Γράφει ο Νεκρός
Ἰούδας: τὸ μεγάλο μυστήριο, ποὺ ἐνέπνευσε συγγραφεῖς ὅπως ὁ Καζαντζάκης («Τελευταῖος πειρασμός» – ὁ Ἰούδας ἀπαραίτητος, ἐξιλαστήριο θύμα τοῦ θείου Πάθους) καὶ ὁ Μπόρχες («Τρεῖς ἐκδοχὲς τοῦ Ἰούδα» – ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ὁ Ἰησοῦς, ἀλλὰ ὁ Ἰούδας, γιατί ἡ προδοσία ἦταν πιὸ μεγάλη τραγωδία ἀπὸ τὴ σταύρωση, ἑπομένως αὐτὴ ἦταν ἡ ἀληθινὴ θυσία).
Τὴ συγκίνηση ἐπιτείνει ἡ ὑποψία ὅτι ὁ Ἰούδας ἦταν ζηλωτὴς (μέλος ἐπαναστατικοῦ σώματος) ὅταν ὁ Ἰησοῦς (κάτω ἀπὸ συνθῆκες ποὺ δὲν ἀναφέρονται) τὸν κάλεσε στὴν παρέα τῶν δώδεκα. Τὴν ὑποψία αὐτὴ δημιούργησε τὸ ἐπίθετο Ἰσκαριώτης, ποὺ συνδέεται ὑποθετικὰ μὲ τὸ εἰδικὸ στιλέτο (sicarius) ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ ζηλωτὲς κατὰ τὶς ἐπιθέσεις αὐτοκτονίας τους ἐναντίον τῶν Ρωμαίων.
Φανατικοὶ ἢ ἥρωες, οἱ πρόγονοι τῶν σημερινῶν καμικάζι, ποὺ χτυποῦσαν μὲ τυφλὴ ἀπελπισία τοὺς προγόνους τῶν σημερινῶν ἀδίστακτων κατακτητῶν, προκάλεσαν τὴ συμπάθεια καὶ τὸ μύθο ὅτι ὁ Ἰούδας ἀγαποῦσε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ Τὸν πρόδωσε εἴτε ἀπὸ ἀγανάκτηση, ὅταν ἔνιωσε νὰ προδίδονται οἱ προσδοκίες του γιὰ ἀπελευθερωτῆ Μεσσία, εἴτε γιὰ νὰ Τὸν ἐξαναγκάσει ἔμμεσα νὰ ἐνεργοποιήσει τὴ θεϊκή Του δύναμη καὶ ν᾿ ἀρχίσει ἐπιτέλους ἡ ἀποτίναξη τοῦ ἀπάνθρωπου ρωμαϊκοῦ ζυγοῦ ποὺ ὀνειρευόταν τὸ ἑβραϊκὸ ἔθνος. Τὸ μύθο συντήρησαν οἱ κινηματογραφικὲς καὶ τηλεοπτικὲς παραγωγές, μὲ ἀποτέλεσμα σήμερα ὁ ἀδαὴς καὶ σχετικὰ ἀθῶος μέσος καταναλωτὴς νὰ τὸν καταναλώνει μηρυκάζοντας μαζὶ μὲ τὰ γενετικὰ τροποποιημένα προϊόντα ποὺ σερβίρονται στὸ καθημερινὸ πιάτο του.
