Γράφει ο Αντώνης-Μάριου Παπαγιώτης
Ευτυχής συγκυρία για τον ίδιο, η μέρα που επέλεξαν άλλοι να του χαρίσουν Οφίκιο περίλαμπρο και “επίζηλον” (βλ.π. http://olympia.gr/2010/07/07/ένα-οφίκιο-για-τον-κ-ψυχάρη/). Την ημέρα που η Εκκλησία γιορτάζει τρεις μεγάλες εκκλησιαστικές μορφές, προστέθηκε κι η δικιά του μοναδική στιγμή, εκείνη που τον καθιστά αυτόματα “ανώτερο” από το χώρο των λαϊκών. Εκείνη, που του δίνει το δικαίωμα, το πηγάζον από τον Οίκο του Θεού να ισχυρίζεται ότι δρα, έχοντας αναλάβει αποστολή ξεχωριστή κι Αγία.
Κρατώ από το λόγο του Οικουμενικού Πατριάρχη την ενημέρωση για τους εορτάζοντες της Κυριακής 20 Ιουνίου:
“Πρόκειται περί του εν Αγίοις Πατρός ημών Καλλίστου Πατριάρχου Κωνσταντινου-πόλεως, εκ των αοιδίμων προκατόχων ημών εις τον μαρτυρικόν και άγιον Οικουμενικόν Θρόνον, δεύτερον, του Αγίου Ιερομάρτυρος Μεθοδίου Επισκόπου Πατάρων, μιας περιοχής της Μικράς Ασίας από την οποίαν οι Χριστιανοί έχουν πλέον, χωρίς την θέλησίν των, ολότελα εκριζωθή εις ώρας χαλεπάς και σκληροτάτας, και, τρίτον, του εκ Θεσσαλονίκης μεγάλου λαϊκού δογματικού Θεολόγου Αγίου Νικολάου του Καβάσιλα, του και Χαμαετού επονομαζομένου, ο οποίος ανεδείχθη μέγας Διδάσκαλος της Ορθοδόξου ευσεβείας, του ύψους των παλαιών Πατέρων της Εκκλησίας.“
Προφανώς, ο κ. Ψυχάρης στο κατ’ ελάχιστον μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον “Χαμαετό“, ως άνθρωπος του πνεύματος και των δογμάτων. Κατά τα λοιπά, ως Διοικητής της Αθωνικής Πολιτείας “ειργάσθη φιλοπόνως και επιτυχώς δια την πολυμερή και πολύτροπον ενίσχυσιν των σεπτών αγιορειτικών μοναχικών καθιδρυμάτων, δια την εξασφάλισιν ευρωπαϊκών και κρατικών κονδυλίων δια τα απαραίτητα μεγάλα κτητορικά και αναστηλωτικά έργα” κι είναι αυτός ο λόγος της Τιμής.
Παρά την λαμπρότητα της ημέρας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης διαφύλασσε κι ένα κριτικό σχόλιο στον Μεγαλοεκδότη: “Βεβαίως η τακτοποίησις της οδυνηράς εκκρεμότητος της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου δεν επετεύχθη κατά την θητείαν του, διότι δεν αρκεί η καλή διάθεσις του Πολιτικού Διοικητού αλλ’ απαιτείται η πολιτική βούλησις της υπευθύνου Κυβερνήσεως, η οποία μέχρι σήμερον δυστυχώς δεν υπήρξεν“.
Στη συνέχεια, όμως, τον εξύψωσε ξανά, μοιάζοντας να ακολουθεί το ρυθμό από το σκωτσέζικο ντους και να θέλει έτσι να διατηρεί τον τιμώμενο σε μία εγρήγορση και συνεχή ανησυχία, καθώς είναι γνωστό ότι την περίοδο που ο κ. Ψυχάρης διεύθυνε το Άγιο Όρος δεν είχε τις καλύτερες των σχέσεων με τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Τί άλλαξε από τότε, μόνο εκείνοι ξέρουν..
