Γράφει ο Μιχαήλ Περάνθης
Τα πρώτα σπέρματα της σχολικής αναβίωσης έκαμαν τους Τούρκους καχύποπτους.
Τα παιδευτικά προνόμια είχαν ήδη λησμονηθεί και πολλοί τοπάρχες, ασύδοτοι στις αρμοδιότητές τους, απαγόρευσαν κάθε είδος διδασκαλίας.
«Οι Τούρκοι»-γράφει ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός-«απαγορεύουν αυστηρότατα την ίδρυση δημόσιων σχολείων από φόβο μήπως οι Χριστιανοί, μορφωνόμενοι, γίνουν δούλοι δυσκολοκυβέρνητοι κι επικίνδυνοι».
Η λαχτάρα όμως για γράμματα αποδείχτηκεν ισχυρότερη από τις όποιες απαγορεύσεις. Οι Ραγιάδες διασκεύασαν σε ξωκλήσια, μονές και ξέμακρα σπίτια ειδικούς υπόγειους χώρους, φροντίζοντας πάντα να υπάρχει κι ένα κρυφό παραπόρτι απ’ όπου τα παιδιά θα μπορούσαν να διαφύγουν σε ώρα κινδύνου.
Σ αυτούς τους χώρους κάθονταν διπλοπόδι γύρω γύρω, στο χώμα ή απάνω σε πέτρες, μες στο σκοτάδι, που δύσκολα μπορούσε να το διαλύσει τ’ αναμμένο κερί, κι άκουγαν με το ένα αυτί τους τον δάσκαλο, έχοντας το άλλο στραμμένο έξω, στη νύχτα και την ανάσα της, μήπως αφουγκραστούν ύποπτο θόρυβο.
Ήταν η μυστική παιδεία, η νυχτερινή, το κρυφό σχολειό, μοναδική και ανεπανάληπτη περίπτωση στην πνευματική ιστορία όλων των λαών. Τα παιδιά ούτε από τον κίνδυνο εμποδίζονταν, ούτε απ’ τις κουραστικές οδοιπορίες και το ξενύχτι, κι ας έπαιζαν το κεφάλι τους για πέντε «κολλυβογράμματα». Έφταναν στο υγρό μπουντρούμι τους με προθυμία κι ήταν ευτυχισμένα όταν υπήρχε φεγγάρι να φωτίζει τον δρόμο τους:
Φεγγαράκι μου λαμπρό
Φέγγε μου να περπατώ…
Αλλά κι όπου δεν ίσχυαν οι απαγορεύσεις, επόπτευαν όμως Τούρκοι αξιωματούχοι, οι κίνδυνοι δεν ήταν μικρότεροι. Ακόμα κι όταν το παιδομάζωμα καταργήθηκε, δεν σταμάτησαν οι ασελγείς βλέψεις των κατακτητών (που έκαμαν ν’ αποκλείονται τα κορίτσια από το σχολείο), ενώ προβλήματα και φόβοι ανέκυπταν και για τ’ αγόρια, ιδιαίτερα όταν έπρεπε να πηγαίνουν σε άλλο χωριό, γειτονικό. Το αποτέλεσμα ήταν η διδασκαλία να μην είναι πάντοτε συνεχής, οι ώρες της να παραλλάζουν κάθε φορά και οι τόποι συγκέντρωσης να μετατοπίζονται. Οι συνθήκες γίνονταν ομαλότερες όσο τα σχολεία βρίσκονταν ορεινότερα, στις ημιανεξάρτητές περιοχές.
Οι γυναικωνίτες και οι νάρθηκες των ναών ήταν οι συνηθέστεροι τόποι διδασκαλίας. Δεν υπήρχαν φυσικά ούτε τάξεις ούτε βιβλία. Όλα τα παιδιά, αρχάρια και μη, κάθονταν διπλοπόδι σε ημικύκλιο και στη μέση στεκόταν ο παπάς ή ο καλόγερος. Ένα από τα παιδιά διάβαζε το Ψαλτήρι και τα υπόλοιπα κρατούσαν το ίσο, ψαλμωδώντας τους φθόγγους της εκκλησιαστικής μουσικής. Που συνόδευαν με ρυθμικές κινήσεις του κορμιού τους, μπρός πίσω. Η ανάγνωσή τους ήταν μια μηχανική απομνημόνευση. Αποστήθιζαν με τον καιρό λέξεις, που μόνο εκ των υστέρων μάθαιναν να συλλαβίζουν, χάρις στις πινακίδες.