Προσωπικὰ δὲ γνωρίζω ἂν εἶναι βάσιμη ἡ ὑπόθεση γιὰ προαποστολικὴ θητεία τοῦ Ἰούδα στὸ κίνημα τῶν ζηλωτῶν. Δὲν τὸ θεωρῶ πολὺ πιθανόν, γιατὶ δὲν ἔχω ἀκούσει τὸ χαρακτηρισμὸ Ἰσκαριώτης γιὰ τοὺς φορεῖς τοῦ σικαρίου. Ἀντίθετα, ὁ ἀπόστολος Σίμων ὁ Κανανίτης χαρακτηρίζεται καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτής (Λουκ. 6, 15), ἑπομένως πρέπει νὰ ἀνῆκε στὸ κίνημα πρὶν γίνει ἀπόστολος. Στὰ εὐαγγέλια βέβαια δὲν ὑπάρχει νύξη γιὰ ζηλωτικὲς δραστηριότητες ἢ καὶ σκέψεις τῶν δυὸ ἀποστόλων, ὁπότε, ὅ,τι κι ἂν συνέβαινε στὴ ζωή τους πρὶν τὴν ἀποστολικὴ κλήση τους, ἡ κλήση αὐτὴ ἦταν κάτι πιὸ σημαντικὸ ἀπ᾿ ὅσο θὰ θέλαμε νὰ πιστεύουμε στὶς ἁπλουστευτικὲς ἑρμηνεῖες ποὺ δίνουμε στὰ γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης...
Ἀντίθετα, ὁ Ἰούδας χαρακτηρίζεται «κλέπτης» (Ἰω. 12, 6) καὶ εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ εὐαγγελιστὲς θεωροῦν τὰ χρήματα ὡς τὸ μόνο κίνητρο ποὺ τὸν ὁδήγησε στὴν προδοσία. Ἴσως ἡ παρατήρηση τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ τὸν ἔλεγξε ἔμμεσα πλὴν σαφῶς γιὰ τὴ φιλαργυρία τοῦ στὸ Ἰω. 12, 1-8, νὰ φούντωσε μέσα του τὴ φλόγα κάποιου μίσους -τοῦ ἀνεξήγητου μίσους ποὺ ἐνίοτε τρέφουμε γι᾿ αὐτὸν ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ, ἴσως ἀπὸ ζήλια ἢ ἐπειδὴ ἔχουμε κλείσει ἑρμητικὰ τὴν καρδιά μας ἀπέναντι στὸν «ἄλλο» καὶ μᾶς τρομάζει ἡ ἰδέα τῆς ἀγαπητικῆς προσέγγισης. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ συμπτώματα τῆς πτωτικῆς παραφροσύνης τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ εὐαγγελιστὲς τὸ θεωροῦν ὑποβολιμαῖο ἀπὸ τὸ διάβολο, ποὺ ὤθησε τὸν Ἰούδα στὴν προδοσία κατὰ τὸ Λουκ. 22, 3.
Τὸ ὅτι κάτι μπορεῖ νὰ εἶναι ὑποβολιμαῖο ἀπὸ τὸ διάβολο δὲν ἀναιρεῖ τὴν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου, γιατὶ ὁ διάβολος τοῦ τὸ ὑποβάλλει, δὲν τὸν κυριεύει γιὰ νὰ τὸν ἔχει ὑποχείριο. Ὁ ἄνθρωπος πάντα μπορεῖ νὰ πεῖ ὄχι.
Τὸ κρίσιμο στὰ συμπεράσματά μας γιὰ τὸν Ἰούδα εἶναι τὸ κριτήριο, μὲ τὸ ὁποῖο ἀντιμετωπίζουμε τὰ γεγονότα καὶ τὸ ὁποῖο ἔχει φυσικὰ διαμορφωθεῖ στὸ νοῦ μας ἀπὸ πρίν. Δηλαδή, οἱ σημερινοὶ «οὐδέτεροι» ἐξηγητὲς εἶναι πεπεισμένοι ὅτι κάτι ὕποπτο ὑπάρχει στὴν περίπτωση τοῦ Ἰούδα: οἱ παπάδες εἶναι πονηροί, ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία ἀπάτη, ἑπομένως ὁ Ἰούδας εἶναι θύμα τῶν περιστάσεων. Ἀντίθετα, ἐμεῖς εἴμαστε πεπεισμένοι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὅτι ἀγάπησε καὶ ἀγαπᾶ ἀκόμη τὸν Ἰούδα ὅσο