Γράφει η Μαρία Αρβανίτη
Σωτηροπούλου
Τι γαλήνη και
τι ευτυχία ξεχύνονταν από κείνο το σπίτι! Τρία δωμάτια όλα κι όλα. Μπρος το
σαλόνι με τους καναπέδες αντικριστά, με τα κάτασπρα κολλαριστά κεντητά
καλύμματα, και πάνω οι φωτογραφίες των γονιών κι απογόνων που ξενιτεύτηκαν,
φωτογραφίες κακόγουστα βαμμένες από κάποιο πλανόδια φωτογράφο. Στη μέση το
τραπέζι μακρόστενο με το βελούδινο τραπεζομάντηλο να το σκεπάζει ως κάτω στο
χωματένιο δάπεδο. Κι έπειτα η σερβάντα γιομάτη γυαλιστερά ποτήρια, χρωματιστά
φλιτζάνια και στο τζάμι που τάκλεινε παλιές φωτογραφίες των παιδιών, σαν ήτανε
μικρά, των εγγονιών, που μόνο τα καλοκαίρια έφθαναν να γεμίσουν το σπίτι
φασαρία.
Στο βάθος η
κρεβατοκάμαρα μύριζε πάντοτε λιβάνι, με το παράθυρο βορινό συνέχεια να βουίζει
στον αέρα, που όμως είχε τη θέα ολόκληρου του νησιού με τα περιβόλια
καταπράσινα, με το χωριό αντικρύ κατάλευκο σα χιονισμένο ως κάτω τη θάλασσα,
πάντα μαγεύτρα.
Στη γωνιά τα
εικονίσματα. Κάθε παιδί και όνομα, κάθε όνομα και άγιος, κάθε άγιος και εικόνα,
κάθε εικόνα και η χρονολογία της γέννησης του παιδιού που προστάτευε.
Το καντήλι
πάντα αναμμένο ξέχυνε γαλήνιο φως και όταν τιντίριζε σαν πήγαινε να σβήσει,
θαρρείς κι ο κόσμος ολάκερος πάλευε τον ύστατο ανασαμό του.
Το κρεβάτι
σιδερένιο, με ασημένιο κεφαλάρι, τα σεντόνια κάτασπρα και πλουμιστά, τα
μαξιλάρια καλοκεντημένα κι ατσαλάκωτα. Πάνω από το κρεβάτι ένας Σταυρωμένος
κεντημένος σε βελούδο, παράξενος, όλο λουλούδια με χτυπητά χρώματα, δίχως
αίματα ή κάτι που να θυμίζει θυσία ή πόνο. Σταυρωμένος πρόσχαρος κατάλληλος για
νυφικό κρεβάτι.
Απέναντι μια
«καλημέρα» με καθρέφτη με ζωγραφιστά κορίτσια και πετσετοθήκη και κάτω της
ακριβώς το λαβομάνο με την πήλινη λεκάνη στη μέση, το μοσκοσάπουνο από την
Αμερική και την άσπρη κανάτα για το νερό.
Δίπλα μια
πόρτα ένωνε το δωμάτιο των γέρων, απ’ όπου έφθανε διαπεραστικό μεσ’ τη γαλήνη
το ερωτικό τραγούδι των καναρινιών, που μέσα από τα κλουβιά τους πάσχιζαν να
δοξολογήσουν τον Έρωτα. Οι γέροι κοιμόντουσαν σε χωριστά ντιβάνια, όπως τα
καναρίνια είχαν χωριστά κλουβιά, μα δεν τους ένοιαζε πια να τραγουδούν τον
έρωτα. Είχαν τελέψει τον προορισμό τους, πρόσμεναν το θάνατο γαλήνια,
καθισμένοι στη λιακάδα.
Οι γέροι είχαν
και τον «πόθο» τους, ένα «πόθο» που πλημύριζε το μικρό δωμάτιο με πράσια
αντρειωμένα μπράτσα, το αγκάλιαζε, σκέπαζε την οροφή και τόκανε να μοιάζει με
σπηλιά ή δάσος.
Απέναντι στην
αυλή η κουζινίτσα με το φουρνάκι, το βρυσάκι, τις λεκάνες και τις σκάφες.
Σκοτεινή, μαυρισμένη από την κάπνα, μυρωμένη από τις μυρουδιές των φαγητών ήταν
το μόνο δωμάτιο που κατοικιόταν. Εκεί έτρωγαν, εκεί, έπλεναν και πλενόντουσαν,
εκεί κουβέντιαζαν, εκεί κεντούσαν, εκεί μαζεύονταν γύρω από το μαγκάλι να
κουτσομπολέψουν, εκεί ζούσαν.
Το αδιάκοπο
μαρτύριο του νερού, που έβγαινε από τις στέρνες, το βρυσάκι που πάντα άδειαζε,
το φαί που πάντα μαγειρευόταν, η ζωή και η κίνηση έδιναν στο κουζινάκι μιαν όψη
εκκλησιάς, που δεν είχαν τ’ άλλα δωμάτια με τη γαλήνη και την πάστρα τους.
Ο κυρ Στέλιος
ολημερίς στο μαγαζί, η κυρα Ασπασία στο κουζινάκι.
