν την περιοχή. Αλλά και ο ελληνικός τύπος ακολουθώντας τη διεθνή τάση είχε σχεδόν ολοκληρωτικά αγνοήσει το Μαρινάτο. «Ωκεανογράφος ανακαλύπτει την Ατλαντίδα» είναι το χαρακτηριστικό κλίμα της εποχής, που αποδίδει η Vermeule. Την επόμενη χρονιά, ο Μαρινάτος επιστρέφει αποφασισμένος. Αξιοποιώντας την πανίσχυρη θέση του Γενικού Επιθεωρητή Αρχαιοτήτων, έχει στη διάθεσή του περισσότερο προσωπικό με επαρκή τεχνικά μέσα και δεν είναι πλέον εξαρτημένος από τις αμερικανικές δωρεές. Το έργο συνεχίζεται και τα ευρήματα πληθαίνουν. Απουσιάζουν όμως οι αμύθητοι θησαυροί ή τα «πολύτιμα», χρυσοποίκιλτα κτερίσματα που ονειρεύονταν οι θιασώτες του μύθου της «Ατλαντίδας». Την εξήγηση δίνει ο ίδιος ο Μαρινάτος : « Οι κάτοικοι έσχον μεν τον καιρόν να φύγουν, αλλά μόνον τα πολυτιμότατα και ευμετακόμιστα αντικείμενά των παρέλαβον μαζί των. Τα υπόλοιπα σκεύη, εργαλεία και εγκαταστάσεις παρέμειναν άθικτα δι’ ημάς» γράφει στο Συλλογικό Τόμο «Σαντορίνη» (Μιχαήλ Δανέζη- επιμέλεια Εμμανουήλ Λιγνού, Αθήνα 1971). (Μόλις τρεις δεκαετίες αργότερα, θα βρεθεί το μοναδικό «πολύτιμο»- με την αγοραία έννοια- αντικείμενο. Είναι ο περίφημος «Χρυσός Αίγαγρος» που αποκαλύφθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1999, κατά τη διάρκεια των εργασιών θεμελίωσης του Βιοκλιματικού Στεγάστρου και εκτίθεται στις προθήκες του Μουσείου Προϊστορικής Θήρας).
Όσο η ανασκαφή συνεχίζεται, τόσο τα εύθρυπτα στρώματα του κίσηρι αποκαλύπτουν τα μυστικά τους. Άθικτες προσόψεις οικοδομών, πίθοι με αριστουργηματικές διακοσμήσεις και κομψοτεχνήματα της προϊστορικής κεραμικής, έρχονται συνεχώς στο φως. Παράλληλα αποκαλύπτονται και οι πρώτες τοιχογραφίες που απεικονίζουν κυρίως φυτά και ζώα. Πιο σημαντική, φαίνεται εκείνη που απεικονίζει γαλάζιους πιθήκους «πιθανώς διωκομένους από κύνας» όπως σημειώνει ο ανασκαφέας.
«Το ηφαίστειο της Θήρας και ο κόσμος του Αιγαίου»
Το 1969 και ενώ τα ευρήματα, διαδέχονται το ένα το άλλο, πραγματοποιείται ένα παγκόσμιας εμβέλειας επιστημονικό γεγονός, από τα πρώτα που έθεσαν τις βάσεις τις «Διεπιστημονικότητας». Πρόκειται για το συνέδριο «Το ηφαίστειο της Θήρας και ο κόσμος του Αιγαίου» που πραγματοποιήθηκε εν πλω, στο σκάφος «Κνωσός». Πρόεδρος της εκτελεστικής επιτροπής ήταν ο νεαρός τότε- Πέτρος Μάρκου Νομικός, ενώ δημοσιογραφικά το κάλυπτε ο -επίσης νεαρός – συντάκτης των «Θηραϊκών Νέων» κ. Εμμανουήλ Λιγνός. « Βρέθηκα ανάμεσα στην πνευματική αφρόκρεμα του πλανήτη. Οι κορυφαίοι κάθε επιστημονικού κλάδου, ήταν εκεί» θυμάται με δέος ο κ. Λιγνός. Αρχαιολόγοι, Ηφαιστειολόγοι, Γεωλόγοι, Σεισμολόγοι, Βοτανολόγοι και διαπρεπείς εκπρόσωποι πολλών επιστημονικών τομέων για μια ολόκληρη εβδομάδα (16-22 Σεπτεμβρίου) συζητούσαν και έκαναν εισηγήσεις για ένα και μόνο θέμα: Το Ηφαίστειο της Σαντορίνης.
