Του Γιώργου Σεφέρη
Θαρρώ πώς ο Σολωμός και ο Κάλβος και οι άνθρωποι των ελληνικών αναγεννήσεων δε σκέφτηκαν να φοβηθούν τον ξένο για να σηκώσουν τείχη και να τον κλείσουν απέξω.
Συνειδητά ή υποσυνείδητα ήξεραν πώς ολόκληρη η ελληνική ιστορία είναι φτιαγμένη από ταξίδια, γνωριμίες, ριζώματα και διάλογους σε μακρινούς τόπους, πού καταλήγουν πάντα σ' ένα συμπέρασμα σφραγισμένο μ' αυτή την ιδιότυπη σφραγίδα πού την αναγνωρίζουμε αμέσως και που λέγεται Ελληνισμός.
Το κακό δε θα μπορέσουμε να το πολεμήσουμε με ρητορείες δεισιδαιμονίας ή κλείνοντας τα μάτια σε γεγονότα που γίνονται τόσο κοντά τριγύρω μας.
Το δίλημμα είναι αμείλικτο:
Είτε θ' αντικρίσουμε το δυτικό πολιτισμό, πού είναι κατά μέγα μέρος και δικός μας, μελετώντας με λογισμό και με νηφάλιο θάρρος τις ζωντανές πηγές του — κι αυτό δε βλέπω πώς μπορεί να γίνει αν δεν αντλήσουμε τη δύναμη από τις δικές μας ρίζες και χωρίς ένα συστηματικό μόχθο για τη δική μας παράδοση·
Είτε θα του γυρίσουμε τις πλάτες και θα τον αγνοήσουμε, αφήνοντας τον να μας υπερφαλαγγίσει, με κάποιον τρόπο από τα κάτω, με τη βιομηχανοποιημένη, την αγοραία, τη χειρότερη μορφή της επίδρασης του.
Δεύτερος Πρόλογος στην «Έρημη χώρα», 1949.