Όλη του τη ζωή ο καπετάν Νικόλας Ψιακής την πέρασε στη θάλασσα στην οποία ακόμα παλεύει με τον «Γερονικόλα» που στολίζει τη σκάλα στο Ξυλοκερατίδι.
Γράφει ο Ηλίας Προβόπουλος
Σήμερα απόμεινε ο μόνος από την μεγάλη οικογένεια των Ψιακήδων που διέπρεψε στο ψάρεμα και σαν αρχίσει να μιλάει, θαρρείς πως θα ακούσεις ολόκληρη, όχι μόνο την ιστορία των προγόνων του, του πατέρα του και των αδερφών του, αλλά και όλων των υπολοίπων ψαράδων της Αμοργού. Οι πολύτιμες καταθέσεις του ξεκινούν πάντα από την προπολεμική Αμοργό, τότε που οι άνθρωποι που πρόλαβε να γνωρίσει, με ελάχιστα και πρωτόγονα εργαλεία κατάφερναν να χορταίνουν το νησί με ψάρι.
Ο πατέρας του Γιάννης, θυμάται ο Νικόλας, είχε εκεί στα χρόνια του ’30 ένα μικρό βαρκάκι 4 μέτρων φτιαγμένο από τα χέρια του περίφημου καραβομαραγκού Μπαζαίου (Γιώργος Συνοδινός) και με το οποίο ψάρευε μαζί με τα αδέρφια του, Νικόλα, Αντώνη και Μιχάλη, ενώ πολύ σύντομα, μόλις ησύχασαν τα πράγματα μετά το 1945 στην παρέα προστέθηκε κι αυτός μαζί με το μεγαλύτερο αδερφό του Βασίλη. Στην ουσία, με αυτό το βαρκάκι προσπαθούσαν να ζήσουν τέσσερις οικογένειες σε μια εποχή που ούτε εργαλεία υπήρχαν, ούτε και χρήματα είχε ο κόσμος να αγοράσει ψάρια. Πέρα όμως από αυτό, καθώς οι βάρκες κινούνταν με τα κουπιά ακόμα ο «Γιάννης» είχε ανάγκη από δυνατά χέρια και ας μην μπορούσε να ταίσει καλά τα στόματα των έξι νοματαίων που περίμεναν να ζήσουν από τη θάλασσά τους.
Αυτό το βαρκάκι, όπως και τα περισσότερα εκείνη την εποχή δεν είχε όνομα αλλά οι Ψιακήδες υποχρεώθηκαν να το βαφτίσουν «Γιάννη» κατόπιν διαταγής των Ιταλών κατακτητών που για να μπορούν να ελέγχουν τις κινήσεις στο λιμάνι έπρεπε να ξέρουν ποιος έχει το κάθε σκάφος, που πηγαίνει και το έχει βεβαίως στο αμπάρι.
Οι ίδιοι πάλι, για το φόβο του σαμποτάζ υποχρέωναν τους ψαράδες να βγάζουν τις νύχτες τα κουπιά και να τα παραδίδουν για ασφάλεια στο Φρουραρχείο. Είχαν μάλιστα φτιάξει και φυλάκια, ένα στη Μύτη μπροστά από το λιμάνι και ένα άλλο στο Φανάρι και όποιο καίκι περνούσε από εκεί έδινε υποχρεωτικά τα στοιχεία του. Οι κατακτητές όμως είχαν και λόγο στην ψαριά, καθώς συγκέντρωναν όλα τα ψάρια από τους ψαράδες και έβαζαν κάποιους δικούς τους ανθρώπους να τα μοιράσουν στον κόσμο. Έτσι οι ψαράδες δεν έβλεπαν ποτέ πεντάρα τσακιστή στην τσέπη τους.
Από την άλλη μεριά όμως, με αυτό τον τρόπο χόρταινε ο πεινασμένος κόσμος ψάρι. «Πηγαίναμε» λέει Νικόλας, «το καλοκαίρι πίσω από την Αμοργό, κάτω από το Μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας και ψαρεύαμε γοπί που εκεί ήταν άφθονο. Το βγάζαμε στο Μούρο και την Αγία Άννα και το φέρναμε κατόπιν φορτωμένο με ζώα στα Κατάπολα και το έπαιρναν οι Ιταλοί να το μοιράσουν. Κάναμε πολλές ώρες να φτάσουμε ως εκεί με το κουπί. Άμα είχε καιρουλάκι καλό, μπορεί να κάναμε και πανί. Αλλιώς, μας έβγαινε η ψυχή. Κουπί και αγάντα!».