καὶ τὸν Ἰωάννη (ὁ Ἰωάννης ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τὸν Ἰησοῦ, γι᾿ αὐτὸ ἦταν «ἀγαπημένος μαθητής Του») καὶ ὅτι μὲ πόνο προσπάθησε νὰ προειδοποιήσει τὸν Ἰούδα νὰ ἀκυρώσει τὴν προειλημμένη ἀπόφασή του, ὅταν εἶπε μπροστά του ὅτι θὰ ἦταν καλύτερο γιὰ τὸν προδότη νὰ μὴν εἶχε γεννηθεῖ (Λουκ. 22, 22, Ματθ. 26, 24). Νὰ μὴν εἶχε γεννηθεῖ, ὄχι γιατὶ ὁ κακὸς Θεὸς θὰ τὸν ὑποβάλει σὲ αἰώνια βασανιστήρια στὴ σαδιστικὴ κόλασή Του γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὴν προδοσία κατὰ τοῦ Υἱοῦ Του (οἱ ἀπόψεις αὐτὲς ποτὲ δὲν ἀνῆκαν στὴν παράδοσή μας καὶ εἶναι γιὰ μᾶς ἀπαράδεκτες), ἀλλὰ γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ προδότης εἶχε κλείσει τὴν καρδιά του ἀπέναντι στὸ συνεχὲς ἀγαπητικὸ κάλεσμα τοῦ Ἰησοῦ κι ἑπομένως θ᾿ ἀρνιόταν νὰ βρεθεῖ μαζί Του στὸν παράδεισο. Πῶς νὰ συνυπάρχεις αἰώνια μὲ κάποιον ποὺ δὲν ἀγαπᾶς; Ἂν ὅμως ἐπιλέγεις τὴν αἰώνια μόνωση, φυλακισμένος στὴν αὐτοφυλακή σου, εἶσαι δυστυχισμένος καὶ μάλιστα ἡ τραγικότητά σου εἶναι κοσμικῶν διαστάσεων.
Τὸ ἀγαπητικὸ κάλεσμα τοῦ Ἰησοῦ
Τὸ ἀγαπητικὸ κάλεσμα τοῦ Ἰησοῦ δὲν περιορίστηκε στὸ νὰ πλύνει τὰ πόδια τοῦ Ἰούδα μαζὶ μὲ ὅλων τῶν ἀποστόλων στὸ μυστικὸ δεῖπνο (Ἰω. 13, 1-20) καὶ στὴ συνέχεια νὰ τοῦ μεταδώσει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του, κάνοντάς τιν κοινωνὸ μιᾶς ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς στιγμὲς στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας (ὅπως νομίζουμε βέβαια ἐμεῖς, οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ποὺ πολεμᾶμε κατὰ τῆς καταπίεσης μὲ μοναδικὸ ὅπλο μας τὴ θεία Κοινωνία, ἀκόμη κι ὅταν ἡ καταπίεση φορᾶ κίβδηλο χριστιανικὸ μανδύα), ἀλλὰ συνεχίστηκε χωρὶς δισταγμὸ καὶ τὴν ὥρα τοῦ προδοτικοῦ φιλήματος. «Φίλε», τοῦ εἶπε, «γιατί ἦρθες;» (Ματθ. 26, 50). Δὲν τὸ ἔκανε γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὴ σύλληψη - αὐτὸ εἶχε πλέον δρομολογηθεῖ. Τοῦ ἅπλωνε τὸ χέρι γιὰ μετὰ τὴ σύλληψη, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει κοντά Του καὶ νὰ σωθεῖ!
Συγχωρέστε με, ἀλλὰ ἐκπλήσσομαι τόσο ἀπὸ τὸ μέγεθος τῆς πώρωσης τοῦ Ἰούδα (εἶναι κι αὐτὸς ἕνα ἀρχέτυπο, τὸ ἀρχέτυπο τοῦ πωρωμένου ἀνθρώπου), ὥστε μετὰ τὸν Ἰούδα τὸ χρῶμα τῆς πανανθρώπινης τραγικότητας ἔχει σκουρύνει στὰ μάτια μου. […] Ἐντάξει, ἂς δεχτοῦμε ὡς προτιμότερο νὰ μὴν ἀνακατεύουμε στὶς λογικὲς καὶ ἀποστασιοποιημένες ἑρμηνευτικές μας ἀπόπειρες τὰ ἄχρηστα καὶ ἐπιστημονικῶς ἀδιάφορα συναισθήματά μας.
