Γράφει ὁ Κωνσταντῖνος Χολέβας
Ὅταν ὁ Ἀλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντῖνος Καβάφης ἔγραφε γιά τόν «ἔνδοξο βυζαντινισμό μας», προφανῶς μιλοῦσε ἐπαινετικά γιά τήν ἱστορία καί τήν προσφορά τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς Ρωμανίας. Ἀντιθέτως στήν ἐποχή μας ἔχει καθιερωθεῖ μία ἀρνητική χρήση τοῦ ὅρου «βυζαντινισμός» καί ὁρισμένοι Νεοέλληνες στρέφονται κατ' εὐθεῖαν στόν παποῦ μας-τήν Ἀρχαιότητα- ἀδιαφορῶντας γιά τόν πατέρα μας, τό Ἑλληνορθόδοξο Βυζάντιο. Ἡ διαφορά εἶναι ὅτι ὁ μέν Καβάφης γνώριζε Ἱστορία, ἐνῶ οἰ χλευάζοντες τό Βυζάντιο ἤ δέν γνωρίζουν ἤ τήν μελετοῦν μέ παραμορφωτικούς φακούς. Ἀκόμη καί ἡ προσπάθεια τοῦ σκηνοθέτη Κώστα Γαβρᾶ νά δείξει ἄνευ τεκμηριώσεως ὅτι δῆθεν Χριστιανοί κατέστρεφαν τίς μετόπες τοῦ Παρθενῶνος, ἐντάσσεται στήν ἴδια φιλοσοφία. Ὁ σκοπός εἶναι νά δοθεῖ τό μήνυμα ὅτι ὅλα αὐτά ἔγιναν μέ τήν καθοδήγηση τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δημιούργησε τό σκοταδιστικό, ὅπως τό βλέπουν, Βυζάντιο.
Περί τοῦ Παρθενῶνος ἀπήντησαν καί θά ἀπαντήσουν οἱ ἀρχαιολόγοι καί οἱ εἰδικοί τῆς ἐποχῆς. Προσωπικά θά ἤθελα μόνο μία ἐπισήμανση νά κάνω: Ἄν οἱ Χριστιανοί τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς εἶχαν τόσο μεγάλο μένος μέ κάθε τι ἀρχαῖο, τότε θά ἄλλαζαν τό ὄνομα τῶν Ἀθηνῶν καί δέν θά ἄφηναν ἕνα ὄνομα πού αναφέρεται στήν Ἀθηνᾶ. Ὄχι μόνο σεβάσθηκαν τό ὄνομα, ἀλλά ἐπιπλέον τόν Παρθενῶνα τόν ὀνόμασαν «Παναγία ἡ Ἀθηνιώτισσα» καί τόν ἀφιέρωσαν στήν Θεοτόκο. Γενικότερα , ὅμως, περί τῆς πολιτιστικῆς προσφορᾶς τῆς Βυζαντινῆς μας Ρωμηοσύνης, ἔρχονται νά δώσουν τή μαρτυρία τους πολλοί ξένοι συγγραφεῖς, ἀπό τούς ὁποίους σήμερα θά παρουσιάσω δύο. Ἐπιλέγω τό βιβλίο τοῦ ἀμερικανοῦ Κόλιν Οὐέλλς «Σαλπάροντας ἀπ' τό Βυζάντιο - Πῶς μία χαμένη αὐτοκρατορία διαμόρφωσε τόν κόσμο» (1) . Καί τό ἔργο τοῦ Γάλλου καθηγητοῦ Συλβαίν Γκουγκενέμ μέ τίτλο «Ὁ Ἀριστοτέλης στό Μόν -Σαίν-Μισέλ» καί μέ ὑπότιτλο: «Οἱ Ἑλληνικές ρίζες τῆς Χριστιανικῆς Εὐρώπης». (2) Εὐτυχῶς καί τά δύο βιβλία ἔχουν μεταφρασθεῖ στά ἑλληνικά καί μποροῦν νά βοηθήσουν κάθε συμπατριώτη μας, ὁ ὁποῖος καλοπροαίρετα ἐνδιαφέρεται νά μάθει ποιά και πόσο σημαντική ἦταν ἡ προσφορά τῶν Βυζαντινῶν προγόνων μας στόν παγκόσμιο πολιτισμό.
