Γράφει ο Παναγιώτης Τελεβάντος
Μου κάνει εξαιρετικά αρνητική εντύπωση η αδυναμία των Οικουμενιστών να διεξάγουν διάλογο με τους παραδοσιακούς πιστούς.
Οποτε έχει επιχειρηθεί αυτός ο διάλογος είναι κυριολεκτικά διάλογος μεταξύ κωφών.
Οι Οικουμενιστές επαναλαμβάνουν το ΙΔΙΟ μοτίβο σταθερά: “Είναι χρήσιμο να διαλεγόμαστε”.
Οι παραδοσιακοί πιστοί τους απαντούν: "Είναι όχι απλά χρήσιμο αλλά αδήριτή σας υποχρέωση να διεξάγετε διάλογο."
Και οι Οικουμενιστές;
Συνεχίζουν το ίδιο τροπάριο: “Δεν μπορούμε να κλειστούμε στον εαυτό μας. Πρέπει να ξανοιχτούμε στον κόσμο και να διαλεχθούμε με όλους”, απαντούν λες και δεν άκουσαν τις τους απάντησαν οι παραδοσιακοί πιστοί.
Υπάρχουν τρεις εκδοχές γι’ αυτή την αδυναμία διεξαγωγής πραγματικού διαλόγου μεταξύ των Οικουμενιστών και των παραδοσιακών πιστών:
Η πρώτη εκδοχή:
Οι Οικουμενιστές δεν πιστεύουν ότι οι παραδοσιακοί πιστοί θέλουν να γίνονται διάλογοι και θεωρούν ότι οι διαβεβαιώσεις τους είναι υποκριτικές.
Η δεύτερη εκδοχή:
Οι Οικουμενιστές γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι παραδοσιακοί πιστοί θέλουν να διεξάγονται διάλογοι με μια φυσικά προυπόθεση. Οτι στους διαλόγους οι εκπρόσωποι της Ορθοδοξίας πρέπει να προβάλλουν την πίστη μας και να μην παραβαίνουν τους κανόνες και τα δόγματα της Εκκλησίας.
Οι Οικουμενιστές όμως δεν ενδιαφέρονται να διεξάγουν αυτής της φύσεως τους διαλόγους, αλλά διαλόγους που θα συμβιβάσουν με αθέμιτο τρόπο τα διεστώτα.
Ετσι γνωρίζουν μεν ότι οι παραδοσιακοί πιστοί είναι ειλικρινείς όταν λέγουν ότι θέλουν να διεξάγονται διάλογοι, πλην όμως οι Οικουμενιστές δεν ενδιαφέρονται να διεξάγουν θεολογικούς διαλόγους, αλλά πολιτισμικούς, κοινωνικούς, οικολογικούς, ή διαλόγους που καταλήγουν σε προδοτικά για την Ορθοδοξία κείμενα, όπως της Ραβέννας, της Ελούντας και του Πόρτο Αλέγκρε ή προδοτικές για την Ορθοδοξία Συμφωνίες όπως του Σαμπεζύ και το Μπαλαμάντ.
Ετσι προσποιούνται ότι δεν ακούουν τι τους απαντούν οι παραδοσιακοί πιστοί αναφορικά με τους διαλόγους και συνεχίζουν να λένε τα δικά τους.
Η τρίτη εκδοχή:
Μπορεί όντως οι Οικουμενιστές ή τουλάχιστον ορισμένοι από αυτούς να μην αντιλαμβάνονται τι τους λέγουν οι παραδοσιακοί πιστοί.
Οχι με την έννοια ότι είναι αμβλύνοες και δεν κατανοούν τι ακούουν αλλά επειδή είναι τόσο πολύ μεθυσμένοι από τις ψευδαισθήσεις της αγαπολογίας και της “ενωσιολογίας” των φρούδων ελπίδων που καλλιεργούν, ώστε κατέστησαν τον εαυτό τους ανίκανο να αντιληφθεί τι συμβαίνει γύρω τους.
Οποια εκδοχή και αν ισχύει μεταξύ των τριών ένα είναι το σίγουρο.
Ο διάλογος μεταξύ των Οικουμενιστών και των παραδοσιακών πιστών αναπτύσσεται σε παράλληλες γραμμές που δεν συναντούνται πουθενά.