ΑΓΩΝΙΣΤΗΚΕ ΓΙΑ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ
Μερικές φορές τα κύματα σκεπάζουν το σκάφος του Κυριάκου Πρέκα, ψαρά από το Νημπορειό της Σαντορίνης,αλλά αυτός το εμπιστεύεται, επειδή το έχει κάνει διπλοσκάρμι μέχρι πάνω, όχι μόνο μέχρι τη μέση στα βρεχάμενα. Τα κόκαλά του αντέχουν, είναι όλα φτιαγμένα από πεύκο, σκαρί και μαδέρια. Πέρυσι το έκαψε (έβγαλε τις μπογιές με φωτιά), καλαφάτισε, κάρφωσε με γαλβανιζέ πρόκες, πότισε λάδι με μίνιο πολλές φορές, σπατουλάρισε και πέρασε τρία χέρια μπογιά. Η μηχανή του είναι Leyland βαρέως τύπου που δουλεύει σαν πραγματική καρδιά, όχι με μπάι πας. Η Σαντορίνη δεν έχει γύρω της νησάκια να πιάσουν οι ψαράδες, πέφτουν κατ’ ευθείαν στο Κρητικό πέλαγος και χωρίς καλό σκαρί δεν σώζονται.Πριν φτιαχτεί το λιμάνι στη Βλυχάδα οι Σαντορινιοί είχαν μικρά σκαφάκια για να είναι εύκολο να τα βγάζουν στη στεριά όταν χαλάει ο καιρός. Σε πολλούς τα πήρε το κύμα και δεν είχαν οι άνθρωποι να φάνε. Γι αυτό τον λόγο τον χειμώνα τα τράβαγαν με μια μπουλντόζα και τα «πέταγαν» στα χωράφια. Οι πιο φτωχοί έφταναν στο σημείο από τον Μάρτη μέχρι τον Οκτώβρη να κοιμούνται μέσα στις βάρκες για να προλάβουν τις αλλαγές του καιρού.
Ο Κυριάκος αγωνίστηκε σκληρά για να αποκτήσει λιμάνι η Βλυχάδα, μέχρι και απεργία πείνας έκανε. «Ο παππούς μου δεν άφησε λιμάνι στον πατέρα μου, ούτε ο πατέρας μου σε μένα. Εγώ όμως δεν ήθελα να αφήσω προβλήματα στα παιδιά μου και γι αυτό σκοτώθηκα για να αποκτήσουμε λιμάνι. Δεν θα μπορούσα τώρα να σου μιλάω αν δεν υπήρχε καταφύγιο για το σκαρί μου, θα έτρεχα να το σώσω από τα μποφόρια. Τώρα που αποκτήσαμε λιμάνι αγοράσαμε μεγαλύτερα σκαριά και πάμε πιο μακριά για να ψαρέψουμε. Όταν όμως κουραζόμαστε τα αφήνουμε στον μόλο και γυρνάμε σπίτι μας».
ΚΑΤΑΣΠΑΡΑΓΜΕΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Στη Σαντορίνη των αμέτρητων τουριστών η ζήτηση για ψάρια είναι μεγάλη, αλλά η θάλασσα έχει φτωχύνει. Φταίνε οι ανεμότρατες που αμολάνε παράνομα δίχτυα και θερίζουν τη θάλασσα. Δεν λογαριάζουν τίποτα, σαρώνουν τα πάντα, από τον γόνο μέχρι τα χταπόδια μαζί με τα θαλάμια τους. Φταίνε και οι ερασιτέχνες ψαράδες, που με τα σύγχρονα GPS παίρνουν το στίγμα των γόνιμων σε ψάρια περιοχών και επιστρέφουν με ακρίβεια σ’ αυτές