Το χειμώνα η Σαντορίνη επιστρέφει στην αιωνιότητα. Σκληρό τοπίο, ανεμοδαρμένο, μα φέτος καταπράσινο. Πολλές βροχές, μα πια δε τις μετράμε για να γεμίσουν οι στέρνες μας. Έχουμε δα τρεχούμενο νερό και πια δεν το πονάμε. Τ’ αδούλευτα οικόπεδα καταπράσινα με πινελιές βιολέ και κίτρινου κάτω από ένα μουντό ουρανό, όψιμου χειμώνα. Οι καρδαμίδες στις δόξες τους, αν και επίφοβες από τα φυτοφάρμακα, που ραντίζουν τα όλο και λιγότερα αμπέλια. Όσο η καλλιεργήσιμη γη μειώνεται, τόσο οι οικοδομές ανθίζουν.
Το χειμώνα οι μόνιμοι κάτοικοι πια είναι ένα κράμα γηγενών και μόνιμων μετοίκων, σκληρά εργαζομένων. Απ’ το παράθυρο η Παναγιά με το ρολόι της μετρά τις ώρες της ζωής μου και το πρωί με ξυπνά το θριαμβευτικό μεγαλοχωριανό καμπανολόημα.
Η εκκλησιά την Κυριακή ξανά γεμάτη, συγχώριο κάποιου από τους παλιούς, όσους η μνήμη φωτογράφισε σε ενσταντανέ αθανασίας. Το τέμπλο παλιό και τα μανουάλια αστραφτερά αντανακλούν αντί κεριά λάμπες οικονομίας.
Η πλατεία μεγάλωσε και τα λιγοστά αυτοκίνητα παρκάρουν απλόχωρα χωρίς κανένα να ενοχλούν. Οι δρόμοι απέραντοι, μοναχικές διαδρομές στην γητεύτρα σκοτεινή θάλασσα, κοιμισμένα τα τουριστικά θορυβώδη στέκια, οργασμός προετοιμασίας για την ανατέλουσα σαιζόν, προοπτικές ελπιδοφόρες, λένε ίσως.
Μια ξαφνική καταιγίδα με χοντρό χαλάζι κι ένας δυνατούτσικος σεισμός, μας υπενθυμίζουν τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Μοιραζόμαστε τις διηγήσεις των παλιών, συγκρίνουμε, προβλέπουμε μπροστά σ’ ένα ποτήρι καφέ ή τσίπουρο. Άλλωστε κανείς δε βιάζεται, όλοι γλυκοχαιρετούν, σχολιάζουν, καθυστερούν σκόπιμα, απλώνουν το χρόνο να λιαστεί στα περιθώρια της μνήμης. Ξαναβρίσκω τη δική μου Σαντορίνη στο χαμήλωμα των προβολέων και τη σιωπή των θρύλων. Οι μορφές των συνομιλήκων μου μπερδεύονται με τις μνήμες των γονιών τους. Έτσι τους αναγνωρίζω μέσα από χαμόγελα, νεύματα, εκφράσεις.
Έτσι τους καταχωρώ στην αθανασία της ελάχιστης βιολογικής μου αναλαμπής.
Έτσι τους καταγράφω στη φθορά της λέξης.
Για όσο αντέξει.
Το χειμώνα οι μόνιμοι κάτοικοι πια είναι ένα κράμα γηγενών και μόνιμων μετοίκων, σκληρά εργαζομένων. Απ’ το παράθυρο η Παναγιά με το ρολόι της μετρά τις ώρες της ζωής μου και το πρωί με ξυπνά το θριαμβευτικό μεγαλοχωριανό καμπανολόημα.
Η εκκλησιά την Κυριακή ξανά γεμάτη, συγχώριο κάποιου από τους παλιούς, όσους η μνήμη φωτογράφισε σε ενσταντανέ αθανασίας. Το τέμπλο παλιό και τα μανουάλια αστραφτερά αντανακλούν αντί κεριά λάμπες οικονομίας.
Η πλατεία μεγάλωσε και τα λιγοστά αυτοκίνητα παρκάρουν απλόχωρα χωρίς κανένα να ενοχλούν. Οι δρόμοι απέραντοι, μοναχικές διαδρομές στην γητεύτρα σκοτεινή θάλασσα, κοιμισμένα τα τουριστικά θορυβώδη στέκια, οργασμός προετοιμασίας για την ανατέλουσα σαιζόν, προοπτικές ελπιδοφόρες, λένε ίσως.
Μια ξαφνική καταιγίδα με χοντρό χαλάζι κι ένας δυνατούτσικος σεισμός, μας υπενθυμίζουν τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Μοιραζόμαστε τις διηγήσεις των παλιών, συγκρίνουμε, προβλέπουμε μπροστά σ’ ένα ποτήρι καφέ ή τσίπουρο. Άλλωστε κανείς δε βιάζεται, όλοι γλυκοχαιρετούν, σχολιάζουν, καθυστερούν σκόπιμα, απλώνουν το χρόνο να λιαστεί στα περιθώρια της μνήμης. Ξαναβρίσκω τη δική μου Σαντορίνη στο χαμήλωμα των προβολέων και τη σιωπή των θρύλων. Οι μορφές των συνομιλήκων μου μπερδεύονται με τις μνήμες των γονιών τους. Έτσι τους αναγνωρίζω μέσα από χαμόγελα, νεύματα, εκφράσεις.
Έτσι τους καταχωρώ στην αθανασία της ελάχιστης βιολογικής μου αναλαμπής.
Έτσι τους καταγράφω στη φθορά της λέξης.
Για όσο αντέξει.