Ὁ νέος σέ ἡλικία Κόλιν Οὐέλλς σπούδασε ἀρχαία ἱστορία καί φιλολογία στίς ΗΠΑ καί ἔμαθε τό Βυζάντιο ἀπό ἕναν ἐξαίρετο δάσκαλο: Τόν διαπρεπῆ Ἕλληνα βυζαντινολόγο Σπύρο Βρυώνη. Στόν πρόλογό του ὁ συγγραφεύς σημειώνει: «Ἡ διάρθρωση τοῦ βιβλίου ἀπορρέει ἀπό δύο ἰδέες, πού καί οἱ δύο μαζί προσφέρουν ἕναν εὔκολο τρόπο γιά νά κατανοήσουμε τήν πολιτιστική κληρονομιά τοῦ Βυζαντίου. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ δυαδική φύση τῆς παράδοσής του, ἡ ὁποία ἀντικατοπτρίζεται στόν ἐνστερνισμό τόσο τῆς χριστιανικῆς πίστης, ὅσο καί τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Ἡ δεύτερη διαρθρωτική ἰδέα τοῦ βιβλίου συνίσταται ὅτι οἱ κληρονόμοι αὐτῆς τῆς δυαδικῆς παράδοσης ἦταν οἱ τρεῖς νεώτεροι πολιτισμοί πού ἀναδύθηκαν ἀρχικά σέ περιοχές οἱ ὁποῖες εἶχαν ἀποσπασθεῖ ἀπό τό Βυζάντιο: ὁ δυτικός, ὁ ἰσλαμικός καί ὁ σλαβικός κόσμος. Ὁ καθένας ἀπό αὐτούς τούς τρεῖς παγκόσμιους πολιτισμούς διαμορφώθηκε ριζικά ἀπό τό Βυζάντιο-ἀλλά ὁ καθένας ἦταν ἰδιαίτερα ἐπιλεκτικός ὅσον ἀφορᾶ τήν πλευρά τοῦ Βυζαντίου πού ἐπέλεξε νά ἐνστερνιστεῖ. Αὐτό τό βιβλίο τιμᾶ τή ἐνεργητικότητα καί τόν δυναμισμό ἐκείνων τῶν νεαρῶν πολιτισμῶν, ὅπως ἐπίσης καί τόν ἐκπληκτικό πλοῦτο τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ» (σελ. xxvii).
Στήν πρώτη ἑνότητα ὁ Οὐέλλς ἐξηγεῖ πῶς τό Βυζάντιο μετέφερε στή Δυτική Εὐρώπη τήν ἀρχαιοελληνική γραμματεία καί σοφία. Στή δεύτερη μιλᾶ γιά τίς βυζαντινές ἐπιδράσεις στόν ἀραβικό καί μουσουλμανικό κόσμο. Στήν τρίτη ἑνότητα περιγράφει τήν διάδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ ἑλληνορθοδόξου πολιτισμοῦ στόν σλαβικό κόσμο καί κυρίως στή Ρωσία. Ὁ Ἐπίλογος ἀφιερώνεται στόν «τελευταῖο βυζαντινό», τόν μοναχό Μιχαήλ Τριβώλη ἀπό τήν Ἄρτα, ὁ ὁποῖος δίδαξε πολλά στούς Ρώσους τόν 16ο αἰῶνα καί ἔμεινε γνωστός ὡς «Μάξιμος ὁ Γραικός». Δέν μπορεῖ, λοιπόν, νά ἦταν σκοταδιστικό τό Βυζάντιο, ὅπως τό παρουσιάζουν οἱ φανατικοί ἀντιεκκλησιαστικοί νεοέλληνες διανοητές, ὅταν τροφοδότησε πνευματικά τόσους πολλούς λαούς καί πολιτισμούς!
