Η φιλία είναι η πιο έντιμη εκδοχή της αγάπης. Γι' αυτό και είναι τόσο στιλπνή, τόσο ικανοποιητική. Σαν χιόνι αφράτο, φρέσκο και πεντακάθαρο, προβάλλει αμέσως κάθε σκουπιδάκι που πέφτει πάνω της, κάθε βρόμικο βήμα. Πηγαίνουμε προς αυτήν από ηθικό ανάστημα και για ηθικό ανάστημα. Από γενναιόδωρη και θαρραλέα ωριμότητα. Ακόμη και τα μικρά παιδιά, στις πραγματικές φιλίες τους φέρονται ώριμα, ασκούνται και παιδαγωγοΰνται απ' της φιλίας τις αξιώσεις.
Πάντα διαβάζω με συγκίνηση στο Ευαγγέλιο για τον Ιησού που λέει στους μαθητές Του: «Εσείς είστε οι φίλοι μου...» Αργότερα, στον Μυστικό Δείπνο και λίγο πριν ξεκινήσουν για πέραν τον χειμάρρου των Κέδρων προς το μαρτύριο των Παθών, να απευθύνεται στον Πατέρα και να Του λέει: «Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανένας απ'αυτούς δε χάθηκε, παρά μόνο ο άνθρωπος της απώλειας ...». Όχι την ανθρωπότητα όλη, όχι τον κόσμο όλο ως Θεάνθρωπος, αλλά τούτους προσωπικά τους δώδεκα, τους έντεκα μάλλον, τους φίλους Του. Από το προσωπικό και συγκεκριμένο πηγαίνουμε προς το παγκόσμιο, δεν υπάρχει άλλη πύλη. Κι αν γεννάμε δικό μας παιδί είναι για να γνωρίσουμε πάνω του, με τον καημό του, τις αγωνίες του, την αυτοθυσία που μας εμπνέει, τι είναι αγάπη για τον άλλο άνθρωπο. Δίχως τούτη την οδύνη, την προσωπική, την συγκεκριμένη προς τούτο το δικό μας παιδί, δεν καταλαβαίνουμε τι εννοεί ο Εσταυρωμένος Χριστός αγάπη.
Μόνο με ψυχικό μεγαλείο αξίζει να ζει κανείς μια ζωή. Αλλιώς, το πέρασμα του απ' τον κόσμο θα παραπαίει σαν μισοξεφούσκωτο μπαλόνι ανάμεσα στα σκουφιά ενός τελειωμένου καρναβαλιού. Θα μοιάζει με τις αξιοθρήνητες αφίσες των υποψηφίων που δεν εκλέχθηκαν τελικά, ξεθωριασμένες απ' τη βροχή, την επομένη των εκλογών. Στη φιλία τα μέρη είναι ισότιμα, ισότιμα με την υπερβατική έννοια, όπου ο καθένας αισθάνεται -χωρίς μειονεξία αλλά με εκτίμηση - ανώτερο τον άλλο. Το έχω ξαναπεί πως από όλους τους αμφίβολους ορισμούς της αγάπης - αν υπάρχουν τέτοιοι - έχω ξεχωρίσει έναν, αυτόν που λέει: Αγαπώ όταν βάζω τις ανάγκες εκείνου που αγαπώ πάνω από τις δικές μου ανάγκες.
«Καλά», θα αντιδράσει κάποιος, «δεν είναι ανθρώπινο να ζητάς αμοιβαιότητα στις αγαπητικές σχέσεις; Είναι κακό να μην επιτρέπεις να σε εξαπατούν, να σε εκμεταλλεύονται;» Ασφαλώς και όποιος αγαπά δεν αντέχει να είναι ο αγαπημένος του φίλος εκμεταλλευτής, δε δέχεται να έχει φίλο κίβδηλο. Τότε, αν διαπιστώσει κάτι τέτοιο, τινάζει και τον κονιορτό των υποδημάτων του και φεύγει. Γιατί δεν πρόκειται εδώ για διαφωνία, για αλλιώτικη άποψη, για ανθρώπινα λάθη που συζητιούνται και συγχωρούνται, αλλά για προδοσία. Άλλο τσακώνομαι, άλλο προδίδομαι. Έχει σημασία η διάκριση του τι από τα δύο συμβαίνει στις απογοητεύσεις μας. Και τότε δεν είναι πως φεύγουμε γιατί έτσι αποφασίσαμε, αλλά επειδή η ίδια η καρδιά μας έφυγε αυτόματα απ' όπου ένιωσε προδοτική παγωνιά. Από ενστικτώδη νόμο, όπως τα αποδημητικά πουλιά το χειμώνα, φεύγουμε. Πρώτα φεύγει η καρδιά, μετά εμείς νιώθουμε άσχημα, δύσκολα, και, τέλος, τα πόδια μας, τα παπούτσια μας, ξεκινούν —θέλουμε δε θέλουμε— να φεύγουν. Είναι πράξη αγάπης να φεύγουμε κάποιες φορές.
Η τιμιότητα και η δικαιοσύνη αποτελούν στοιχειώδη αιτήματα της ψυχής. Η ζυγαριά του είναι, που εδώ ονομάζουμε και συνείδηση, με την έννοια της ευσυνειδησίας, θέλουμε δε θέλουμε, κάνει τη δουλειά της με την ακρίβεια μάλιστα της υπερευαίσθητης ζυγαριάς του χρυσοχόου. Και δεν είναι εγωισμοί αυτά· είναι, είπαμε, η φυσική δικαιοσύνη της πνοής δικαίου εντός μας. Του αδέκαστου, σπλαχνικού κριτή που μας φύσηξε την πνοή του.