Το ξωκλήσι στέκονταν στην άκρη του γκρεμού, ζυγιζόταν στο
χάος έτοιμο να πετάξει με το γαλάζιο του τρούλο. Με τα λιγνά
χρωματιστά παράθυρα και τις κατάλευκες καμάρες της στέγης, με τοπορτάκι του να στοχεύει τη δύση.
Σαν κλειδαρότρυπα απ' όπου ταεικονίσματα δραπετεύοντας απ' την ακινησία τους κρυφοκοιτούσαντον ήλιο που έλειωνε κάθε δειλινό σε πορτοκαλί φως και χυνότανερωτικά στη θάλασσα. Οι άγιοι τότε, πορφύρωναν από ντροπή μπροστά στην ατέλειωτη αναγέννηση του κόσμου και ξαναγυρνούσαν στην τρεμάμενη αυτοσυγκέντρωση του καντηλιού που εξουσίαζε το σκοτάδι.
Σαν κλειδαρότρυπα απ' όπου ταεικονίσματα δραπετεύοντας απ' την ακινησία τους κρυφοκοιτούσαντον ήλιο που έλειωνε κάθε δειλινό σε πορτοκαλί φως και χυνότανερωτικά στη θάλασσα. Οι άγιοι τότε, πορφύρωναν από ντροπή μπροστά στην ατέλειωτη αναγέννηση του κόσμου και ξαναγυρνούσαν στην τρεμάμενη αυτοσυγκέντρωση του καντηλιού που εξουσίαζε το σκοτάδι.
'Ετσι γινόταν ασταμάτητα τόσους αιώνες. Μήτε που τρόμαζαν απ' του
αγέρα το κυνηγητό ολόγυρα στην αυλή τους ή τις απαιλές του σα σειούσε τα πορτοπαράθυρα απειλώντας να μπει ακάλεστος, μήτε και στου σεισμού τα τραντάγματα ταράχτηκαν, τότε που όλα τα ζωντανά αλάλιαζαν κι οι πεθαμένοι γύρευαν να χωθούν βαθύτερα στα μνήματά τους ανταριασμένοι απ' τη βουή της θάλασσας που ανηφόριζε ταγκρεμνά.
Μήτε και τις φαντασμαγορικές εκρήξεις του ηφαίστειου στάθηκαν να κοιτάξουν σαν τους ανθρώπους που, συνάζονταν στη σιγουριά της σκέπης τους και δε χόρταιναν να θαυμάζουν τον τρόμο.
Μήτε και τις φαντασμαγορικές εκρήξεις του ηφαίστειου στάθηκαν να κοιτάξουν σαν τους ανθρώπους που, συνάζονταν στη σιγουριά της σκέπης τους και δε χόρταιναν να θαυμάζουν τον τρόμο.
Τα εικονίσματα είχαν συνηθίσει πια τα θεϊκά κι ανθρώπινα καμώματα.
Μοσκοβολούσαν λιβάνι και πάστρα και γλυκοκοιτούσαν τις κοπελιές που καθημερνά με χάδια τις φρόντιζαν και τις γριές που σεβαστικά ψέλνοντας σκούπιζαν σερνάμενες μπροστά στα πόδια τους, κρυφογελούσαν στα παιδιά που σκανταλιάρικα έπλαθαν με τα κεριά ανθρωπάκια και μπάλες την ώρα της ακολουθίας, διασκέδαζαν με τις
κορώνες των ψαλτάδων που συναγωνίζονταν σε τέχνη και με τόνα χέρι πάσχιζαν να παραχωρήσουν τη θέση τους στο διπλανό και με τ' άλλο πάλευαν να τ' αρπάξουν απ' το στόμα το καλύτερο κοντάκιο, χαιρόντουσαν να βλέπουν τον παπά να μοιράζει ατέλειωτα ευλογημένους άρτους, αγάλονταν σε πανηγύρια και γιορτάσια.