Τον υπόλοιπο καιρό ψάρευαν μπροστά από τα Κατάπολα αλλά συχνά έφταναν και πέρα από τα Κουφονήσια. «Πηγαίναμε μέχρι εκεί που είναι κάτι νησάκια, προς τη Σχοινούσα. Εκεί πηγαίναμε και ψαρεύαμε τη νύχτα. Φεύγαμε από εδώ μόλις έπεφτε η μέρα και πηγαίναμε ως το Φανάρι. Αφού φτάναμε ως εκεί λέγαμε, δεν πάμε και στο Αντικέρι; Πάμε στο Αντικέρι. Αφού πηγαίναμε ως εκεί, δεν πάμε και στα νησάκια λέγαμε. Πηγαίναμε για πιο καλά. Πηγαίναμε εκεί, ψαρεύαμε καμιά ώρα πιάναμε λίγα ψαράκια, ίσια πάλι από εκεί κουπί, για εδώ. Ήταν πολύ κουραστική η ζωή τότε!».
Τη μεγάλη κούραση την διεσκάδαζε η καλή ψαριά καθώς τότε η θάλασσα ήταν γεμάτη. Έπιαναν μελανούρια, σάλπες, κοκκάλια, συναγρίδες αλλά ο κόσμος δεν είχε λεφτά και έτσι το μεροκάματο ήταν πενιχρό. Ο κόσμος τότε κοίταζε να χορτάσει με γοπί που αφθονούσε και ήταν και πιο εύκολο στο ψάρεμα. Πήγαιναν τα βράδια στα «αυλάκια» που είναι γεμάτες οι ακτές της Αμοργου και με την απόχη έπιαναν μέχρι και εκατό κιλά γοπί στην κάθε εξόρμηση. Ο καπετάν Νικόλας νοσταλγεί εκείνη την εποχή που έβγαζε το γοπί με το φτυάρι από τη θάλασσα και λέει πως εδώ και τέσσερα – πέντε χρόνια από τη θάλασσα της Αμοργού έχει χαθεί και η γόπα και το σαφρίδι.
Καθώς όμως μετά τον πόλεμο άλλαξαν τα πράγματα, το «Γιάννης» δεν χωρούσε πλέον τα έξι άτομα κι έτσι τη θέση του την πήρε ένα άλλο καίκι, λίγο μεγαλύτερο φτιαγμένο και αυτό από τον Μπαζαίο και αργότερα, το 1950 οι Ψιακήδες έφτιαξαν στη Σύρο ένα μεγάλο, το «Βασίλειο» στο οποίο έβαλαν, για πρώτη φορά μηχανή, μια μονοκύλινδρη «Παπαθανάση»«Έπρεπε να τα βάζουμε στον ήλιο κάθε μέρα να στεγνώνουν, τα σαπουνώναμε, τα μπαλώναμε. Δεν είχαμε περισσότερα από 500 μέτρα, μας έφταναν όμως γιατί υπήρχαν ψάρια. Αλλά έπρεπε να ασχολείται ολόκληρη η οικογένεια να έχεις πάντα καθαρό δίχτυ».
Η οικογένεια είχε μεγαλώσει όμως πολύ και τον «Βασίλειο» τον παίρνουν τα αδέρφια του Γιάννη ενώ αυτός παίρνει ένα άλλο, τον «Τάσο» από τον Γιάννη Βεκρή από την Αιγιάλη το οποίο είχε μια μικρή μηχανή, ένα «Αξελουδάκι, ίσα – ίσα να μη τραβάς κουπιά» λέει. Στον «Τάσο» μπαίνουν τώρα όλα τα παιδιά του Γιάννη Ψιακή, και κοντά στους μεγαλύτερους τον Βασίλη και τον Νικόλα, μαθαίνουν τη θάλασσα και την ψαρωσύνη, οι μικρότεροι Αντώνης και Νικήτας.