«Η Τοιχογραφία της Άνοιξης»
Την τέταρτη χρονιά των ανασκαφών τα ευρήματα είναι πιο εντυπωσιακά, καθώς έρχονται στο φως οι διασημότερες τοιχογραφίες. Ο συντηρητής Τάσος Μαργαριτώφ και ο ζωγράφος Κώστας Ηλιάκης, δουλεύουν νυχθημερόν για να αποκαταστήσουν και να συμπληρώσουν τις αριστουργηματικές παραστάσεις που απεικόνισε ο αρχαίος καλλιτέχνης στους τοίχους των κτιρίων. Παράλληλα καταβάλλεται προσπάθεια για τη διάσωση των επιπλώσεων, που επειδή ήταν από ξύλο είχαν καταστραφεί, αφήνοντας το «αποτύπωμα της απουσίας τους» στην ηφαιστειακή σποδό. Οι συντηρητές χρησιμοποιώντας υγρό γύψο, δημιουργούν εκμαγεία που μαρτυρούν την απαράμιλλη επιδεξιότητα και την υψηλή αισθητική των προϊστορικών τεχνιτών. Αντίστοιχη μέθοδος, χρησιμοποιήθηκε για την στήριξη των κτιρίων, με την έγχυση σκυροδέματος στα κενά που άφησαν οι αποσυνθεμένες ξυλοδεσιές.
Λίγο αργότερα, όλοι μένουν έκθαμβοι μπροστά στο θέαμα, που έμελλε να ταυτιστεί με το Ακρωτήρι. Το ανακοινώνει ο ίδιος ο Μαρινάτος στους δημοσιογράφους στις 25 Νοεμβρίου 1970: «Το καταπληκτικώτερον όμως εύρημα είναι μια θαυμαστή τοιχογραφία, η οποία διετηρήθη άθικτος επάνω εις τους τοίχους. Έχομεν δια πρώτην φοράν μια συνεχή τοιχογραφίαν εκτάσεως δεκατεσσάρων τετραγωνικών μέτρων. Και η τέχνη είναι θαυμασία και το θέμα εξίσου ενδιαφέρον. Παριστάνεται η μεγάλη εορτή της αναγεννωμένης φύσεως. Η είσοδος της ανοίξεως. Η εορτάσιμος αμφίεσις της Γης: Το σύνολον παρουσιάζει βράχους, τους κόκκινους, κυανούς, πράσινους και βυσσινόχρους βράχους της προεκρηξιακής Θήρας. Από παντού ξεπροβαίνουν ανθισμένα τα κόκκινα κρίνα. Έφθασαν και τα πρώτα χελιδόνια. Πετούν χαρούμενα και ερωτοτροπούν εις τον αέρα. Τελούνται οι γάμοι των θεών της αναγεννήσεως, των θεών της ευφορίας». Είχε μόλις ανακαλύψει την περίφημη «Τοιχογραφία της Άνοιξης».