Τούτο το καλό έχουν τα ξωκλήσια, στοχάζονταν. Πάντα χαρές στεγάζουν. Ούτε κηδείες, ούτε μνημόσυνα, ούτε τίποτε που να θυμίζει το θάνατο. Πάντα χαρούμενα πρόσωπα συνάζουν. Πάντα μ'ελπίδα.
Κι αυτός ο νεαρός άγιος, αγέραστος στην αιωνιότητα, με το κουτάκι του γιομάτο πολύχρωμα γιατρικά κι ένα χρυσό κουταλάκι πάντα πρόθυμος να χαρίζει υγεία, πάντα μ' ολάνοιχτο τ' αυτί στις παραγγελιές και τις παρακλήσεις, ακόμη κι αν ο πόνος δεν ήταν στο κορμί, μα στην καρδιά ή την ψυχή, εκείνος κοιτούσε γλυκά
χαμογελαστά μα και κάπως απόκοσμα. Κάτω απ' τ' ασημένιο φωτοστέφανο τα καστανά του τα μαλλιά θαρρείς και χόρευαν στον άνεμο, τόσο νέος για νάναι τόσο σοφός σχεδόν παιδί σε μιαν αγέραστη γνώση, ωραίος σαν τον Απόλλωνα, ο Παντελεήμων.
Σιγά σιγά στο πέρασμα του χρόνου το νησί μεταμορφωνόταν σαν κάθε τι στον κόσμο. Τα εικονίσματα ένοιωθαν σα σε καράβι σε φουρτούνα. Το πορτάκι του ξωκλησιού που πάντα ήταν ανοιχτό τώρα σφραγίστηκε και διπλοκλειδώθηκε. Χαθήκαν κι οι κοπελιές και μοναχά κάποια γριά αραιά και που ερχόταν για τα καντήλια
προσέχοντας να διπλοκλειδώνει φεύγοντας.
Τα εικονίσματα πικράθηκαν, μα έστερξαν. Τους αρκούσε το γιορτάσι της χρονιάς, η
Τα εικονίσματα πικράθηκαν, μα έστερξαν. Τους αρκούσε το γιορτάσι της χρονιάς, η
σύναξη της σκόλης, κάποια παράκαιρη λειτουργία σε τάμα κι η γαλήνη της σοδιασμένης προσευχής τόσων γενιών που κρέμονταν στα σοβαρά τους πρόσωπα.
Ο Παντελής δε στοχάστηκε τ' όνομα του ξωκλησιού σαν το σημάδεψαν με το Μανώλη να το κλέψουν. Δεν ήταν δα κι η πρώτη φορά. Από τότε που το νησί ξύπνησε με τον τουρισμό πολλά ξωκλήσια έμειναν χωρίς εικόνες, δίχως να λογαριάζουμε και μια μεγάλην εκκλησιά, παλιό μοναστήρι που σε μια νύχτα απόμεινε γυμνα απ' τις τεράστιες εικόνες του τέμπλου της, λες κι είχε γίνει της
Αναλήψεως. Και τόσα χρόνια κανένα δεν έπιασαν και μήτε τα εικονίσματα βρέθηκαν πουθενά, λες κι άνοιξε η γη και τα κατάπιε.
Οι ντόπιοι, θες από πίστη, θες από έθιμο έφτιαξαν καινούριες εικόνες να γεμίσουν το κενό, μα τούτες φάνταζαν άσεμνες στα χτυπητά τους χρώματα σ' ένα χώρο σκεπασμένο με τη σεμνότητα του χρόνου.
Τον άγιο Παντελεήμονα δεν τον είχαν ενοχλήσει ακόμα κι ήταν
παράξενο μιας κι έστεκε κατάπρωτος πάνω απ' το λιμάνι να επιτηρεί
το αδιάκοπο σουλάτσο των καραβιών.