Το 1953 τα πράγματα αλλάζουν, ο Νικόλας πηγαίνει να υπηρετήσει τη θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό -δυο χρόνια τα έβγαλε στο αντιτορπιλικό «Δόξα»- και σαν απολύθηκε μπάρκαρε στα γκαζάδικα και έκανε δυο χρόνια στον «Αντάρη» του Κουλουκουντή. Καθώς ο αδερφός του ο Βασίλης πάλι είχε μπαρκάρει κι αυτός, ο πατέρας τους δεν ασχολείται πια με το ψάρεμα και ο «Τάσος» γέρασε, διαλύθηκε.
Τα ταξίδια όμως για το Νικόλα δεν κράτησαν παρά μόνο δυο χρόνια και όταν ξεμπάρκαρε, είχε φροντίσει να βρεί έτοιμο ένα ωραίο καίκι 11 μέτρων που είχε παραγγείλει στη Σύρα που ονόμασε «Κατερίνα» και το οποίο είχε μηχανή «Παπαθανάση» 20 ίππων και για πρώτη φορά στο αμπάρι του, ψυγείο. Το Σεπτέμβριο του 1960 το ρίχνει στη θάλασσα και το φέρνει στην Αμοργό όπου το θαυμάζουν όλοι. Με όλα του η «Κατερίνα» του στοίχισε 35.000 χιλιάδες τότε
Στο καινούργιο σκάφος ο Νικόλας παίρνει τον πατέρα του για βοήθεια, ίσα – ίσα να του κρατάει το τιμόνι, καμιά φορά έπαιρνε και τον αδερφό του Νικόλα να τον βοηθάει, έπαιρνε όποιον έβρισκε. Τότε κάνουν την εμφάνισή τους τα πλαστικά δίχτυα, τα οποία κατάργησαν τα σπάγγινα και ευκόλυναν τη ζωή του ψαρά. Παράλληλα, το ψυγείο του δίνει τη δυνατότητα να λείπει ημέρες από τα λιμάνι και έτσι αρχίζει να πηγαίνει πιο πέρα από τα μικρά νησιά γύρω από την Αμοργό και φτάνει μέχρι την Άνυδρο, ένα μέρος που εκείνο τον καιρό ήταν ο παράδεισος των ψαράδων. Τα ψάρια εκείνη την εποχή τα έστελνε στον Πειραιά, στον μεγαλομανάβη Λιόση, πρώτα με το «Μοσχάνθη» και κατόπιν το «Μιαούλη» αλλά ποτέ δεν έμεινε ευχαριστημένος, όλο και κάτι τους έκοβε από την ψαριά ο μανάβης.
Την ίδια εποχή όμως αρχίζει να αγοράζει και ο κόσμος στην Αμοργό ενώ οι τουρίστες που φθάνουν και στην Αμοργό και καταναλώνουν ψάρια, τον υποχρεώνουν να σταματήσει τις αποστολές στον Πειραιά. Σήμερα λέει, από την Αμοργό στέλνουν μόνο μαρίδα οι τράτες γιατί εκτός του ότι έχουν χαθεί τα ψάρια, δεν συμφέρει πλέον να στείλεις καλά ψάρια εξαιτίας των υψηλών ναύλων που ζητάνε τα πλοία.
Στο μεταξύ, το 1965 παντρεύεται την Ουρανία Γαβαλά και φτιάχνουν ένα μαγαζί στο Ξυλοκερατίδι που άκουγε στο όνομα του πεθερού «Γαβαλάς» και ήταν από τα πρώτα ανάλογα που άνοιξαν και εξυπηρετούσε τους τουρίστες με καλό ψάρι και άλλα φαγητά. Σήμερα η ταβέρνα είναι ανοιχτή όλο το χρόνο, αλλά το χειμώνα δεν φτιάχνει πολλά φαγητά. Τα ψάρια που διέθετε στο μαγαζί, τα ψάρευε πολλές φορές μαζί με τη γυναίκα του. «Κλείναμε μία, δύο ανάλογα και την έπαιρνα και φεύγαμε εκεί στα νησάκια και το πρωί γύριζαν με 2 – 3 τελάρα μελανούρια, κοκκάλια…» θυμάται.
