Γράφει ο Αλέξανδρου Σ. Καριώτογλου
Ένας χαριτωμένος μαθητής στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου ήταν ο Αλέξανδρος. Σιγά σιγά του ανοιγόταν η πύλη της έφηβείας. Όλα κυλούσαν ομαλά στη σχολική του ζωή όταν αιφνίδια εισέβαλε στην οικογενειακή του ευτυχία μια μεγάλη δοκιμασία. Ένα Σαββατοκύριακο ταξιδεύοντας με τον πατέρα του, τη μητέρα του και την αδελφή του συνέβη ένα τροχαίο ατύχημα, από το οποίο βγήκε μόνο ο Αλέξανδρος ζωντανός και με πολλαπλά κατάγματα οδηγήθηκε στο Νοσοκομείο των Παίδων. Θα έπρεπε να νοσηλευθεί τουλάχιστον πέντε μήνες. Το νέο έπεσε σαν κεραυνός στο σχολείο. Ο Σύλλογος των καθηγητών αποφάσισε να πηγαίνουν οι καθηγητές εναλλάξ στο νοσοκομείο να του κάνουν κάποια μαθήματα για να μή χάσει τη χρονιά του.Ο ρόλος μου ήταν ακόμα πιο αυξημένος. Προσπάθησα να τον στηρίξω όσο ήταν δυνατόν ψυχολογικά, να του εμφυσήσω την ελπίδα για το μέλλον του και την αισιοδοξία για την παραπέρα πορεία του στη ζωή. Όλο αυτό τον καιρό δεν του είχε ειπωθεί τίποτα για το θάνατο των γονιών του και της αδελφής του. Η οικογένεια έτσι είχε αποφασίσει θέλοντας να τον στηρίξει στη συγκεκριμένη περίοδο, μέχρι πού να αποθεραπευτεί. Όταν ήταν έτοιμος ο Αλέξανδρος να αποχωρήσει από το νοσοκομείο η οικογένεια θέλησε να μου αναθέσει να προετοιμάσω τον τρυφερό Αλέξανδρο να δεχθεί το τραγικό μαντάτο. Ο Αλέξανδρος έμεινε για είκοσιτέσσερις ώρες στη σιωπή. Όταν του ανακοινώθηκε η αλήθεια για το θάνατο των δικών του έκλαψε πολύ. Σταμάτησε για λίγο, όταν τον επισκέφτηκαν κάποιοι συμμαθητές του και συνέχισε μετά, όταν έφυγαν. Όταν την έπομένη πήγα να τον δω, για πρώτη φορά δεν δέχτηκε να τον φιλήσω όπως κάναμε πάντοτε κάθε φορά πού τον επισκεπτόμασταν. Μετά εικοσιτέσσερις ώρες αναδύθηκε ένας Αλέξανδρος μεγαλωμένος κατά είκοσι χρόνια. Έδειχνε μιαν αφάνταστη ωριμότητα. Ζήτησε να επισκεφτεί τον τάφο των γονιών του και της αδελφής του και ανακοίνωσε πολύ σοβαρά στην οικογένεια ότι είχε αποφασίσει να μείνει στο πατρικό του σπίτι. Αν ήθελε κάποιος από την οικογένεια να τον ακολουθήσει θα έπρεπε να μείνει μαζί του στο σπίτι του. Μια θεία, ευλογημένη γυναίκα, πήγε μαζί του.
Την πρώτη μέρα πού ήρθε στο σχολείο με τις πατερίτσες τον κάλεσα να κουβεντιάσουμε. Τον ρώτησα, αν ειχε παράπονο από το Θεό. Μου απάντησε με πολλή σοβαρότητα ότι δεν θα μπορούσε να το πει παράπονο. Όχι, δεν ειχε παράπονο. Πονούσε όμως γι’ αυτό πού του ειχε συμβεί. Μερικές φορές έλεγε εκείνο το γνωστό στις περιπτώσεις «γιατί». Όμως, μου δήλωσε, ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει κι έτσι τη ζωή του. «Αλέξανδρε», του είπα, «θαυμάζω την ωριμότητά σου. Θα μπορούσα να σου δώσω μια εξήγηση, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι θα μπορούσε να σε ικανοποιήσει τόσο, ώστε να πάψει να εκφράζεται εκείνο το “γιατί”. Ίσως, αν είχες και τους δικούς σου, με όλες τις ευκολίες πού θα σου παρείχαν, να γινόσουν “ένα χαμένο κορμί”. Τώρα είμαι βέβαιος ότι θα γίνεις ένας χρήσιμος άντρας. Πιθανό να σου φαίνεται ακόμα και αστεία η εξήγηση αυτή. Σκέψου όμως, ότι ίσως να έχει μια βάση. Και πρέπει να γνωρίζεις ότι όπως σκεφτόμαστε εμείς οι άνθρωποι δεν σκέφτεται ο Θεός. Υπάρχουν κάποια πράγματα πού για μας τους ανθρώπους φαίνονται παράλογα. Ο Θεός σίγουρα εκτιμάει εντελώς διαφορετικά τις καταστάσεις της ζωής μας».
Ο Αλέξανδρος κούνησε το κεφάλι του σαν να ήθελε να πει ένα «ίσως» και προχώρησε προς την τάξη του.
Σ’ όλα τα μαθητικά του χρόνια αντιμετώπισε λεβέντικα τη ζωή μαζί με τη θεία του, τη δεύτερη μάνα του. Πάντα βρισκόμαστε σε επαφή. Τελείωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και αυτή την ώρα πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές στη Σκωτία.
Η απελπιστική θέση στην οποία βρέθηκε στάθηκε ένα προνόμιο γι’ αυτόν, για να αναδυθεί μέσα από τον εαυτό του ένας ώριμος άνδρας. Του «βγάζω το καπέλο» και τον αγαπώ πάντα.
πηγή: Αλέξανδρου Σ. Καριώτογλου, Μαθητικό Συναξάρι – Ιστορίες παιδείας οδυνηρές και ωφέλιμες, Εκδόσεις Ακρίτας