Σεφερική ρήση: «για τους τρεις μεγάλους πεθαμένους ποιητές μας [Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης] που δεν ήξεραν ελληνικά». Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Α΄ (1936-1947), Αθήνα, Ίκαρος, 71999 (α΄ έκδ. 1944), σ. 63
καθηγητής πανεπιστημίου.
Ο Καβάφης δεν μπορούσε να υποτάξει τις καλλιτεχνικές-ποιητικές εκφραστικές του ανάγκες σε ένα «γλωσσικό μοντέλο»
Το ερώτημα: «ήξερε ο Καβάφης ελληνικά;» το προκάλεσε η διαβόητη για το δογματισμό της απόφανση του Σεφέρη για τους «τρεις ποιητές μας», Σολωμό, Κάλβο και Καβάφη, που «δεν ήξεραν ελληνικά».
Σε μια πρόσφατη μελέτη μου για τη γλώσσα του Σολωμού παρατηρούσα ότι η προκλητική αυτή παρέμβαση του Σεφέρη συνεξέφραζε, την ιστορική εκείνη στιγμή (1936/37), «τη νέα προσπάθεια για την επίσημη, εκ των άνω, επιβολή της νέας, “δημοτικής”, “εθνικής” κοινής με τη Νεοελληνική Γραμματική (1941) του Μ. Τριανταφυλλίδη, της οποίας προπαγανδιστής και πάτρωνας ήταν ακριβώς ο ανώτατος πολιτικός προϊστάμενος (και) του Σεφέρη: ο Ι. Μεταξάς».
Ο Καβάφης και οι άλλοι δύο συγκατηγορούμενοί του στο έκτακτο γλωσσοδικείο του Σεφέρη είχαν, παρά τις μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, ένα κοινό γνώρισμα: ήταν και οι τρεις Ελληνες της Διασποράς, που είχαν περάσει όλη τη ζωή τους, όπως π.χ. και ο Κοραής, έξω από την Ελλάδα, σ’ ένα πολυγλωσσικό περιβάλλον, ήταν και οι τρεις πολύγλωσσοι και είχαν την εξαιρετική τύχη να μην πάνε ποτέ σ’ ελληνικό σχολείο – και επομένως δεν ήταν καθόλου προδιατεθειμένοι να ξαπλώσουν, μετά θάνατον και παρά τη θέλησή τους, στη «δημοτικιστική» κλίνη του Μεταξά, του Σεφέρη, του Τριανταφυλλίδη ή οποιουδήποτε άλλου Προκρούστη της γλωσσικής «εθνικής ενότητας».
Θα συνοψίσω εδώ, προκαταβολικά, τα πορίσματα μιας συστηματικότερης μελέτης για τη γλώσσα (της ποίησης) του Καβάφη:
α) Το γλωσσικό μίγμα των ελλήνων εμπόρων της Διασποράς αποτελούσε τη βάση της γλώσσας του Καβάφη.
β) Η ποιητική γλώσσα του Καβάφη αποτελεί ένα μίγμα, του οποίου βασικό υλικό είναι η μητρική του γλώσσα και η γλώσσα που μιλιόταν στο άμεσο κοινωνικό του περιβάλλον· σ’ αυτό έχουν προσμιχθεί γλωσσικά στοιχεία που έχουν αντληθεί από τους αρχαίους και τους μεσαιωνικούς έλληνες συγγραφείς, που διάβαζε ο Καβάφης.
γ) Το γλωσσικό αυτό μίγμα υποστηρίζεται θεωρητικά από την αντίληψη του Καβάφη για τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας – μια αντίληψη που εκτείνεται σ’ ολόκληρη την ελληνική ιστορία.
δ) Ο Καβάφης έμεινε συνειδητά αμέτοχος στο «γλωσσικό αγώνα» που πυροδότησε το Ταξίδι (1888) του Ψυχάρη – σ’ αντίθεση με τους Ελληνες της «εμπορικής» Διασποράς Π. Βλαστό και Α. Πάλλη· ταυτόχρονα, δεν πήρε μέρος στους (ψευτο-)εθνικούς αγώνες, που συγκλόνισαν την Ελλάδα της εποχής του: ο Καβάφης ήταν και στα «εθνικά» ζητήματα, όπως και στην ποίησή του, ένας «κριτικός ρεαλιστής».
ε) Ο Καβάφης δεν μπορούσε να υποτάξει τις καλλιτεχνικές-ποιητικές εκφραστικές του ανάγκες σε ένα «γλωσσικό μοντέλο» – ούτε του Κοραή, του Κόντου ή του Ψυχάρη.