Οι τοιχογραφίες αιχμαλωτίζουν το διεθνές κοινό
Οι ανακαλύψεις συνεχίζουν να προκαλούν το διεθνές ενδιαφέρον που συνδυάζεται με μεγάλο ενθουσιασμό. « Μερικές από τις τοιχογραφίες που βρέθηκαν στη Σαντορίνη και εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, πέρα από κάθε αμφιβολία, ξεπερνούν όλες όσες βρέθηκαν στην περιοχή της Μεσογείου. Οι νωπογραφίες της Κνωσού -για παράδειγμα- είναι λιγότερο λεπταίσθητες και ελεύθερες. Όσο αφορά τις πιο πρόσφατες που βρέθηκαν στην Πομπηία θα φάνταζαν στεγνές και τεχνητές, δίπλα σε αυτές της Σαντορίνης. Αυτές οι νέες ανακαλύψεις παρουσιάζουν τον Πολιτισμό της Εποχής του Χαλκού στην ακμή του. Οι καταδικασμένοι σε αφανισμό άνθρωποι της Σαντορίνης, ήταν σε θέση να δημιουργήσουν θεϊκές εικόνες πάνω στη γη. Φαίνονται απόλυτα εναρμονισμένοι με την τέχνη, όσο και οι (σημερινοί) αμερικανοί με την τεχνολογία» γράφει με θέρμη στο «ΤΙΜΕ» ο Alexander Eliot, πρώην επιμελητής τέχνης του περιοδικού.(«The Lost Atlantis»- 28 Φεβρουαρίου 1972). Ο ίδιος βέβαια δεν παραλείπει να εξάψει λίγο παραπάνω τη φαντασία των συμπατριωτών του κάνοντας νύξεις για τη μυθική Ατλαντίδα. «Όσο ο καθηγητής Μαρινάτος συνεχίζει να ξεθάβει ευρήματα από την ανασκαφή του στη Σαντορίνη, η διήγηση του Πλάτωνα για την Ατλαντίδα, αρχίζει να διαβάζεται ολοένα και περισσότερο, σαν πραγματική ιστορία» καταλήγει. Το ίδιο περιοδικό, καλωσορίζει ένα χρόνο αργότερα την αποκάλυψη της διάσημης «Ζωφόρου του Στόλου». Φιλοξενεί μάλιστα δηλώσεις του Μαρινάτου, σύμφωνα με τις οποίες από τον τύπο των προβάτων και τα ανθρώπινα πρόσωπα, φαίνεται ότι η δράση, εξελίσσεται κάπου στις ακτές της Λιβύης.
«Αν ο καθηγητής έχει δίκιο, τότε επεκτείνεται η γνώση μας για τη Λιβύη κατά 1.000 χρόνια» συμπεραίνει ο συντάκτης και συμπληρώνει: «Η ζωφόρος δίνει επίσης ισχυρές ενδείξεις, ότι η Θήρα ευημερούσε εξαιτίας του εμπορίου και των περιστασιακών κατακτήσεων. Γι αυτούς τους λόγους, ο Μαρινάτος είναι πεπεισμένος, ότι η τοιχογραφία είναι η πολυτιμότερη ιστορική μαρτυρία που έχουμε από την Εποχή του Χαλκού». (Light on Lost Epochs- ΤΙΜΕ 16 Απριλίου 1973)
Έμεινε για πάντα εκεί
Για το Μαρινάτο, το Ακρωτήρι είναι το επιστέγασμα μιας λαμπρής επιστημονικής καριέρας. Παρότι έχει εργαστεί στην Κρήτη, την Κυπαρισσία, το Μαραθώνα και αλλού, η προϊστορική πόλη είναι η αγαπημένη του. Έχει μάλιστα αγοράσει σπίτι στην περιοχή και όποτε βρίσκεται στο νησί, τρέχει συνεχώς στο ανασκαφικό πεδίο. Προνόησε επίσης να προστατέψει τις αρχαιότητες με ένα στέγαστρο αποτελούμενο από μεταλλικό σκελετό (ντέξιον) και φύλλα αμιάντου, ενώ απαλλοτρίωσε ή δέσμευσε μια μεγάλη έκταση γύρω από τις αρχαιότητες. Την 1η Οκτωβρίου 1974, είναι ξανά στην ανασκαφή και εποπτεύει τις εργασίες στην «Τριγωνική Πλατεία». Εκεί τελειώνουν όλα. Ένα μοιραίο γλίστρημα και ο άνθρωπος που πραγματοποίησε μια από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ου αιώνα, τραυματίζεται θανάσιμα. Δε θα φύγει ποτέ από εκεί. Ικανοποιώντας την τελευταία του επιθυμία, οι οικείοι του, τον έθαψαν μέσα στην Ανασκαφή του Ακρωτηρίου.
Επιμύθιο
Ο Σπυρίδων Μαρινάτος, έκανε τη μεγάλη ανακάλυψη, οιστρηλατημένος από μια τολμηρή θεωρία. Τα νεότερα επιστημονικά δεδομένα, δεν την επαληθεύουν, καθώς οι επιστήμονες τοποθετούν τη μοιραία έκρηξη περίπου 150 χρόνια πριν την κατάρρευση της Μινωικής Κρήτης. Αν και βέβαια τίποτα δεν αποκλείει, η πορεία της παρακμής, να ξεκίνησε από τη μοιραία άνοιξη του 1613 π.χ (κατά την εμπερίστατη χρονολόγηση του Walter Friedrich), όταν ο ουρανός σκοτείνιασε και δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα διάπυρης ύλης εκτοξεύθηκαν μέχρι τη στρατόσφαιρα.