Τό βιβλίο τοῦ Γάλλου Συλβαίν Γκουγκενέμ, καθηγητοῦ Μεσαιωνικῆς Ἱστορίας στό Πανεπιστήμιο τῆς Λυών, ἔχει ὡς στόχο να καταρρίψει τήν ἄποψη πού διδάσκουν πολλοί δυτικοί ἱστορικοί, ὅτι δῆθεν ἡ Δύση ἔμαθε τόν Ἀριστοτέλη και τούς ἄλλους ἀρχαίους συγγραφεῖς μέσῳ τῶν Ἀράβων μουσουλμάνων. Ὁ συγγραφεύς ἀποδεικνύει ὅτι ὁ μεγαλύτερος δάσκαλος τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης στήν ἀρχαία παιδεία ἦταν τό Βυζάντιο, τό ὁποῖο σεβάσθηκε καί καλλιέργησε τήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία καί μέ τούς κληρικούς του καί μέ τούς μοναχούς καί μέ τούς λαϊκούς λογίους του. Γνωρίζουμε φυσικά ὅτι ἡ προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν ἦταν ἐπιλεκτική πρός τά ἀρχαῖα κείμενα, ὅπως διδάσκει καί ὁ Μέγας Βασίλειος στό ἔργο του «Πρός τούς νέους ὅπως ἄν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Ὁ Γκουγκενέμ μᾶς βοηθεῖ νά κατανοήσουμε ὅτι τό Ὀρθόδοξο Βυζάντιο οὐδέποτε ἐδίωξε τήν κλασσική παιδεία, ἀλλά ἀντθέτως τήν προώθησε καί τήν διέδωσε σέ ἄλλους λαούς. Ἁναφέρεται ἐπίσης καί στόν ρόλο πολλῶν ἀραβοφώνων Χριστιανῶν -κυρίως μονοφυσιτῶν- στή μετάφραση ἑλληνικῶν κειμένων στά ἀραβικά καί μᾶς ἀποκαλύπτει τήν ὕπαρξη ὁλοκλήρων ἐγαστηρίων ἀντιγραφῆς καί μεταφράσεως ἑλληνικῶν κειμένων στό γαλλικό μοναστῆρι τοῦ Μόν-Σαίν-Μισέλ περί τό ἔτος 1120. Ὁ μεταφραστής ἦταν ἕνας κληρικός μέ τό ὄνομα «Ἰάκωβος τῆς Βενετίας ὁ Ἕλληνας».
Ἴσως νά μή συμφωνοῦμε μέ ὅλα τά σημεῖα τοῦ βιβλίου, ὅμως εἶναι ἀξιοπρόσεκτα τά κυριώτερα συμπεράσματα τοῦ συγγραφέως. Ὅτι δηλαδή «ἡ πολιτισμική ἐλίτ τοῦ Βυζαντίου ἦταν Χριστιανική καί ταυτόχρονα ἑλληνική» (σελ. 86). Καί ὅτι «οἱ πολιτισμικές ρίζες τῆς Εὐρώπης ἁπλώνονταν στόν ἑλληνικό πολιτισμό, τό ρωμαϊκό δίκαιο καί τή Βίβλο» (σελ. 216). Ὁ Γκουγκενέμ ἀντιτίθεται σαφῶς πρός τήν ἰσοπεδωτική παγκοσμιοποίηση καί μᾶς θυμίζει τά λόγια τοῦ μεγάλου Γάλλου ἱστορικοῦ Φερνάν Μπρωντέλ, πού ἐπέμενε ὅτι: «Μόνο οἱ οὐτοπιστές ὀνειρεύονται τή συγχώνευση τῶν θρησκειῶν. Οἱ θρησκεῖες, ὅ,τι ἀκριβῶς πιό προσωπικό ὑπάρχει, πιό ἀνθεκτικό μέσα σ' αὐτό τό σύμπλεγμα ἀγαθῶν, δυνάμεων, πού εἶναι κάθε πολιτισμός» (σελ. 201). Καί ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