Ο Παντελής κι ο Μανώλης δούλευαν στην οικοδομή. Μικρά παιδιά
δούλεψαν αγωγιάτες, έπειτα στ' αμπέλια, στον τρύγο, τις ντομάτες
τις μεταφορές. 'Άργησαν να ξυπνήσουν. 'Άλλοι μπήκαν νωρίτερα στο
κόλπο. Τα μικρότερα παιδιά, ειδικά των ψαράδων κάθε καλοκαίρι
χαρτζηλικωνόντουσαν για να χαϊδεύουν γερασμένες ξένες και να
γυρνάνε στις ντίσκο με άντρες που τους χόρευαν αγκαλιασμένους
σφιχτά σα νάταν ζευγάρι.
-Και τι έγινε δηλαδή; έλεγαν. Αρκεί να βγαίνει το παραδάκι.
Σιγά σιγά οργανώθηκαν. 'Έβγαλαν και ταρίφα κι αλλοίμονο σ' όποιον
τολμούσε να μη πληρώνει τα χρέη του. Η συμμορία τον λιάνιζε στο
ξύλο.
-Γιατί δηλαδή; Πρώτα ήταν καλύτερα που τους έβαζαν να
κάτσουν με το ζόρι για να κάνουν το κέφι τους οι μεγαλύτεροι;
Ο Παντελής κι ο Μανώλης δοκίμασαν μα ήταν πια αργά. Το κορμί
τους είχε σκληρύνει, το δέρμα τους ήταν άγριο. Δεν ήταν πια καλό
εμπόρευμα για την απαιτητική πελατεία. Ευτυχώς που τους πλεύρισε
ο κύριος Επαμεινώντας. Χρυσοχόος τώρα, αν κι είχε σπουδάσει λένε
αρχαιολογία πήγε κι αγόρασε όλα τα χέρσα, (και τί δεν ήταν χέρσο
πια!) όσο κι όσο πασχίζοντας να προλάβει τις ανασκαφές που
προχωρούσαν με ρυθμό χελώνας σε μια γη που όπου και νάσκαβες
αρχαία θέριζες.
Τα εικονίσματα ήταν εύκολη δουλειά, τους είπε. Μες την ερμιά
ποιός θα σας δει; Και μήπως θάναι η πρώτη φορά; Και ποιον
πιάσανε; Δεν είπε "κλέφτη".
Τον πίστεψαν. Τα λεφτά ήταν καλά. Δεν είχαν παρά να πάνε τα
εικονίσματα σε μια σπηλιά και να τα αφήσουν. Τα κέρδη μισά μισά.
Η μπροστάντζα γερή. Γιατί λοιπόν όχι;
Κείνο το βράδυ το φεγγάρι μόλις χαμογέλαγε στον ουρανό.
Σκαρφάλωσαν στη σκεπή απ' τη μεριά της θάλασσας, μήτε σκάλα δε
χρειαζόντουσαν. Ήταν τόσο απλό! Δε φυσούσε καθόλου κι είχε στην
Αθήνα λέει καύσωνα που έφτανε στο νησί ξεψυχισμένος σε ζέστη. Τ'
αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν στον άσφαλτο μα κείνοι κρύβονταν στη
σκιά του κουμπέ. Ήταν ασφαλισμένοι. Λες και τους προφύλαγε ο
ίδιος ο ουρανός.
Το παραθυράκι με τα πολύχρωμα τζάμια άνοιξε απόξω τρίζοντας
δισταχτικά. Κάτω τους τα καντήλια τρεμόπαιξαν κι έννοιωσαν την
ανάσα της εκκλησιάς να τους μυρώνει τα πνευμόνια.
-Θα κατεβεί ο Παντελής συμφώνησαν σαν έριξαν κορώνα
γράμματα. Ο Μανώλης θα κρατούσε το σκοινί.
Το σχέδιο απλό, τόχε μελετήσει ο κύριος Επαμεινώντας.