Επίσης, η συνέχιση της ανασκαφικής εργασίας και η κοπιώδης αποκατάσταση των τοιχογραφιών, οδήγησαν σε αναθεώρηση των αρχικών ερμηνειών και εκτιμήσεων του για το απεικονιστικό ή νοηματικό υπόβαθρο κάποιων. Η παρακαταθήκη όμως που άφησε ο Μαρινάτος στην παγκόσμια αρχαιολογία είναι ανεκτίμητη. Το έργο του συνέχισε άριστα, ο προικισμένος βοηθός του Χρίστος Ντούμας, που ήταν δίπλα του από την πρώτη στιγμή. Το γεγονός, ότι σήμερα θεωρείται κορυφαία αυθεντία στην αρχαιολογία της «Εποχής του Χαλκού» είναι από μόνο του, αρκετά εύγλωττος μάρτυρας, της επιτυχημένης πορείας του στη Διεύθυνση της Ανασκαφής.
Αλλά σήμερα, το ενδιαφέρον για το Ακρωτήρι, έχει μετατοπιστεί. Τα λαμπρά κτίσματα, το προηγμένο αποχετευτικό σύστημα, τα εκπληκτικά κεραμικά και οι αριστουργηματικές τοιχογραφίες, παραμερίστηκαν και όλοι μιλούν για μια τραγωδία. Την πτώση ενός τμήματος του φιλόδοξου βιοκλιματικού Στεγάστρου και τον επακόλουθο θάνατο ενός ανθρώπου. Η σιωπή, έχει καλύψει ξανά την προϊστορική πόλη. Αυτή τη φορά όμως, όχι λόγω της ηφαιστειακής σποδού. Και η θλίψη ξεκίνησε πάλι από την «Πλατεία των Τριγώνων».
…
και ένα Υστερόγραφο
Το αφιέρωμα για το Ακρωτήρι, γράφτηκε με τον ενθουσιασμό που ανοίγει διάπλατη την πόρτα στα λάθη. Μεγάλη δυσκολία, προέκυψε από τα αγγλόφωνα κείμενα, για τα οποία προτιμήθηκε η ελεύθερη απόδοση, αντί της πιστής μετάφρασης. Αυτό επέτρεψε ίσως, να εμφιλοχωρήσουν περισσότερα λάθη, που ελπίζω να συγχωρηθούν. Προτιμήθηκε επίσης οι παραπομπές να ενσωματώνονται απευθείας στο κείμενο για να είναι περισσότερο προσιτές στον απλό αναγνώστη. Τέλος, θα ήταν τεράστια και ασυγχώρητη παράλειψη, αν δεν επεσήμαινα την καθοριστική συμβολή του διακεκριμένου Θηραίου νομικού και εκδότη των «Θηραϊκών Νέων» κ. Εμμανουήλ Λιγνού. Οι πολύτιμες γνώσεις του και το ανεκτίμητο αρχείο του, παραχωρήθηκαν στον γράφοντα προθυμότατα και αφειδώς. Και φυσικά, οι παρατηρήσεις και υποδείξεις του – τέσσερις φορές του εστάλη το κείμενο – αξιοποιήθηκαν στο έπακρο.
Συμπληρωματική Βιβλιογραφία
1. Συλλογικό Έργο «Αργοναύτης Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Χρίστο Ντούμα». Έκδοση «Εφημερίδα Καθημερινή» Αθήνα 2003. 2. Αντώνιος Κονταράτος «Σαντορίνη – Πορεία στο Χρόνο». Εκδόσεις «Ηλιότοπος» Σαντορίνη 2007. 3. Σπυρίδων Μαρινάτος. «Ανασκαφαί Θήρας VI (1972). Έκδοση «Βιβλιοθήκη της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας» Αθήνα 1974. 4. Χρίστος Ντούμας. «Οι Τοιχογραφίες της Θήρας» Έκδοση «Ίδρυμα Θήρας Πέτρος Μ. Νομικός» Αθήνα 1992- Β Έκδοση 1999 . 5. Ίρις Τζαχίλη. «Υφαντική και Υφάντρες στο Προϊστορικό Αιγαίο 2000-1000 π.χ». Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Ηράκλειο 1997.
πηγή:santorinibusiness