Ὅταν ὁ Ἀλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντῖνος Καβάφης ἔγραφε γιά τόν «ἔνδοξο βυζαντινισμό μας», προφανῶς μιλοῦσε ἐπαινετικά γιά τήν ἱστορία καί τήν προσφορά τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς Ρωμανίας. Ἀντιθέτως στήν ἐποχή μας ἔχει καθιερωθεῖ μία ἀρνητική χρήση τοῦ ὅρου «βυζαντινισμός» καί ὁρισμένοι Νεοέλληνες στρέφονται κατ' εὐθεῖαν στόν παποῦ μας-τήν Ἀρχαιότητα- ἀδιαφορῶντας γιά τόν πατέρα μας, τό Ἑλληνορθόδοξο Βυζάντιο. Ἡ διαφορά εἶναι ὅτι ὁ μέν Καβάφης γνώριζε Ἱστορία, ἐνῶ οἰ χλευάζοντες τό Βυζάντιο ἤ δέν γνωρίζουν ἤ τήν μελετοῦν μέ παραμορφωτικούς φακούς. Ἀκόμη καί ἡ προσπάθεια τοῦ σκηνοθέτη Κώστα Γαβρᾶ νά δείξει ἄνευ τεκμηριώσεως ὅτι δῆθεν Χριστιανοί κατέστρεφαν τίς μετόπες τοῦ Παρθενῶνος, ἐντάσσεται στήν ἴδια φιλοσοφία. Ὁ σκοπός εἶναι νά δοθεῖ τό μήνυμα ὅτι ὅλα αὐτά ἔγιναν μέ τήν καθοδήγηση τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δημιούργησε τό σκοταδιστικό, ὅπως τό βλέπουν, Βυζάντιο.
Περί τοῦ Παρθενῶνος ἀπήντησαν καί θά ἀπαντήσουν οἱ ἀρχαιολόγοι καί οἱ εἰδικοί τῆς ἐποχῆς. Προσωπικά θά ἤθελα μόνο μία ἐπισήμανση νά κάνω: Ἄν οἱ Χριστιανοί τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς εἶχαν τόσο μεγάλο μένος μέ κάθε τι ἀρχαῖο, τότε θά ἄλλαζαν τό ὄνομα τῶν Ἀθηνῶν καί δέν θά ἄφηναν ἕνα ὄνομα πού αναφέρεται στήν Ἀθηνᾶ. Ὄχι μόνο σεβάσθηκαν τό ὄνομα, ἀλλά ἐπιπλέον τόν Παρθενῶνα τόν ὀνόμασαν «Παναγία ἡ Ἀθηνιώτισσα» καί τόν ἀφιέρωσαν στήν Θεοτόκο. Γενικότερα , ὅμως, περί τῆς πολιτιστικῆς προσφορᾶς τῆς Βυζαντινῆς μας Ρωμηοσύνης, ἔρχονται νά δώσουν τή μαρτυρία τους πολλοί ξένοι συγγραφεῖς, ἀπό τούς ὁποίους σήμερα θά παρουσιάσω δύο. Ἐπιλέγω τό βιβλίο τοῦ ἀμερικανοῦ Κόλιν Οὐέλλς «Σαλπάροντας ἀπ' τό Βυζάντιο - Πῶς μία χαμένη αὐτοκρατορία διαμόρφωσε τόν κόσμο» (1) . Καί τό ἔργο τοῦ Γάλλου καθηγητοῦ Συλβαίν Γκουγκενέμ μέ τίτλο «Ὁ Ἀριστοτέλης στό Μόν -Σαίν-Μισέλ» καί μέ ὑπότιτλο: «Οἱ Ἑλληνικές ρίζες τῆς Χριστιανικῆς Εὐρώπης». (2) Εὐτυχῶς καί τά δύο βιβλία ἔχουν μεταφρασθεῖ στά ἑλληνικά καί μποροῦν νά βοηθήσουν κάθε συμπατριώτη μας, ὁ ὁποῖος καλοπροαίρετα ἐνδιαφέρεται νά μάθει ποιά και πόσο σημαντική ἦταν ἡ προσφορά τῶν Βυζαντινῶν προγόνων μας στόν παγκόσμιο πολιτισμό.
