Γράφει η Θαλλαλαία Καραμολέγκου
Το πλοίο αδίστακτο και αδιάλλακτο περίμενε απέναντι μας να του παραδοθούμε οικειοθελώς Η καρδιά μας κοιτούσε πίσω κι εκεί έμενε, τα μάτια προς το πλοίο γυρισμένα μα εκείνη η ψυχή ήταν αγκυροβολημένη αλλού... Οι βαλίτσες στα χέρια και τα πόδια μηχανικά εκτελούσαν οδηγίες του εγκεφάλου, περπάτα έλεγε προς τα εκεί, προς την είσοδο του πλοίου, κανείς δε ρώτησε την καρδιά, κανείς δεν αποκρίθηκε στα δάκρυα και την ψυχή για την γνώμη τους.... Όσα βήματα έκαναν μπροστά τα πόδια τόσα χιλιόμετρα πίσω έτρεχε το μυαλό σε ένα όνειρο που δεν ήθελε να τελειώσει σε μία πραγματικότητα άλλη, ήρεμη και ονειρεμένη...
-Τι είναι αυτό στο μαγουλό σου; αποκρίθηκε η μητέρα ενώ προχωρούσα άθελα προς το γυρισμό
-Τίποτα, απλώς αναπολούσα , απάντησα...
Λένε ότι όταν κλαίει η ψυχή λιγμός δεν βγαίνει ένα μονάχα βουβό κλάμα, δάκρυα κυλούν στο πρόσωπο σα να καθαρίζουν τα έγκατα της καρδιάς που ψυχοραγούν...Πόσο γλυκά σε αντικρίζει ο τόπος σου κάθε στιγμή και πόσο βαρύς είναι ο πόνος της ξενιτιάς μόλις φεύγεις...Το σώμα μου λυμένο πάτησε στο εσωτερικό του κινούμενου εχθρού της καρδιάς μου, ενός πλοίου που πολιορκούσε αθόρυβα την ψυχή μου, μα εκείνη ήταν δεμένη εκεί έξω, στα πλακόστρωτα δρομάκια, στα αθώα γέλια μιας παρέας, στις δοξασμένες και αληθινές καταστάσεις μιας οικογένειας, στην αυθεντική αύρα, σε εκείνο τον αέρα που μαγεμένα διώχνει τις σκοτούρες της ζωής και γενικά σε σένα τόπε και σε σένα άνθρωπε που κατοικείς σε αυτόν... Μα είναι η σκέψη δυνατή να αποχωριστεί τόσες αναμνήσεις; Είναι το μυαλό ικανό να διώξει όλες εκείνες τις στιγμές που βιώνεις σε τέτοια παραμυθένια σκηνικά; Κι αν είναι ποιός θα ήθελε ποτέ να αποχωριστεί τέτοιες μνήμες; Κανένας...
Καθισμένη σε μία στρογγυλή πολυθρόνα του πλοίου κοντά στα παράθυρα πίεζα τους οφθλμούς να μην κοιτάνε έξω, δεν ήθελα άλλες σταγόνες ψυχής να φανούν. Κι έτσι σκυμμένη το μυαλό ταξίδευε σε ιστορίες, σε γεγονότα, σε σκηνές...Κι όλο ταξίδευε με το βλέμμα χαμένο στο πάτωμα... Θα μου λείψει σκεφτόμουν κι όχι λίγο... Θα γυρίσω σκεφτόμουν πάλι να αντικρίσω το δικό μου παράδεισο ξανά κι ένα ακόμα όνειρο να ζήσω...
-Ξύπνα, η ώρα είναι περασμένες 10... φώναζε πάνω από το κρεβάτι μου η αδερφή μου...
Τα μάτια μου το γύρω χώρο σφιχτά κλεισμένα αρνούνταν να αντικρίσουν μα έπρεπε να το δουν...Ένας κόσμος άλλος, διαφορετικός που δεν ομοιάζει σε τίποτα το δικό μου παράδεισο..
Θα τον ξαναδώ όμως κάποια στιγμή και στο όνειρο ξανά θα κολυμπήσω με πανιά δίχως φόβο...Τα μάτια μου κάποτε εκείνον τον τόπο θα αντικρίσουν, μα η σκέψη μου πάντα μαζί του θα είναι...