«Η Ελλάδα είναι λυγισμένη και χρεοκοπημένη. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού της φτάνει σχεδόν το 10% του ΑΕΠ, ενώ οι Γερμανοί έχουν πνίξει το δικό τους έλλειμμα στο 1,5%.
TODD BUCHHOLZ - «New York Times»
Ρωτήστε έναν τυπικό Γερμανό και θα σας πει: "Πίνουν και χορεύουν όλη μέρα. Εμείς περιμένουμε το ηλιοβασίλεμα για να ξεκινήσουμε". Αυτή είναι η εικόνα που έχει. Οι σκληρά εργαζόμενοι, πειθαρχημένοι Γερμανοί παραμένουν αξιόχρεοι και νηφάλιοι. Αντίθετα, οι γείτονες της Μεσογείου περιφέρονται σε γόνιμους αγρούς με ανθισμένες λεμονιές και ελιές.Παρ' όλα αυτά, οι Γερμανοί υποστηρίζουν, έστω και με γκρίνιες, τα πακέτα διάσωσης. Στις πρόσφατες εκλογές στη Γερμανία ενισχύθηκαν οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι, παρότι είναι ακόμη πιο φιλικοί προς το ευρώ απ' ό,τι η κυβέρνηση Μέρκελ. Μα γιατί οι Γερμανοί βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να σώσουν τον Αλέξη Ζορμπά και τους γείτονές του; Η τυπική απάντηση είναι για να διαφυλάξουν τη γερμανική οικονομία.
Αλλά αυτό είναι ένα φτωχό επιχείρημα. Παρά τη μεγάλη κρίση της παγκόσμιας οικονομίας, η γερμανική παραμένει σταθερή, με την ανεργία στο αξιοπρεπές ποσοστό του 7%, ενώ η χώρα έχει θετικό εμπορικό ισοζύγιο, ακόμη και στις συναλλαγές της με την Κίνα. Είναι βέβαια αλήθεια ότι η υιοθέτηση του ευρώ, το 1999, βοήθησε τις γερμανικές εταιρείες, αλλά ο κύριος σκοπός της Ευρωζώνης δεν ήταν ποτέ οικονομικός. Εάν το χρήμα ήταν το θέμα, η Γερμανία δεν θα είχε εγκαταλείψει το αγαπημένο της μάρκο, ελεγχόμενο από την αξιόπιστη και λιτή Μπούντεσμπανκ, για ένα νέο νόμισμα που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο κάποιοι ξένοι πολιτικοί, οι οποίοι θα ενδιαφέρονται για να προσελκύσουν ψήφους στη Σλοβενία.
Οχι λοιπόν. Το πραγματικό κίνητρο της Γερμανίας για να βοηθήσει τους Ελληνες δεν είναι το χρήμα. Είναι η κουλτούρα. Οι Γερμανοί υποφέρουν από εθνική ζήλια. Επί 200 χρόνια αναζητούν το χαμένο κομμάτι της ψυχής τους: το πάθος. Το βρίσκουν συνήθως στον Νότο και ζηλεύουν το χαλαρό πνεύμα και τις ηλιόλουστες ημέρες που απολαμβάνουν οι ανέμελοι Μεσογειακοί τους γείτονες.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Γκαίτε έγραψε ότι τα ταξίδια του στην Ιταλία τον γέμισαν με δημιουργική ενέργεια. Λίγο αργότερα, ο Χάινριχ Χάινε προσκύνησε την ίδια χώρα, γράφοντας στον θείο του: "Εδώ η φύση είναι πανέμορφη και οι άνθρωποι αξιαγάπητοι. Στον αέρα των ψηλών βουνών, ξεχνάς τα προβλήματά σου και η ψυχή σου αγαλλιάζει". Από την πλευρά του, ο Νίτσε υποστήριξε ότι η γερμανική ψυχή είναι υπανάπτυκτη και χρειάζεται περισσότερο πάθος. Ο Γερμανός φιλόσοφος είχε εντυπωσιαστεί με την Αρχαία Ελλάδα και είναι γνωστός για τη σύγκριση που έκανε ανάμεσα στον νηφάλιο Απόλλωνα και τον ριψοκίνδυνο, μεθύστακα του Νότου, Διόνυσο.
Μια δόση από Διόνυσο ίσως να μην ήταν κακή για τη Γερμανία, σημείωνε ο Νίτσε.
Σήμερα, όμως, η Γερμανία φαίνεται πολύ απολλώνια. Εταιρείες όπως η BMW κατακτούν τις διεθνείς αγορές, σχεδιάζοντας αψεγάδιαστες και τέλεια συγχρονισμένες μηχανές. Αλλά πότε μπορούν οι Γερμανοί να μπουν στο πνεύμα του Διόνυσου; Μόνο όταν κάνουν διακοπές στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, ή ακόμη και την Πορτογαλία. Ακόμη και τότε όμως, δεν μπορούν να ισορροπήσουν, όπως φαίνεται και στη νουβέλα του Τόμας Μαν "Θάνατος στη Βενετία", όπου ο αγέλαστος και αυταρχικός πρωταγωνιστής, αλλάζει ριζικά τους τρόπους του και το φέρσιμό του, όταν βρίσκεται στην Ιταλία.
Η Γερμανία λοιπόν έχει τη δύναμη να επιβάλλει την πειθαρχία, αλλά νιώθει άσχημα για τους γείτονές της. Οι Γερμανοί απλώς δεν μπορούν να κόψουν τους συναισθηματικούς τους δεσμούς με τους απείθαρχους, αλλά παθιασμένους αδελφούς τους στον Νότο. Στη διάρκεια του Οκτόμπερφεστ (το διάσημο φεστιβάλ μπίρας του Μονάχου), οι Γερμανοί τραγουδούν συχνά, καθώς πίνουν, το λαϊκό τραγούδι "Griechischer Wein" (ελληνικό κρασί). Μυστηριώδες και διεγερτικό, το ελληνικό κρασί συγκρίνεται με το "αίμα της γης" από τον λαϊκό στιχουργό. Στο τραγούδι, ένας Γερμανός κρυφοκοιτάει, ενώ οι Ελληνες πίνουν παρέα και αποζητάει να τον καλέσουν μαζί τους. Δεν χρειάζεται να τους το πει όμως, γιατί οι Ελληνες με τα σκούρα μάτια τον καλούν στην παρέα τους.
Παρότι στη διάρκεια της ιστορίας τους, οι Γερμανοί υποστήριξαν τη φυσική τους ανωτερότητα, η αλήθεια είναι ότι ακόμη δεν είναι σίγουροι για το αν είναι ευχαριστημένοι με τον τρόπο ζωής τους».