Γράφει η Στέλλα Κοντογιάννη θηραία ερευνήτρια
Μια μαρτυρία από την γιαγιά μου, Καλλιόπη Νομικού – Πλαστήρα, η οποία δεν βρίσκεται στη ζωή από τον περασμένο Ιούνιο κι είναι πολύτιμη κι ανεκτίμητη η παρακαταθήκη που μου άφησε με τα λεγόμενά της.
Το συγκεκριμένο απομαγνητοφωνημένο κείμενο καταγράφηκε το Μάρτιο του 1993 στο σπίτι της γιαγιάς μου που είχα πάει για να συγκεντρώσω στοιχεία για μια εργασία που είχα στο Πανεπιστήμιο. Είχα αφήσει το μαγνητοφωνάκι ανοιχτό και κατέγραφε όλη τη συζήτηση που είχαμε αλλά φυσικά δεν χώρεσαν όλα.
Η περιγραφή αναφέρεται στα γεγονότα όπως τα θυμάται το χειμώνα του 1928 λίγο πριν εγκαταλείψει η οικογένειά της το νησί χωρίς ποτέ να καταφέρει να επιστρέψει.
«…Μύριζε έντονα δύσοσμα ο αέρας. Είχε φράξει η αναπνοή μας. Σε κάποια στιγμή κάποιοι με αναμμένα κεριά κάναν τόπο μέσα απ’ το πλήθος και κρατώντας ένα χαρτί, ένας απ’ όλους, στάθηκε στη μέση. Κάτι έλεγε και προσπαθούσαμε ν’ ακούσουμε τι αλλά τα λόγια του χάνονταν από τους συριγμούς και τους μηκυθμούς και τις φωνές του κόσμου. Φώναξε όσο δυνατότερα μπορούσε: «Έρχεται πλοίο». «Δεν ημπορεί όμως να προσεγγίσει, δι’ αυτό και καλούμεθα να παραμείνουμε εις το νησί και να μην εισέλθουμε εις τας κατοικίας μας διότι θα γίνει πρώτα έλεγχος των ζημιών».
Το κρύο ήταν πραγματικά τσουχτερό κι ο αέρας βάρβαρος κι εγώ έτρεμα, έτρεμα. Καθόμουν στα πόδια της γιαγιάς μου κι έτρεμα.
Περιμέναμε λοιπόν στην άκρη της σκάλας όλοι μαζί. Είχαμε καταλάβει πως δεν ημπορούσε να γίνει τίποτε άλλο. Ένιωθα ξαφνικά τόσο ξεχασμένη απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Σκεφτόμουν πως τώρα σε άλλες πόλεις τα παιδάκια παίζουν ήσυχα και κοιμούνται κι εγώ ξενυχτούσα μακριά απ’ τα παιχνίδια μου, μακριά απ’ τις κούκλες που μού ‘φερε η θεία μου από την Αίγυπτο και αδημονούσα να τις δω και πάλι γιατί φοβόμουν μήπως τις χάσω.
Γύρισα και κοίταξα πίσω στο ανθρώπινο στενόμακρο ποτάμι που αραίωνε όσο απομακρυνόταν από το σημείο που είχαμε μαζευτεί. Το σπίτι μας δε φαινόταν από δω καθόλου. Σχεδόν τίποτα δεν μπορούσα να ξεχωρίσω, μόνο μερικά χέρια που κουνούσαν στον αέρα κι έψαχναν τους άλλους δικούς τους.
Ο φόβος δεν άφηνε τα χέρια μου να ζεσταθούν παρόλο που τα είχα τυλίξει κάτω από τη ζακέτα μου, μια πλεχτή ζακέτα που μου είχε πλέξει η γιαγιά μου. Δεν ήξερε κανείς τι ώρα ήταν. Μόνο σκοτάδι και καταχνιά όπου κοιτούσα.»
Εκεί έκανε παύση για λίγο και έμεινε σκεφτική. Μετά από λίγο πρόσθεσε το εξής σχόλιο.
«Αν σήμερα (1993) συνέβαινε ο σεισμός να είχε κέντρο τη Σαντορίνη τα πράγματα θα ήταν πολύ δυσοίωνα. Τώρα που το κράτος έχει «αφραγκίες» θα ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί. Μια εκτόνωση όμως στο σημείο εκείνο έχω την εντύπωση ότι έχει πολλά χρόνια να γίνει και μάλλον θα συμβεί στο αόριστο μέλλον. Αν όμως ως τότε τα οικονομικά της χώρας δεν έχουν βελτιωθεί σημαντικά η διάσταση του προβλήματος θα ‘ναι μεγαλύτερη»
πηγή:Καλλ-ιστορώντας