Ὁ Ἰούδας λοιπὸν –κατὰ κάποιους γενναῖα, κατ᾿ ἐμὲ νοσηρὰ καὶ λυπηρὰ– προτίμησε νὰ κρεμαστεῖ παρὰ νὰ ἐπιστρέψει στὸ κέντρο τῆς ἀγάπης ποὺ διαρκῶς, συντετριμμένη ἀπὸ τὸν πόνο τῶν ψυχικῶν καὶ σωματικῶν τραυμάτων Της, τὸν καλοῦσε, τὸν καλοῦσε, τὸν καλοῦσε, τὸν καλοῦσε, τὸν καλοῦσε. Πέταξε τὰ ἀργύρια πίσω στοὺς ἀρχιερεῖς, γιατὶ τὸ κέρδος τῆς ἁμαρτίας του ἦταν μάταιο (ἡ ἁμαρτία δὲν ἦταν ἁπλὰ ἡ προδοσία, ἀλλὰ τὸ ἀμετάκλητο ἄνοιγμα τοῦ ἐαυτοῦ του πρὸς τὸ σκοτάδι) καὶ διέπραξε τὴ δεύτερη προδοσία, τὴ χειρότερη: πρόδωσε τὴν ψυχή του. Ἀντὶ νὰ μετανοήσει, αὐτοκαταστράφηκε.
«Ἡρωικό» λένε. Ἀντίθετα «ὁ Πέτρος κολάκευσε τὸν Ἰησοῦ καὶ ἀποκαταστάθηκε στὸ ἀξίωμα τοῦ κορυφαίου ἀποστόλου»! Ἐκπληκτικό, ἀγαπητέ μου φίλε! Ὁ Πέτρος «κολάκευσε» (θρήνησε συγκλονισμένος ἀπὸ τὸν ψυχικὸ σεισμὸ ποὺ τὸν συντάραξε μὲ τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς δικαζόταν μέσα καὶ δὲν τὸν ἔβλεπε) καὶ κέρδισε τὸ δικαίωμα νὰ σταυρωθεῖ ἀνάποδα στὴ Ρώμη μετὰ ἀπὸ μακροχρόνια εἰρηνικὴ ἀντιμετώπιση τῶν ἀνατριχιαστικῶν διωγμῶν τῆς πάμφτωχης καὶ κρυμμένης στὶς κατακόμβες Ἐκκλησίας! Ὁ δὲ Ἰούδας, τὸ παλληκάρι, ἀστόχησε, ἀρνήθηκε, ἐπέλεξε βέβαια γιὰ τὸν ἑαυτό του (καὶ καλὰ ἔκανε, ἂν τὸ θέλετε, αὐτεξούσιο ὂν ἦταν, ὅπως κι ἐσεῖς κι ἐγώ) καὶ βούτηξε μὲ τὸ κεφάλι στὴν ἄβυσσο!
Σὲ κάθε περίπτωση, ὁ δρόμος εἶναι ἀνοιχτὸς καὶ ἡ ἐπιλογὴ τῆς ἀβύσσου δὲν κάνει κανέναν ἀνάξιο τῆς ἀμέριστης καὶ ἀπροϋπόθετης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν χριστιανῶν, ποὺ συνεχίζουν νὰ προσεύχονται καὶ γιὰ τὸν Ἰούδα! Ὁ Ἰούδας εἶναι ἄνθρωπος, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, τὸ γεγονὸς ὅτι κατέστη τραγικὸς δὲν μᾶς δίνει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν μισοῦμε. Προσεύχομαι γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του – ἀλλὰ ὁ ἴδιος θέλει ν᾿ ἀναπαυτεῖ; Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἀνάπαυση τοῦ ἀνθρώπου.
Θεόδωρος Ρηγινιώτης, ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.