Η πινακίδα ήταν ένα χαρτί που το δίπλωναν πολλές φορές χωρίς να το κόψουν, σημειώνοντας σε κάθε σελίδα κι ένα γράμμα, μια συλλαβή ή μια λέξη.* Οι στοιχειώδεις αυτές γνώσεις έβρισκαν την πρακτική τους άσκηση τις Κυριακές, κατά τη Θεία Λειτουργία, και για πολλά χρόνια. Ο βαθμός της προόδου κάθε μαθητή κρινόταν απ’ το εκκλησιαστικό βιβλίο που ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει. Στην πρώτη βαθμίδα υπήρχε πάντοτε το Ψαλτήρι και ακολουθούσαν διαδοχικά τ’ Οκτωήχι, ο Απόστολος και τα Μηναία. Ουσιαστικά η υποπαιδεία αυτή αποτελούσε ένα εκκλησιαστικό φροντιστήριο, που εφοδίαζε τους ναούς με αναγνώστες, ψάλτες και ιεροκήρυκες.
Αν αυτή ήταν η πρόθεση από το μέρος των ρασοφόρων διδάσκαλων, δεν ήταν όμως κι από το μέρος των μαθητών. Που πλάταιναν το περιεχόμενο της υποπαιδείας τους σε ευρύτερες προοπτικές. Μαθαίνοντας στοιχειώδη ανάγνωση και γραφή δεν περιορίζονταν μόνο στα εκκλησιαστικά βιβλία, αλλά προχωρούσαν και στις λαϊκές εκδόσεις. Εκείνο που λαχταρούσαν ήταν «να γίνουν άνθρωποι». Έδιναν στα γράμματα ένα ανθρωπιστικό περιεχόμενο, που ανακλούσε τον πολυαίωνο σεβασμό προς το πνεύμα. Έστω και ανορθόγραφα, υπηρέτησαν τη διακίνηση των φυλετικών τους στοιχείων και κατέγραψαν την προφορική δημοτική τους παράδοση.
Μες στην τεράστια έφεση της φιλομάθειάς τους συνέκλιναν το φιλέρευνο της ιδιοσυστασίας τους, το άγρυπνο της δεκτικότητάς τους και το ενδιάθετο της ροπής τους για γνώση. Γι’ αυτό και δεν δίσταζαν να εκτεθούν σε περιπέτειες, όταν στο σχολείο ήτα κρυφό ή μακρινό. Να ταλαιπωρούνται με οδοιπορίες στο κρύο και στο σκοτάδι. Να στραβώνονται με το λιανοκέρι και να καταπονούνται σε κάθε είδους στερήσεις και μόχθους. Η παιδευτική δίψα τους, έμφυτη και παντοδύναμη, επισημοποιείται αδιάψευστη στο δημοτικό τους τραγούδι. Ακόμα και στα λαϊκά κάλαντα εκείνο που ζητούν απ’ τον Άη-Βασίλη είναι να μάθουν γράμματα:
Αφού ηξεύρεις γράμματα,
Πες μας την αλφαβήτα!
Μόλις τα παιδιά έπαυαν να ψελλίζουν, έγραψεν ο Αλέξανδρος Ελλάδιος, τα ’στελναν στην κοντινότερη εκκλησία να μάθουν γράμματα. Εκείνο όμως που έχει βαρύτερη σημασία είναι πως η παιδευτική αυτή δίψα αποβλέπει αποκλειστικά στη μάθηση. Είναι ασύνδετη με οποιαδήποτε πρακτική βλέψη και άσχετη με οποιαδήποτε επαγγελματική αποκατάσταση. Αποτελεί ένα συγκινητικό προστάδιο μέσ’ από τις ελλείψεις του οποίου η λαϊκή διαίσθηση διαμόρφωσε τη συνείδηση για την ανάγκη μιας στερεώτερης κατάρτισης.
Γι’ αυτό κι ο λαός, καθώς προείπαμε, έντυσε τα παιδιά του στο ράσο, θέλοντας να εφοδιάσει το Γένος με υπεύθυνους διδάσκαλους, απόστολους της ιδέας, που θ’ αφοσιωθούν στην πνευματική διάπλαση των φτωχών. Είναι ένας πόθος που τον βρίσκουμε επιγραμματικόν και ανάγλυφον σ’ένα νανούρισμα της Χίου:
Τύχη χρυσή ας του δίγεται τσε φώτιση μεγάλη,
Να μάθη γράμματα πολλά τσε φρόνιν να γίνη,
Για να τσερδίζη χρήματα παντού καλά να κάμνη,
Ένα τσε είκοσι σκολειά μ’αληθινούς δασκάλους,
Να μάθουν γράμματα οι φτωχοί, ανθρώποι να γενούνε…
Έτσι η υποπαιδεία προωθήηθκε σε παιδεία, αναβαθμιζόμενη από τα «κολλυβογράμματα» στα «κοινά γράμματα».
Από την «ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Ζωής»
ΡΕΣΑΛΤΟ, τεύχος -16