Σαν την θεότη αισθάνθηκε την ιδική σου , Κύριε
Ευθύς κοντά σου έτρεξε σαν άγια Μυροφόρα.
Με κλάματα και οδυρμό μύρα πριν την Ταφή σου
Να φέρει στον αυριανό νεκρό και ζωοδότη.
«Αλοίμονο», στενάζοντας «σε μένα , ότι νύχτα
Βαθιά εντός μου πνιχτική και μαύρη βασιλεύει
Ασέληνος και ζοφερός έρωτας για το Κρίμα,
Μανία πού με τυραννά, ακόλαστη μανία!
Τα δάκρυα πού πληθερά πηγάζουν απ’εντός μου
Δέξου, Εσύ πού νέφαλα του ουρανού αρμόζεις
Σε θάλασσες να πλάθονται και πάλι νέφη να’ναι.
Στρέψε δω χάμου την Καρδιά στην μαύρη την καρδιά μου
Πού στεναγμοί την εδονούν , Εσύ ω Ταπεινέ μου,
Πού ουρανούς έως την γη έκλινε ο Ερχομός Σου.
Τα πόδια σου τα άχραντα θα τα καταφιλήσω
Με τους βοστρύχους τους πυκνούς της άθλιας κεφαλής μου
Να μην χρανθείς , ω Άχραντε, θα τα κατασφουγγίσω.
Τολμώντας τα ποδάρια Σου Χριστέ, εγώ θ’αγγίξω
πού κάποτε μες στην Εδέμ η μάνα μου η Εύα
Άκουσε κάποιο δειλινό πικρό το θρόισμα τους
να κροταλίζει στα αυτιά της ενοχής σιμά της
και από τρόμο και ντροπή εκρύβη φοβισμένη.
Χάος βαθύ και απύθμενο και ποιός να το μετρήσει
Οι αμαρτίες οι φρικτές πού έχω καμωμένες!
Και είναι μεγάλη άβυσσος το Δίκιο Σου , Χριστέ μου,
Αλλά κι η αγάπη Σου πολλή, απύθμενη πού δείχνεις.
Γι’αυτό και ικετεύω Σε, Εσένα Ψυχοσώστη
Μην προσπεράσεις δίκαια την πού’πεσε Σου δούλη
Ότι το σπλάγχνος Σου βαθύ , Σωτήρα μου, πού έχεις» .