Θάμπαιναν απ' τον κουμπέ, θα κατέβαζαν τις εικόνες και θάβγαιναν
απ' την πόρτα σαν κύριοι. Τη συμφωνημένη ώρα ο κύριος
Επαμεινώντας με την κουρσάρα του θα παρκάριζε δίπλα, θα φόρτωναν
τα εικονίσματα και θα τα πηγαίναν στη σπηλιά. Θάπαιρναν τα λεφτά
τους κι από κει ο κύριος Επαμεινώντας θάξερε τι θα γινόταν. Αυτοί
δε νοιάζονταν.
Το παράθυρο ήταν στενό, ίσα που τον έπαιρνε κι ας ήταν και
λιγνός. Κρεμάστηκε απ' το σκοινί κι ένοιωσε τον πόνο να χαράζει
τις ροζιασμένες του παλάμες.. Είδε το σίδερο που χοντρό από τοίχο
σε τοίχο κράταγε το μικρό πολυέλαιο. Φαινόταν γερό. Του φάνηκε
καλή ιδέα να κρατηθεί πάνω του.
Δεν το κατάλαβε πώς γίνηκε και βρέθηκε καταγής ανάμεσα στα
συντρίμια του πολυέλαιου και μ' ένα πόνο να του σουβλίζει τα
πόδια.
-Τι στο διάολο! του ξέφυγε μ' απορία την ώρα που ο Μανώλης
του σφύριζε:
-Σκάσε ρε! Θα μας πάρουν μυρουδιά. Π' ανάθεμά σε άχρηστε!
Δεν τ' αποκρίθηκε κι ας έβραζε μέσα του.
-Το κωλόπαιδο! Που θα μου κάνει μάθημα, συλλογιζόταν ενώ
πάσχιζε να σηκωθεί καθώς ολάκερο το κορμί του πονούσε απ' το
τράνταγμα.
- Δε μπορείς πιο ήσυχα; ξανακούστηκε από πάνω ο Μανώλης.
Έτσι που καμπανολοάς θα μας ακούσουν μέχρι το χωριό.
-Αει.. πήγε να του πει καθώς σηκωνόταν, μα ο πόνος των
ποδιών τον σούβλισε ως τις τρίχες των μαλλιών του.
-Σκάσε που να σε πάρει, να τελειώνουμε, του ψιθύρισε.
Στηρίχτηκε στον τοίχο κι ένοιωσε τις παλάμες του να κολλούν.
Τραβήχτηκε μ' αηδία.
-Υγρασία σκέφτηκε, καθώς βάδιζε βογκώντας προς το ιερό. Τα
εικονίσματα τον κοιτούσαν ειρωνικά καθώς τα προσπέρναγε από
συνήθειo δίχως να τους γυρίζει την πλάτη. Πριν μπει στο ιερό
σταυροκοπήθηκε. Dεν το κατάλαβε πώς τούρθε. Πάντα έτσι έκανε από
μικρός σαν πήγαινε να βοηθήσει τον παπά, έλεγε, μα πιότερο για να
περνά η ώρα ανάμεσα στ' άλλα αγόρια του χωριού. Μπαίνοντας
αναγκάστηκε να στηριχτεί στην αγία Τράπεζα μη αντέχοντας τους
πόνους των ποδιών του πούννοιωθε να του κόβουν την ανάσα.
Κατέβασε την Παναγιά με χέρια που έτρεμαν και την απίθωσε
καταγής ,έπειτα σίμωσε το Χριστό που αντιστάθηκε- ήταν καλά
μανταλωμένος, ενώ τα δικά του χέρια ήταν ιδρωμένα κι έτρεμαν.
Αναγκάστηκε να πιάσει ένα γυαλιστερό μπρούτζινο μαουάλι απ' την
αγία τράπεζα για να το κάνει σφυρί να λασκάρει τους μεντεσέδες. Ο
Xριστός έγειρε απότομα κι έπεσε πάνω στα πόδια του. Ο Παντελής
ούρλιαξε απ' τον πόνο μα σύναξε το κουράγιο του. Δεν ήταν μήτε
δυο βήματα ο άγιος Παντελεήμονας μα ένοιωθε σα νάταν χιλιόμετρα
μακριά. Το κεφάλι του βαρύ, σα να ζαλιζόταν. Γαντζώθηκε στο πίσω
μέρος της εικόνας κι άρχισε να βήχει ασταμάτητα. Αφροί κι αίμα
ξεπηδούσαν απ' το στόμα του και χύνονταν στην πλάτη του
εικονίσματος.
