Διαδικτυακή επανάσταση εναντίον της παρακμής και της βλακείας!

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

SOS εκπέμπουν τα ιστορικά καρνάγια της Ελλάδας: Μία ναυπηγική παράδοση 2.000 ετών που χάνεται

Σύρος, Θάσος, Κουφονήσια, Πέραμα, Πόρος, Γαλαξίδι... Ο κατάλογος είναι τόσο μεγάλος που θα χρειαζόταν σελίδες επί σελίδων για να καταγραφούν όλα τα παλιά καρνάγια ή ταρσανάδες ανά την επικράτεια που τελούν σήμερα υπό εξαφάνιση, αληθινοί θύλακες πολιτισμού και ιστορίας 2000 χρόνων ναυπηγικής τέχνης.
Στην αρχή αποτελούσαν χώρους μόνο για μικρές επισκευαστικές κυρίως δραστηριότητες. Εν συνεχεία, όμως, αναλάμβαναν τη ναυπήγηση μεγαλύτερων σκαφών. Μετά την Παλιγγενεσία οι πρώτες ναυπηγικές μονάδες ήταν τα μεγάλα καρνάγια της εποχής που βρίσκονταν στο Γαλαξίδι, τη Σύρο και στον Πόρο. Πολύ αργότερα άρχισαν ν΄ αναπτύσσονται επίσης και σ΄ άλλα νησιά όπως στην Αίγινα και βεβαίως στον Πειραιά και ειδικότερα στη περιοχή του Περάματος.
Αυτές οι μικρές μονάδες απετέλεσαν τη «μαγιά» του ναυπηγικού θαύματος που ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μετατραπεί σε μία από τις μεγαλύτερες δεξαμενές της Μεσογείου.
Όπως σημειώνει η Αντωνία Μποτωνάκη-Παπαδομανωλάκη σε κείμενο της στον ιστότοπο http://oitylo.com (απ' όπου προέρχεται και η φωτογραφία στην κεφαλή του άρθρου), με τίτλο «Τα Καρνάγια: Το τέλος μιας ιστορίας αιώνων»:
Νεώρια στην αρχαιότητα, καρνάγια στις μέρες μας, λέγονται οι τόποι κατασκευής ξύλινων πλοίων. Ναυτικός λαός οι Έλληνες πορεύονταν στους δρόμους της θάλασσας σαν έμποροι, σαν καταχτητές, σαν πειρατές, σαν μπουρλοτιέρηδες. Τα καρνάγια ήταν διάσπαρτα στη νησιωτική Ελλάδα αλλά και στα λιμάνια της ηπειρωτικής, κατασκευάζοντας σκαριά γερά, όμορφα, μεγαλόπρεπα χιλιοπλουμισμένα, από ξύλο και μπρούτζο.
Γενιές ολόκληρες καραβομαραγκών κληρονομούσαν στους γόνους τους την τέχνη, το μεράκι και την αγάπη για τη δουλειά.
Τριήρεις στα χρόνια τα παλιά, σκούνες, καΐκια, ιστιοφόρα, καράβια όλων των λογιών και των σχεδίων αργότερα, δουλεύονταν στο χέρι από στρατιές μαστόρων επιτήδειων και φίλεργων για να γλιστρήσουν έτοιμα και γυαλιστερά από τα βάζα στη θάλασσα, για τα μεγάλα τους ταξίδια.Οι κορμοί των δέντρων απλωμένοι έξω από τα καρνάγια περίμεναν να δουλευτούν με υπομονή και φαντασία.
Μελίσσι βουερό κάθε καρνάγιο, καθώς δεκάδες μάστοροι δούλευαν ασταμάτητα με την αλμύρα της θάλασσας να σκάβει τα πρόσωπά τους.
Κάθε σκαρί που τέλειωνε σήμαινε και μια γιορτή κι' ένα πανηγύρι. Σπονδή στον Ποσειδώνα τότε, ευχή στον Αη Νικόλα μετά.