μέχρι να τις εξαντλήσουν τελείως. Τα παλιά βυθόμετρα έδειχναν μόνο τον βυθό, τα καινούργια ακτινογραφούν τη θάλασσα και κάθε οργανισμό που ζει μέσα σ’ αυτή. Οι παλαιοί ψαράδες έβαζαν σημάδια που λόγω κακοκαιρίας και μειωμένης ορατότητας τα έχαναν, οι σύγχρονοι εντοπίζουν με ηλεκτρονικά μέσα τις πλούσιες σε ψάρια περιοχές. «Πάει περίπατο η τέχνη του ψαρά, αν ξυπνούσαν οι μαγκιόροι ψαράδες του παρελθόντος δεν θα έπιαναν ψάρια ούτε για να φάνε μια φορά. Πώς να συναγωνιστούν το GPS με το σκαντάλιο (σχοινί με μεγάλο βαρίδι και κόμπους κάθε 10 μέτρα, που το έριχναν στο βυθό για να εκτιμήσουν το βάθος). Όταν είχε ρεύματα η θάλασσα το σκαντάλιο έκανε κοιλιά κι έδειχνε 50 αντί για 40 μέτρα βάθος».ΤΑ ΚΑΥΣΙΜΑ ΣΤΑ ΥΨΗ
Σημαντικό πρόβλημα των ψαράδων στη Σαντορίνη είναι οι τιμές των καυσίμων που έχουν φτάσει στα ύψη. Για να αγοράσουν πετρέλαιο με μειωμένες τιμές πρέπει να δηλώνουν πόσα ψάρια πιάνουν και πότε τα πιάνουν, να έχουν λογιστή και να τηρούν βιβλία. «Να κρατάς ημερολόγιο, μου είπε ο τελώνης. Μα δεν ξέρω γράμματα, του απάντησα. Δεν με νοιάζει, είπε θυμωμένος. Γιατί δεν σε νοιάζει βρε άνθρωπέ μου; Εσύ ξέρεις βιολί να μου παίξεις να χορέψω; Εμένα πώς μου ζητάς να γράψω αφού είμαι αγράμματος; Άκου πράγματα…». Η τεράστια αύξηση της τιμής του πετρελαίου θα αναγκάσει τους νησιώτες να κόψουν τα ψάρια κι ας είναι περικυκλωμένοι από νερό. Θα χαθεί και το επάγγελμα των ψαράδων, αφού όλοι κοιτάζουν πώς να διώξουν τα παιδιά τους από τη θάλασσα. Μπορεί να εξελίχτηκε η τεχνολογία και τα μέσα της ψαρευτικής τα τελευταία χρόνια, αλλά αυξήθηκε το άγχος των απλών ανθρώπων.Οι παλιοί Σαντορινιοί μπορεί να μην είχαν χρήματα και ανέσεις αλλά ήταν ήρεμοι. «Στο Νημπορειό είχαμε δύο ταχυδρόμους, δύο αγροφύλακες, δύο νοσοκόμες και μια μαμή. Σήμερα έχουμε γιατρό δύο μέρες την εβδομάδα και τον έφορο συνεχώς μπροστά μας. Παλιά σου έλεγαν δούλευε και ράφτο, σήμερα πέθαινε στη δουλειά και πες ότι θέλεις. Δεν τους νοιάζει, αρκεί να βάζουν το χέρι στην τσέπη σου και να παίρνουν τα λεφτά σου. Ανοίγω την πόρτα του σπιτιού και μου δίνει η γυναίκα μου φακέλους της ΔΕΗ, του ΟΤΕ, των κινητών, του ΦΠΑ, της ασφάλειας του αυτοκινήτου, των τελών κυκλοφορίας. Εγκλωβιστήκαμε, σταμάτα, ως εδώ, μη μου δίνεις άλλο φάκελο, δεν θέλω».