Ενα υποτιθέμενο γλωσσικό «λάθος», η χρήση του «λανθασμένου» λαϊκού τύπου της προστακτικής επέστρεφε στο ομότιτλο ποιητικό μικρογράφημα του Καβάφη (1904/1909/1912), που προξένησε τόση αμηχανία στους μελετητές του, μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα αριστοτεχνικό εκφραστικό μέσο της ποιητικής του: Ο Καβάφης ήξερε, βέβαια, και τον ορθό τύπο της προστακτικής επίστρεφε, επέλεξε όμως, μ’ εξαιρετική ποιητική ευφυΐα, το λαϊκό επέστρεφε, για να εκφράσει, και «φωνητικά», την έννοια της «επανάληψης». Η κεντρική για το συντομότατο αυτό ποίημά του έννοια αυτή εκφράζεται όχι μόνο με πολλούς γλωσσικούς δείκτες (συχνά, πάλι, όταν… όταν), αλλά και με την επανάληψη, και μάλιστα το διπλασιασμό, των τεσσάρων φωνηέντων (ε) του τίτλου στο «εσωτερικό» του ποιήματος: επέστρεφε και παίρνε με.
Ο Καβάφης ήξερε την (αρχαία, μεσαιωνική και νέα) ελληνική γλώσσα, όπως άλλωστε και τη μετρική, πολύ καλύτερα από το Σεφέρη και τους άλλους πτυχιούχους της Νομικής: σαν επιστήμονας γλωσσολόγος.
Τα γλωσσικά ενδιαφέροντά του επέδειξε ο Καβάφης με την κριτική του παρέμβαση στο έργο δύο (νεο)ελληνιστών, του άγγλου J. Blackie (1891) και του γάλλου Η. Pernot (1918), ενώ τη γλωσσολογική του ιδιοφυΐα απέδειξε μ’ ένα μικρό αλλά πρωτότυπο «ετυμολογικό» άρθρο του για την ορθογράφηση του ονόματος «Χρίστος» (Χρίστος και όχι Χρήστος, 1901): Ο Καβάφης τεκμηριώνει, πειστικά και οριστικά, την ορθή γραφή του ονόματος «Χρίστος», ετυμολογώντας το από το αρχαίο επίθετο «Χριστός». Τα ερμηνευτικά του επιχειρήματα τα αντλεί ο Καβάφης με εκπληκτική ευστροφία από αρχαία και νεότερα παραδείγματα, για να καταλήξει στο διπλό συμπέρασμα ότι ο παρατονισμός του ονόματος (Χρίστος>χριστός) εξηγείται πρώτον μεν από τον κανόνα μετακίνησης του τόνου από τη λήγουσα στην παραλήγουσα, σε αρχαία επίθετα, όταν γίνονται κύρια ονόματα, «και δεύτερον με την ευσεβή συνήθειαν να διαφέρη κατά τύπον από του θείου επιθέτου».
Με τη δεύτερη αυτή παρατήρησή του ο Καβάφης υποδεικνύει, χάρη στις μαρτυρημένες ανθρωπολογικές του μελέτες, ένα γλωσσικό φαινόμενο άγνωστο ακόμα και σε πολλούς – πανεπιστημιακούς – γλωσσολόγους: την ανάγκη για τη διάκριση ανάμεσα στο «βέβηλο» και τον «ιερό» τύπο μιας λέξης. Στα «ονοματολογικά» παραδείγματα του Καβάφη μπορούμε να προσθέσουμε την αντιπαράθεση του «βέβηλου» Σταύρος στο «ιερό» σταυρός.
Πάνω στην ίδια διάκριση «ιερό» vs. «βέβηλο» στηρίζονται όχι μόνο οι χριστιανικές λέξεις-ταμπού ύδωρ-νερό, άρτος-ψωμί, οίνος-κρασί κ.ά., αλλά και η αρχαία, «ειδωλολατρική», απαγόρευση της ονοματοθεσίας των θνητών με τα ονόματα των θεών τους. Η μεταγενέστερη παραλαβή των πρώην «ιερών» αυτών ονομάτων (Ερμής, Αρτεμις, Αθηνά, Αφροδίτη κ.ά.) από τους χριστιανούς σήμαινε, εννοείται, και τη «βεβήλωση», την αποϊέρωση, των αρχαίων θεϊκών ονομάτων.www.tovima.gr
πηγή:24grammata.