Όλα τούτα όμως αργά και σταθερά τελειώνουν. Το χθες γίνεται σφυγμός ολοένα και πιο αργός. Τα καρνάγια αδειάζουν και ερημώνουν. Οι καραβομαραγκοί, οι μπογιατζήδες, οι τεχνίτες των ξύλινων σκαριών όλο και λιγοστεύουν. Τα παλιά ναυπηγεία σε πολλά νησιά, είναι παράγκες που χάσκουν τραυματισμένες από χειμώνες και λιοπύρια που τις χτυπούν. Σκουριά και σαπίλα και φύκια στοιβαγμένα, συνθέτουν ένα άλλο μελαγχολικό σκηνικό. Σταμάτησαν άραγε οι Ρωμιοί να φτιάχνουνε καράβια; Όχι βέβαια. Έλληνας και θάλασσα είναι δεσμός ιερός και άρρηκτος.
Ήρθε όμως μια άλλη λογική, πιο σύγχρονη Ευρωπαϊκή, που ορίζει ότι τα πλοία πρέπει να κατασκευάζονται από μέταλλο και πλαστικό. Τα μεγάλα ναυπηγεία είναι συντονισμένα στις νέες ντιρεκτίβες.
Μάρτυρας αυτής της κατάστασης ένας παλαιός καραβομαραγκός του Κουφονησίου, ο κος Μιχάλης Πράσινος, ο οποίο αναφέρει στον ιστότοπο www.bluestarferries.gr, σχετικά με έλλειψη νέων καραβομαραγκών στα καρνάγια και την δημοφιλία των πλαστικών σκαφών εις βάρος των ξύλινων:
Με τα χρόνια κατάφερα να νοικιάσω το δικό μου καρνάγιο όπου συνέχισα να επισκευάζω με τον αδερφό μου καΐκια με τον παραδοσιακό τρόπο, χρησιμοποιώντας σκαλωσιές, φαλάγγια, µποτέλια κτλ. Σήμερα, 45 χρόνια μετά, εξακολουθώ να εργάζομαι στο ίδιο καρνάγιο, μόνο που πλέον είναι δικής μας ιδιοκτησίας. Κάθε μέρα βγάζουμε τα σκάφη, τα πλένουμε, τα βάφουμε και επιδιορθώνουμε όλες τους τις ζημιές. Το ξύλο όπως και το καΐκι το βλέπω σαν κάτι ζωντανό... Το νοιάζομαι και το πονάω! Για εμένα τα καΐκια και η θάλασσα είναι ζωή μου και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει...
Ο κος Μιχάλης Πράσινος θυμάται, όταν ήταν ακόμη 8 χρονών, να παίρνει τον μικρότερο αδερφό του Γιάννη από το χέρι, μετά το σχολείο και να τρέχουν στο καρνάγιο του κύριου Νικήτα Βάσαλου για να μάθουν πώς χρησιμοποιείται το σκεπάρνι και η ματσόλα, τα δύο βασικά εργαλεία ενός καραβομαραγκού. Τότε ο κυρ-Νικήτας δούλευε και με τον περίφημο τεχνίτη Μανώλη Ψαρρό, ο οποίος έβγαζε τα καλύτερα τρεχαντήρια στην Ελλάδα. 
Μία γενιά και μία «πάστα» ανθρώπων που τείνει πλέον να εκλείψει παίρνοντας μαζί της ένα από τα ζωτικότερα κομμάτια της ελληνικής ιστορίας.
Παρακολουθήστε σχετικό βίντεο:


Στην Σαντορίνη μας όμως, τι συμβαίνει; 
 Φαίνεται πως ΔΕΝ χάθηκαν όλα...
Η πρώτη βουτιά για τον «Γαρμπή»
Επιτρέπεται η αντιγραφή και ιεραποστολική αξιοποίηση των κειμένων πού θα βρείτε εδώ, είτε ημετέρων ή αντεγραμμένων από άλλους ιστοχώρους, ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ από ορθόδοξα ή φιλορθόδοξα ιστολόγια με υποχρέωση την αναφορά πηγής και συγγραφέως του κειμένου και την μη περικοπή αυτού για οποιονδήποτε λόγο.Τα ανυπόγραφα άρθρα και όσα δεν αναφέρουν πηγή ανήκουν στο υποφαινόμενο ιστολόγιο.
Συνήθως οι εικόνες πού χρησιμοποιούμε, παρέχονται από την αναζήτηση google.Αν νομίζετε ότι η ανάρτηση τους θίγει δικαιώματα σας, ειδοποιήστε να τις κατεβάσουμε.

Ευχαριστούμε