“Νοτάριοι ήσαν οι γραμματείς και πρακτικογράφοι των Αγίων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Παραλλήλως, οι βασιλικοί Νοτάριοι «του Σεκρέτου», «των Ασηκρητειών» και «της Σακέλλης», ήσαν ανώτεροι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι με ποικίλας εξουσίας, εξικνουμένας από την γραμματείαν των επισήμων εγγράφων του Κράτους, μέχρι την επιμελητείαν του στρατεύματος, την φροντίδα των οικονομικών παρά τω αρμοδίω Λογοθέτη (δηλ. Υπουργώ) έως και την επιτήρησιν της επιβολής της τάξεως και του νόμου εις τα «Θέματα», δηλ. τας διοικητικάς Περιφερείας της Αυτοκρατορίας. Ούτοι πάντες είχον επί κεφαλής τον Πρωτονοτάριον! Ο εορταζόμενος Άγιος Κάλλιστος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, υπό την προστασίαν του οποίου σας εμπιστευόμεθα, να είναι αδιαλείπτως πρέσβυς σας προς τον Θεόν, το δε Πανάγιον Πνεύμα να κατευθύνη τον οξυγράφον κάλαμόν σας, ιδίως κατά τας χαλεπάς ημέρας, τας οποίας διέρχεται η φιλτάτη Ελλάς και ο εκλεκτός λαός της, εις προάσπισιν των δικαίων του.“
Αυτό το σύμπλεγμα του Τύπου με την Εκκλησία που προσωποποιείται στον “Κάλλιστο” κ. Ψυχάρη καταφανώς, αυτοί οι παραλληλισμοί με άρωμα παρηκμασμένης βυζαντινής εποχής, οι αναφορές σε “ποικίλας εξουσίας“, ο στόχος “στην επιτήρησιν της επιβολής της τάξεως και του νόμου εις τα “Θέματα”” που είχε επιβλέποντα πάντα έναν Πρωτονοτάριο, θα ήταν ψέμα να σου πω ότι με “γεμίζει” με κατάνυξη σαν ιδέα και σαν εικόνα. Θα ήταν αμάρτημα διπλό, αν σου έλεγα ότι δεν με κόλαζαν οι δεύτερες σκέψεις στο άκουσμα αυτών των αναφορών. Θα ήμουν ψεύτης, αν δεν σου έγραφα ότι μου προκαλούν απέχθεια κι αποστροφή. Δεν θέλω, όμως, να έχουν εκείνοι το κάτι της ακολασίας και του αφορισμού να μου προσάψουν και θα σταματήσω εδώ. Και πρίν σ’ αφήσω, ορμώμενος από τη φωτογραφία, τώρα στο τέλος θα σου πω τί μου θύμισε.
Ήταν τότε, που υπήρξα παιδί του κατηχητικού κι εγώ και σήκωνα τα εξαπτέρυγα στις Περιφορές, όταν μπρος στην μικρή φλόγα του κεριού έκανα σκέψεις πολλές. Άλλοτε φοβικές, άλλοτε άσχετες, μον’ πάντα έννοια μου πρώτη ήταν να διατηρήσω τη φλόγα άσβεστη. Ένιωθα έτσι, ότι θα ‘μενε άσβεστη κι όποια σκέψη μου. Κι ας έπεφτε το λιωμένο κερί στο χέρι. Μ’ άρεσε μετά να ξύνω την κρούστα από το δέρμα μου. Κι ας με μάλωνε η μάνα μου, γιατί δύσκολα έβγαιναν η σταλαγματιές του λαδιού από τα ρούχα και τα παπούτσια μου. Κι όσο μεγάλωνα οι σκέψεις γίναν πονηρές. Σιγά σιγά, ήθελα πίσω από τη φλόγα να κρύβω αμαρτίες, να καίω ενοχές. Και μόλις, έσβηνα το κερί, γρήγορα τ’ άφηνα. Να μείνουν πίσω οι θηλιές ήθελα.. Και τώρα, οι σκέψεις γίναν ρηχές. Πια, δεν σκέφτομαι έντονα κι απείθαρχα μπρος στη φλόγα και με νοσταλγία αποζητώ του νου μου εκείνη των πρότερη δράση. Μόνο με το φως του κεριού ψάχνω να βρω ωραία γυναικεία βλέμματα, που αναδεικνύονται από τη λάμψη. Αναζητώ ποια με κοιτούν και τέλος. Στο ομολογώ κι αμαρτία ουκ έχω…
πηγή:Ολυμπία