-Mη, μη στέναζε νοιώθοντας το κεφάλι του να χτυπά στο
εικόνισμα σε κάθε κρίση βήχα. Είχε την εντύπωση πως δεν ήταν
αυτός που χτυπιόταν πάνω στο εικόνισμα, μα πως το εικόνισμα τον
τράνταζε συνθέμελα πασχίζοντας να τον αδειάσει απ' όσο αίμα και
αέρα είχε στα πνευμόνια του. Στο τέλος όρμησε απ' την Ωραία Πύλη
παρασέρνοντας στο διάβα του το πορτάκι και το λευκό πανί με τα
γελαστά αγγελάκια.
Χύθηκε στην πορτούλα και πάσχιζε να την ανοίξει με ματωμένα
ιδρωμένα χέρια. Αρπαζόταν απ' τους χαλκάδες, κρεμιόταν στο σύρτη
μα η πορτούλα ασυγκίνητη παρέμενε κλειστή.
-Μανώλη, ούρλιαξε με τρόμο.
-Έλα. εδώ είμαι, του αποκρίθηκε ψιθυριστά ο άλλος πίσω απ'
την πόρτα. Σκάσε π' ανάθεμά σε. Έχουν λουκέτο κι απόξω οι
αφιλότιμοι. Δε γίνεται . Πάμε να φύγουμε.
-Δεν...δεν.. τραύλιζε ο Παντελής.
-Τι έχεις ,ρε; ρώτησε ανήσυχα ο άλλος. Κάνε κουράγιο ρε. Θα
σε βγάλω απ' το παραθύρι. Μη φοβάσαι ρε. Δεν έγινε τίποτε. Τώρα
θάρθει κι ο κύριος Επαμεινώντας. θα σε δέσουμε με το σκοινί να σ'
ανεβάσουμε. Μπορεί αυτός να ξέρει ν' ανοίξει κιόλας αυτή την
κωλόπορτα. 'Ελα ρε, κάνε κουράγιο,
-Ρε Μανώλη. ρε, βάρεσα γερά μουρμούρισε ο Παντελής ενώ
καινούριος σπασμός τον έκανε να διπλωθεί στα δυο βήχοντας και
φτύνοντας αφρισμένο αίμα.
-Να, ήλθε, ήλθε, είπε χαρούμενα ο άλλος.
Ακούστηκαν τα βήματά του που ξεμάκρυναν κι έπειτα ο ψίθυρος
απ' τις τρομαγμένες τους κουβέντες. Ο Παντελής σωριάστηκε
κατάχαμα προσμένοντας.
Τώρα μπορούσε να το δει το σοβαρό γλυκό πρόσωπο του
συνώνυμου αγίου που χαμογέλαγε στο φως του καντηλιού.
Την ίδια ώρα άκουσε τη μηχανή τ' αυτοκινήτου που ξεκινούσε.
-Μανώλη, ούρλιαξε και κόλλησε τ' αυτί στην πόρτα
προσμένοντας ν' ακούσει τα βήματά του να επιστρέφουν. Μόνο τ'
αυτοκίνητο που έφευγε, μονάχα αυτό άκουγε.
-Μανώλη, μουρμούρισε με απελπισία και ξέσπασε αυτός ολάκερος
άντρας σ' αναφιλητά που δυνάμωναν το βήχα του. Τώρα τα πόδια του
τον πίεζαν σα νάταν σιδερένια.
