Στο
Χριστό τα Θέρμη
Γράφει η Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Υπάρχει
και μια άλλη Σαντορίνη, η Σαντορίνη της ερμιάς και της εγκατάλειψης. Στο Χριστό
τα Θέρμη κατοικούσαμε όπως οι τρωγλοδύτες της Τυνησίας, σε υπόσκαφα δωματιάκια
με νερό απ’ τη στέρνα κι αυτό υφάλμυρο, με τη θερμοπηγή πλάι στη θάλασσα χωμένη
κάθε χρόνο στα βότσαλα και την άμμο -χρειάζεται να σκύψεις για να μπεις, ίσως
να γονατίσεις κι ο ατμός που αναδύεται σου φέρνει δάκρυα στα μάτια, σε πνίγει-
η νερομάνα καυτή κι οι «μπανιέρες» λαξεμένες στο βράχο προσμένουν σα θάμα πια
τον ανάπηρο που θα θεραπεύσουν κι η παραλία μαχαίρι από μαυροκόκκινο χαλίκι και
άμμο με τα βράχια να κρέμονται κάθετα κι αγριωπά πάνω σου -κατρακυλάς στην
κατηφόρα δεν πορεύεσαι- να πυρώνουν τ’ απόγευμα να σε πυρπολούν κι η θάλασσα
ευφρόσυνα να φτερουγά προκλητικά, να σε καλεί γύρω απ’ τον κόκκινο τετράγωνο
βράχο για ν’ αρχίσεις τις βουτιές, κι εγώ θα σου κάνω πατητή και να δεις που δε
πιάνεις πάτο, κρύα θάλασσα ζωντανή και μαργιόλισα, κουβαλά γνέματα της απειλής
του ηφαιστείου και σου φωνάζω: «Εδώ, ίσα που πατώνω, σκάψε με το πόδι σου την
άμμο το νιώθεις; ναι, ναι είναι ο σφυγμός του ηφαιστείου που δονείται στ’
ακροδάκτυλά σου, τ’ αμνιακό υγρό της γης ρέει στις πατούσες σου».
Όλο σου το
κορμί τρέμει απ’ την αψάδα της βαριάς θάλασσας, μπλε προς το μαύρο, ματώνει
μονάχα ντροπαλά όταν ο ήλιος δροσίζεται κάθε δειλινό σ’ ερωτικό βύθισμα. Το
ξωκλήσι καρφωμένο στο βράχο πιο ψηλά, λευκός λεκές στο γήινο βάρος που ξέρασαν
της γης τα έγκατα, γλάρος έτοιμος να πετάξει, πρόκληση της ανθρώπινης ελπίδας
που επιμένει να φτεροκοπά μπροστά την αμείλικτη βεβαιότητα του τελικού θριάμβου
του θανάτου.
Τώρα πια στην τουριστική Σαντορίνη επιβιώνουν ακόμη ελάχιστες
κρυφές γωνιές σαν το Χριστό τα Θέρμη. Μακριά απ’ τα μπαράκια της ανωνυμίας και
τον ανοργασμικό έρωτα κατά τις επιταγές της μόδας, μακριά από κείνους που
ξεφυλλίζουν τα περιοδικά για να μάθουν πώς είναι «ιν» το καμάκι και ποιες
γκόμενες φοριούνται τούτη τη σαιζόν, μακριά απ’ όσους πασχίζουν να ζουν με τις
συμπεριφορές που επιβάλει η κάθε εποχή.