Ὁ νέος σέ ἡλικία Κόλιν Οὐέλλς σπούδασε ἀρχαία ἱστορία καί φιλολογία στίς ΗΠΑ καί ἔμαθε τό Βυζάντιο ἀπό ἕναν ἐξαίρετο δάσκαλο: Τόν διαπρεπῆ Ἕλληνα βυζαντινολόγο Σπύρο Βρυώνη. Στόν πρόλογό του ὁ συγγραφεύς σημειώνει: «Ἡ διάρθρωση τοῦ βιβλίου ἀπορρέει ἀπό δύο ἰδέες, πού καί οἱ δύο μαζί προσφέρουν ἕναν εὔκολο τρόπο γιά νά κατανοήσουμε τήν πολιτιστική κληρονομιά τοῦ Βυζαντίου. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ δυαδική φύση τῆς παράδοσής του, ἡ ὁποία ἀντικατοπτρίζεται στόν ἐνστερνισμό τόσο τῆς χριστιανικῆς πίστης, ὅσο καί τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Ἡ δεύτερη διαρθρωτική ἰδέα τοῦ βιβλίου συνίσταται ὅτι οἱ κληρονόμοι αὐτῆς τῆς δυαδικῆς παράδοσης ἦταν οἱ τρεῖς νεώτεροι πολιτισμοί πού ἀναδύθηκαν ἀρχικά σέ περιοχές οἱ ὁποῖες εἶχαν ἀποσπασθεῖ ἀπό τό Βυζάντιο: ὁ δυτικός, ὁ ἰσλαμικός καί ὁ σλαβικός κόσμος. Ὁ καθένας ἀπό αὐτούς τούς τρεῖς παγκόσμιους πολιτισμούς διαμορφώθηκε ριζικά ἀπό τό Βυζάντιο-ἀλλά ὁ καθένας ἦταν ἰδιαίτερα ἐπιλεκτικός ὅσον ἀφορᾶ τήν πλευρά τοῦ Βυζαντίου πού ἐπέλεξε νά ἐνστερνιστεῖ. Αὐτό τό βιβλίο τιμᾶ τή ἐνεργητικότητα καί τόν δυναμισμό ἐκείνων τῶν νεαρῶν πολιτισμῶν, ὅπως ἐπίσης καί τόν ἐκπληκτικό πλοῦτο τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ» (σελ. xxvii).
Στήν πρώτη ἑνότητα ὁ Οὐέλλς ἐξηγεῖ πῶς τό Βυζάντιο μετέφερε στή Δυτική Εὐρώπη τήν ἀρχαιοελληνική γραμματεία καί σοφία. Στή δεύτερη μιλᾶ γιά τίς βυζαντινές ἐπιδράσεις στόν ἀραβικό καί μουσουλμανικό κόσμο. Στήν τρίτη ἑνότητα περιγράφει τήν διάδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ ἑλληνορθοδόξου πολιτισμοῦ στόν σλαβικό κόσμο καί κυρίως στή Ρωσία. Ὁ Ἐπίλογος ἀφιερώνεται στόν «τελευταῖο βυζαντινό», τόν μοναχό Μιχαήλ Τριβώλη ἀπό τήν Ἄρτα, ὁ ὁποῖος δίδαξε πολλά στούς Ρώσους τόν 16ο αἰῶνα καί ἔμεινε γνωστός ὡς «Μάξιμος ὁ Γραικός». Δέν μπορεῖ, λοιπόν, νά ἦταν σκοταδιστικό τό Βυζάντιο, ὅπως τό παρουσιάζουν οἱ φανατικοί ἀντιεκκλησιαστικοί νεοέλληνες διανοητές, ὅταν τροφοδότησε πνευματικά τόσους πολλούς λαούς καί πολιτισμούς!