Τις Κυριακές,
μετά την εκκλησία, όπου πήγαιναν, πάντα καλοντυμένοι, ο κυρ Στέλιος πέρναγε την
ώρα του στο καφενείο και η κυρα Ασπασία ξανάπιανε το μόχθο της καθημερινής
αγόγγυστα. Μοναδική ελπίδα ανάπαυσης τα γηρατειά, οι γέροι που κάθονταν
ολημερίς και μάζευαν τον ήλιο προσμένοντας το θάνατο. Μα ούτε και σε αυτό δε
μπορούσαν να ελπίζουν πια. Από τα δέκα παιδιά που ανάστησαν ούτε ένα δεν έμεινε
στο ρημάδι το νησί να τους γηροκομήσει. Άλλος στην Αθήνα, άλλος στην Αμερική,
άλλος στα καράβια. Και είχαν όλοι το σπίτι τους στο νησί, νοικοκυρεμένο,
καλοφτιαγμένο. Τόσα σπίτια ρήμαζαν χρόνο στο χρόνο, έρημα κι ακατοίκητα, δίχως
φωνές παιδιών, δίχως γέλια νιων.
Μα τι να
γίνει; Δίκιο έχουν τα παιδιά. Πώς να ζήσουν σε αυτό τον τόπο; Πώς να προκόψουν; Τα παιδιά τους γύρευαν
σπουδές, δουλειά. Πού να τα βρουν αυτά στο ρημαγμένο τους νησί; Το νησί είναι
καλό μα μόνο για το καλοκαίρι. Ως πέρσι δεν είχε ούτε ηλεκτρικό. Πώς να ζήσουν
τα παιδιά;
Και όλο και
στοίβαζε στο σαλόνι νέες φωτογραφίες η κυρα Ασπασία έγχρωμες, αληθινές, τόσο
φυσικές, του Κωστάκη, του γιου της Φανής, της Στέλλας, της κόρης του Λάμπη και
άλλα τόσα εγγόνια που τάξερε μόνο από τις φωτογραφίες, που δεν τα κανάκεψε,
όπως η μάνα της κανάκεψε τα δικά της τα παιδιά.
Και στο στενό
της κουζινάκι την έπιαναν τα κλάματα σαν έβλεπε τη γριά της εκατό τόσων χρονών.
-Ω μη με
αξιώσεις, Θεέ μου, να ζήσω τόσα χρόνια! συλλογίζονταν. Τώρα πια τι σκοπό έχω δω
πάνω; Να πλένω, να καθαρίζω, να μαγειρεύω, για ποιον; Για τους γέρους; Μα σε
λίγο θα πεθάνουν κι αυτοί. Για τον κυρ Στέλιο; Πόσο θα ζήσει κι αυτός; Ας
πέθαινα πρώτη, Θεέ μου! Ας λυτρωνόμουν πριν δω το χωριό έρημο, πριν μείνω σα
φάντασμα να σέρνομαι στους άδειους δρόμους.
Κι αν δεν τα’
αγάπησε τούτο το νησί η κυρα Ασπασία! Τα γλέντια, τα τραγούδια, τους χορούς που
είχε ζήσει νύφη καλοστεκούμενη, κοπέλα αφράτη! Σαν έρχονταν καράβι ή καΐκι, ε
ρε τι γλέντι άναβε στην πλατεία του αη Δημήτρη! Πώς ροδοκόκκινες οι κοπελιές
χορεύανε το μπάλο, πώς γλυκοκοίταζαν οι άντρες, πώς κελαηδούσαν τα βιολιά!
Κι ύστερα λένε
τα παιδιά «έλα στην Αθήνα». Να την κλείσουνε σ’ ένα κουτί, μια πολυκατοικία, να
μη μπορεί ν’ ανασάνει, να μη μπορεί να βγει έξω – Πόση φασαρία, χριστέ μου,
κάνουν αυτά τα αυτοκίνητα- και σαν πεθάνει να τη θάψουν σε ένα τάφο, που θα την
ξεθάψουν σε λίγα χρόνια με το ζόρι. Πεθαίνουν πολλοί εκεί, λέει. Δεν ξέρουν πού
να τους θάψουν. Οι τάφοι είναι οικόπεδα.
Ας τους να
λένε. Θα μείνω εδώ, να πεθάνω ήσυχη, να με θάψουν σε καθαρή γη, να λιώσω, να μη
τυραγνιέται η ψυχή μου ακόμη και μετά το θάνατο…
Ο Θεός τη
λυπήθηκε την κυρα Ασπασία. Γκρεμίστηκε ένα βράδυ στο σκοτεινό ανηφοράκι του
σπιτιού της. Δεν είχε φως μα ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά το δρόμο.
Την κουβάλησαν
στο μοσκοβολιαστό κρεβάτι μισοπεθαμένη. Στύλωσε το βλέμμα στις εικόνες.
-Δόξα σοι ο
Θεός! ψιθύρισε. Πήγε να κάνει το σταυρό της μα δεν το τέλειωσε.
Το σπίτι
μοσκοβολούσε λιβάνι, τα καναρίνια ξελαρυγγίζονταν νυχτιάτικες φλυαρίες.
Δίχως
γιατρούς, φασαρίες και περιττά βάσανα παράδωσε την ψυχή της σε Αυτόν που
πίστευε. Οι άλλοι δίχως τη φροντίδα της αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στην
Αθήνα. Οι γέροι μέσα σ’ ένα χρόνο πέθαναν κι αυτοί. Ο κυρ Στέλιος ταχιά
προσαρμόστηκε στη ζωή της πρωτεύουσας.
Το σπίτι τ’
όμορφο ρήμαξε κι αυτό. Αναρωτιέμαι συχνά τι νάχει απομείνει από τις γλάστρες
της αυλής του.