-Σίγουρα έσπασαν συλλογίστηκε και θυμήθηκε μια φορά μικρός
σαν είχε πυρετό που η μάνα του τον έταξε στη χάρη του και τον
έφερε δω να ξαγρυπνήσει. Κι είχε γιάνει. Κοιτώντας ολονυχτίς το
σοβαρό του πρόσωπο πούμοιαζε παιδικό να τον κοιτά λες κι όλο κάτι
πρόσμενε απ' αυτόν και κείνος δεν καταλάβαινε.
'ετσι και τώρα. Ο άγιος δεν έμοιαζε θυμωμένος, μήτε που
παραπονιόταν καθώς τον κοίταζε. Ισα που τον ακούμπαγε με το
βλέμμα στοργικά, λες και τον πασπάτευε να δει πούθε πονεί να
γιάνει. Δεν ξέρει πόσο έμεινε να τον κοιτά ή αν αποκοιμήθηκε
αποκαμένος. Σε μια στιγμή είδε το σκοινί να κρέμεται απ' το
παραθύρι. Σύρθηκε προς το μέρος του. Τόδεσε κάτω απ' τις μασχάλες
του και βάζοντας όλες του τις δυνάμεις σιγά σιγά κατάφερε να
σηκωθεί ως το φεγγίτη. Πράμα παράξενο! Τώρα που όλοι κι όλα τον
είχαν εγκαταλείψει ένοιωθε ήρεμα γαλήνιος θαρρείς και δεν
πονούσε πια, λες κι η ψυχή και το κορμί του ήταν μουδιασμένα.
Φτάνοντας στο παραθύρι κάθισε ένα λεφτό για να ξεκουραστεί
και ν' ανασάνει κι αγνάντεψε κάτωθέ του το σιωπηλό όγκο της
θάλασσας που αναδεύονταν στα σκοτεινά. Για μια στιγμή στοχάστηκε
τι καλά θάταν αν όλα τέλειωναν εδώ, νάχε το κουράγιο να σερνόταν
ως το χάος του γκρεμού που τόσες φορές ανάβλεψε με τρόμο.
Μα τόξερε. Δεν το μπορούσε μήτε αυτό. Μες απ' το φως του
καντηλιού είχε γαντζώσει πάνω του μια στάλα ελπίδα. Κι ίσως, ίσως
χρωστούσε. Ίσως χρωστούσε ακόμη στη ζωή. Δεν ένοιωθε μήτε
θυμό γιαυτούς που τον κορόιδεψαν, που τον παράτησαν, για το
Μανώλη, για τον κύριο Επαμεινώντα, δεν έννοιωθε πια μήτε το φθόνο
για όλους αυτούς που πλούτιζαν αδίσταχτα τριγύρω του. Λες κι
είχε σπάσει κάτι μέσα του, κάτι που τον πονούσε και δεν τον άφηνε
να δει. Ένοιωθε λεύτερος.
Σιγά σιγά σερνάμενος πήγε στο καλυβάκι ενός μισότρελου
γέρου που έμενε παρέκει σαν καλόγερος μακριά απ' του κόσμου τη
βουή. Του άνοιξε λες και τον περίμενε. Μήτε τον ρώτησε πώς
χτύπησε. Πρόχειρα τούδεσε τις πληγές ραντίζοντάς τες με τσίπουρο,
τον πότισε λίγο γάλα απ' την κατσίκα του και τον φόρτωσε στο
γάιδαρο να τον κατεβάσει στο καράβι για τον Πειραιά.
Είχε ξημερώσει σαν τον συλλάβαν οι λιμενικοί στο έμπα του
καραβιού ανάμεσα στους τουρίστες.
Καθώς τον έμπαζαν στο περιπολικό ανάβλεψε προς το ξωκλήσι.
Κάποιος ανεβασμένος στη σκεπή πάλευε να στερεώσει μια σημαία.
-Α, ναι, θυμήθηκε. Αύριο ξημερώνει η γιορτή του , είπε κι
ευλαβικά σταυροκοπήθηκε.