Τό βιβλίο τοῦ Γάλλου Συλβαίν Γκουγκενέμ, καθηγητοῦ Μεσαιωνικῆς Ἱστορίας στό Πανεπιστήμιο τῆς Λυών, ἔχει ὡς στόχο να καταρρίψει τήν ἄποψη πού διδάσκουν πολλοί δυτικοί ἱστορικοί, ὅτι δῆθεν ἡ Δύση ἔμαθε τόν Ἀριστοτέλη και τούς ἄλλους ἀρχαίους συγγραφεῖς μέσῳ τῶν Ἀράβων μουσουλμάνων. Ὁ συγγραφεύς ἀποδεικνύει ὅτι ὁ μεγαλύτερος δάσκαλος τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης στήν ἀρχαία παιδεία ἦταν τό Βυζάντιο, τό ὁποῖο σεβάσθηκε καί καλλιέργησε τήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία καί μέ τούς κληρικούς του καί μέ τούς μοναχούς καί μέ τούς λαϊκούς λογίους του. Γνωρίζουμε φυσικά ὅτι ἡ προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν ἦταν ἐπιλεκτική πρός τά ἀρχαῖα κείμενα, ὅπως διδάσκει καί ὁ Μέγας Βασίλειος στό ἔργο του «Πρός τούς νέους ὅπως ἄν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Ὁ Γκουγκενέμ μᾶς βοηθεῖ νά κατανοήσουμε ὅτι τό Ὀρθόδοξο Βυζάντιο οὐδέποτε ἐδίωξε τήν κλασσική παιδεία, ἀλλά ἀντθέτως τήν προώθησε καί τήν διέδωσε σέ ἄλλους λαούς. Ἁναφέρεται ἐπίσης καί στόν ρόλο πολλῶν ἀραβοφώνων Χριστιανῶν -κυρίως μονοφυσιτῶν- στή μετάφραση ἑλληνικῶν κειμένων στά ἀραβικά καί μᾶς ἀποκαλύπτει τήν ὕπαρξη ὁλοκλήρων ἐγαστηρίων ἀντιγραφῆς καί μεταφράσεως ἑλληνικῶν κειμένων στό γαλλικό μοναστῆρι τοῦ Μόν-Σαίν-Μισέλ περί τό ἔτος 1120. Ὁ μεταφραστής ἦταν ἕνας κληρικός μέ τό ὄνομα «Ἰάκωβος τῆς Βενετίας ὁ Ἕλληνας».
Ἴσως νά μή συμφωνοῦμε μέ ὅλα τά σημεῖα τοῦ βιβλίου, ὅμως εἶναι ἀξιοπρόσεκτα τά κυριώτερα συμπεράσματα τοῦ συγγραφέως. Ὅτι δηλαδή «ἡ πολιτισμική ἐλίτ τοῦ Βυζαντίου ἦταν Χριστιανική καί ταυτόχρονα ἑλληνική» (σελ. 86). Καί ὅτι «οἱ πολιτισμικές ρίζες τῆς Εὐρώπης ἁπλώνονταν στόν ἑλληνικό πολιτισμό, τό ρωμαϊκό δίκαιο καί τή Βίβλο» (σελ. 216). Ὁ Γκουγκενέμ ἀντιτίθεται σαφῶς πρός τήν ἰσοπεδωτική παγκοσμιοποίηση καί μᾶς θυμίζει τά λόγια τοῦ μεγάλου Γάλλου ἱστορικοῦ Φερνάν Μπρωντέλ, πού ἐπέμενε ὅτι: «Μόνο οἱ οὐτοπιστές ὀνειρεύονται τή συγχώνευση τῶν θρησκειῶν. Οἱ θρησκεῖες, ὅ,τι ἀκριβῶς πιό προσωπικό ὑπάρχει, πιό ἀνθεκτικό μέσα σ' αὐτό τό σύμπλεγμα ἀγαθῶν, δυνάμεων, πού εἶναι κάθε πολιτισμός» (σελ. 201). Καί ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.