ΠΡΩΤΟΙ ΣΤΑ ΚΑΛΑΜΠΟΥΡΙΑ
Οι ψαράδες παλιά, όταν πήγαιναν το πρωί να σηκώσουν τα δίχτυα, δεν υπήρχε περίπτωση να μην ανάψουν φωτιά στην παραλία και να φάνε ψάρια όλοι μαζί με γυναίκες και παιδιά και να παίξουν με τα όργανα. Ματήζανε (ενώνανε) τα φαγητά τους όπως ματήζανε και τα σχοινιά όταν κόβονταν. Λέγανε κι αστεία πιπεράτα που τους έκαναν να γελούν με την καρδιά τους. Έχει μείνει θρυλικός ο ψαράς Φούρος, το κανονικό του όνομα ήταν Γιάννης Λιβαδάρος, που έστυβε το μυαλό του όλη μέρα να βρει αστεία που θα έλεγε το βράδυ στη βεγκιέρα (παρέα): «Δυο μπετογάλουνα κρασί ήπιαμε με δυο μπεμπέκες και τις έβαλα στη βάρκα. Πέρασε λίγη ώρα κι η μια μου ζήτησε να πάει προς νερού της. Της έδειξα τους δύο μπαλαούρους της βάρκας, ο ένας είναι η αντρική κι ο άλλος η γυναικεία τουαλέτα, της είπα. Έστριψα το κεφάλι για να μη λέει ότι την κρυφοκοιτάω και περίμενα. Δεν πρόλαβε να κάτσει κι άκουσα ένα μπουμ πολύ μεγάλο. Δυναμίτη μου μολάρισε η άτιμη ή φιάλη αερίου έσκασε; Γυρνάω να δω τι τρέχει και τοιράζω την τρύπα του ποπού της. Πω πω, ένα τέρας μ’ ένα μάτι φώναξα. Γυρνάει κι αυτή προς τη μεριά μου να δει γιατί φωνάζω και τι να δω, μαύρο το γκαζερί της». Ποτέ δεν έβαλε μηχανή στη βάρκα του ο Φούρος, «άντε που θα βάλω το δούκιασμα (φάντασμα) μέσα», έλεγε. Όλο με κουπιά πήγαινε, μ’ αυτά έζησε την οικογένειά του κι έγινε νοικοκύρης. Ήταν ξεκάθαρο και ήσυχο μυαλό, όπως οι περισσότεροι Σαντορινιοί της εποχής εκείνης.ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
«Δεν γνωρίζω από μουσική αλλά παίζω μουσική. Όλοι παίζουμε μουσική στην οικογένειά μας, ο παππούς, ο πατέρας, η μάνα, εγώ, τ’ αδέλφια μου, ο γιος μου ο Αντώνης. Σαντούρι έπαιζε και η αδελφή μου η Τούσα που χάθηκε πρόωρα στα 40 της χρόνια. Κάτι τραγούδια του τύπου: ‘‘σ’ αγαπάω μ’ ακούς;’’ δεν τα εκτιμώ καθόλου. Τα θεωρώ σαν τη γρίπη που περνάει και χάνεται». Ο Κυριάκος, είναι σπουδαίος ψαράς και λαουτιέρης. Όταν αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ή δεν πάει καλά η δουλειά τα παρατάει όλα και πιάνει το όργανο. Παίζει για να φύγει η τρέλα και να καθαρίζει το μυαλό του. «Όταν έχασα την αδελφή μου συμμετείχα στη βαριά κατάσταση με λυπητερούς σκοπούς. Όταν όμως κήδεψα τον πατέρα μου δεν τον συνόδεψα με μουσική στο τελευταίο του ταξίδι. Μέσα μου το ήθελα, φοβόμουν όμως τα κουτσομπολιά. Λυπήθηκα και μετάνιωσα που δεν το τόλμησα». Από 13 ετών βγάζει μεροκάματο ο Κυριάκος με το λαούτο. Είναι πρακτικός οργανοπαίχτης και δεν γνωρίζει θεωρία μουσικής, πού να βρεθούν άλλωστε ωδεία στη Σαντορίνη την εποχή εκείνη; Σέβεται τους σύγχρονους μουσικούς, αλλά θεωρεί ότι συχνά αναλώνονται σε άσκοπες και περιττές επιδείξεις δεξιοτεχνίας. Πιστεύει ότι η σαλάτα δεν χρειάζεται ολόκληρα κιλά αλάτι για να νοστιμίσει, αλλά αρκούν ελάχιστα μόνο γραμμάρια.
Το λαούτο γι αυτόν είναι εκτός από όργανο μουσικής και όργανο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. «Παλιά, τότε που οι γυναίκες ανέβαιναν στα κατοικούμενα (γυναικωνίτη) της εκκλησίας και οι άντρες τις θωρούσαν από κάτω, σε κοίταζε την κοίταζες και το βράδυ της έκανες καντάδα με το όργανο κάτω από το παραθύρι της. Συχνά έκανα καντάδα και στις φιλενάδες των φίλων μου, καθώς συχνά μου το ζητούσαν για χατίρι. Οι κοπέλες πάντα το ευχαριστιόντουσαν, οι γονείς τους αρκετές φορές, αλλά υπήρξαν και περιπτώσεις που μου ζήτησαν να ξεκουμπιστώ».
πηγή:travelpaths.