Σαντορίνη 1965. Καθώς ακόμα νωπές είναι οι πληγές που μας άφησε ο
σεισμός του 56 το νησί αργοπεθαίνει οικονομικά. Χιλιάδες Σαντορινιοί
ξενιτεύονται και πάνε στην Αθήνα για να ζήσουν τις οικογένειες τους.
Πολλές από αυτές μένουν πίσω για να κρατούν ζωντανά τα σπίτια τα αμπέλια
και το βιος. Μιλάμε για σκληρές και άσχημες μέρες.
Μια φέτα ψωμί με λίγο λαδάκι και λίγο πελτέ ήταν το πολυτελές κολατσιό μας.
Κρυφτό μέσα στα χαλάσματα που άφησε ο σεισμός , στο κόκκινο σπίτι του
Νομικού , στα υπόσκαφα του Κοντοχωριού και στη πλατεία Σαρπάκη ήταν το
παιχνίδι μας.
Κρυφτοντενεκές με το Στάθη το Καραμανλή , τον Αντώνη το Μανιέμο , το
Μιχάλη το ρίφι, το Στέλιο τον εισπράκτορα, το Σίμο το Μπελλώνια, τον
Λουκά το Σμπάρα, το Γιώργο το κεφτέ, το Στάθη τον Αμπαζόγλου,το Σταύρο
και το Μανώλη το Χάλαρη, την παλιοπαρέα δηλαδή των Φηρών, κάθε μέρα στη
πλατεία του Σαρπάκη.
Περνούσαν οι μέρες δύσκολα αλλά όμορφα.
περρισότερα ...