Το «Κατερίνα» ο καπετάν Νικόλας το κρατάει μέχρι το 1985 οπότε το αποσύρει και παραγγέλνει στο ναυπηγείο του Τζανή στη Σύρο το «Γερονικόλα» με τον οποίον πηγαίνει ακόμα στο ψάρεμα. Με το ίδιο καίκι ψαρεύει και ο γιος του Γιάννης, αλλά καθώς αυτός βλέπει πως η θάλασσα δεν έχει πια προκοπή το έχει γυρίσει στα φορτηγά κι έτσι ασχολείται μόνος του αλλά δεν παει πια όπως παλιά στην Άνυδρο, ούτε παίρνει μαζί του την κυρά Ουρανία. Το πολύ να φτάσει μέχρι τη Γραμβούσα, στο νότιο άκρο, μοναχός του δεν απομακρύνεται πια από την Αμοργό.
Ο καπετάν Νικόλας που όλη του τη ζωή την πέρασε στη θάλασσα και από αυτή έζησε, άρχισε να βλέπει από χρόνια της δεκαετίας του ’80 τα ψάρια να λιγοστεύουν. Την τελευταία πενταετία λέει πως τα πράγματα έχουν χειροτερέψει πολύ και κάθε χρόνος που περνάει είναι ακόμη πιο χειρότερος για τους ψαράδες. «Δεν μπορούμε να δούμε τι φταίει. Αυτά που ρίχνουν στα θάλασσα σκοτώνουν τα ψάρια» λέει αλλά τονίζει πως «μας έχουν ρίξει ρίξει και τις φώκιες. Τις βλέπεις πλέον να πέφτουν πάνω στα δίχτυα και να τα ρημάζουν. Είναι καμιά 15αριά πια γύρω από την Αμοργό».
Στη μνήμη του καπετάν Νικόλα, υπάρχουν μεγάλες ψαριές, τέτοιες που δεν μπορεί να πιστέψει κανένας πως γίνονταν όπως ένα καίκι κολιοί που έπιασαν μέσα στο λιμάνι το 1967 και πολλά μεγάλα ψάρια και θαλασσινά τέρατα. Αυτό που θα θυμάται όμως για πάντα ήταν ένα τεράστιο σκυλόψαρο, 12 μέτρα μήκος που μπλέχτηκε το 1968 στα δίχτυα και έσκασε. Όταν το έβγαλαν επάνω και το πήγαν στο μώλο να το γδάρουν μαζεύτηκε ο κόσμος να το δει και έμοιαζε με επιστράτευση. Το κήτος το πέταξαν πάλι στη θάλασσα και το κεφάλι του το έστειλαν στην Αθήνα μήπως και πάρουν καμιά επιδότηση, αλλά που τέτοιο πράγμα. Μικρότερα όμως σκυλόψαρα όταν έπιανε τα πουλούσε, τα έτρωγε ο κόσμος, όπως έτρωγε άλλοστε και τα σελάχια.
Δυο φορές πάλι κόντεψε να τον πάρει στο βυθό η θάλασσα. Μια φορά στον τελευταίο κάβο της Αμοργού προς το νοτιά με το «Κατερίνα» και την άλλη κάτω από το Μοναστήρι με το ίδιο καίκι. Με τα καίκια του πάλι, πριν μπει στα δρομολόγια ο «Σκοπελίτης» ο καπετάν Νικόλας έκανε διάφορα δρομολόγια, πήγαινε όταν χρειάζονταν ανθρώπους στα γύρω νησιά, μετέφερε ζωντανά σε ερημονήσια, πήγαινε τον ταχυδρόμο στην Κάτω Μεριά.
Τα καλά χρόνια για τον καπετάν Νικόλα πέρασαν, οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν σιγά – σιγά, αλλά γι’ αυτόν υπάρχει ακόμα ο «Γερονικόλας» δεμένος πάντα μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του. Κάθε πρωί πηγαίνει και τον καλημερίζει, σαλτάρει μετά στην κουβέρτα του, ασχολείται με ότι υπάρχει στο σκάφος, χαιδεύει το τιμόνι του, ελέγχει τη μηχανή, φροντίζει τα δίχτυα του και σαν το επιτρέπει ο καιρός σηκώνει άγκυρα. Στην επιστροφή, τον δένει πάλι στη θέση του, τον καληνυχτίζει και κλείνει ραντεβού μαζί του το επόμενο πρωί. και τότε αλάφρωσαν λίγο τα χέρια τους αλλά με τα δίχτυα δεν είχε αλλάξει τίποτα. Ήταν λίγα και τα έφτιαχναν μόνοι τους, όλη η οικογένεια, άντρες και γυναίκες έπλεκαν καθημερινά σπάγκο.