Σήμερα περίπου το 80-85% της παραγωγής των κορυφαίων εταιρειών ιχθυοκαλλιέργειας καταλήγει σε αγορές του εξωτερικού. Με άλλα λόγια, οι τσιπούρες και τα λαβράκια ιχθυοτροφείου ελληνικής παραγωγής έχουν βρει την θέση τους στις αγορές του κόσμου (όχι μόνο εντός Ε.Ε., αλλά ακόμη και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού).
Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΑΜΠΕΤΑΚΗΣ*
Η τεχνολογία τροφίμων και η συσκευασία υπό τροποποιημένη ατμόσφαιρα (ΜΑΡ) έχει αυξήσει τη διατηρησιμότητα των τροφίμων και έτσι το φιλέτο αυτών των ψαριών μπορεί να έχει διάρκεια ζωής (shelf life) μέχρι και 7-8 μέρες, χρονικό διάστημα που μας επιτρέπει να το εξάγουμε πρακτικά παντού! Ετσι ακόμα και τα πιο ευπαθή τρόφιμα που είναι τα ιχθυηρά έχουν γίνει πλέον ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο ως προς το εμπορικό συνδυαστικό πλεονέκτημα που προσφέρουν: τιμή σε συνδυασμό με ποιότητα. Το λεγόμενο «value for money» των ελληνικών τροφίμων είναι απλά ασυναγώνιστο. Διότι, τα ελληνικά τρόφιμα που παράγονται σε μια χώρα με μοναδικό μικροκλίμα συνδυάζουν άριστη διατροφική αξία με πολύ καλές οργανοληπτικές ιδιότητες (άρωμα, γεύση κι επίγευση). Γιατί όμως δεν έχουν τα ελληνικά τρόφιμα τη διεθνή αναγνωρισιμότητα που τους πρέπει;Πριν από λίγα χρόνια, βρέθηκα σε ένα οινοποιείο στη Βουργουνδία. Εκεί το πιο φτηνό κόκκινο κρασί ξεκινούσε (σε σημερινές τιμές) από τα 5 ευρώ το μπουκάλι και τα πιο ακριβά των 50 ευρώ. Γιατί άραγε οι Γάλλοι έχουν καταφέρει και έχουν πείσει τους γευστικούς κάλυκες των πελατών τους ότι πρέπει να δώσουν 50 ευρώ για ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί όταν τα δικά μας (σίγουρα τουλάχιστον εφάμιλλα) κρασιά δεν μπορούν να ξεπεράσουν το «φράγμα» των 20 ευρώ; Αφού, το κλίμα μας είναι εξαιρετικό, οι ελληνικές (ή και διεθνείς) ποικιλίες που μεγαλώνουν στη χώρα μας δίνουν εξαιρετικό μούστο και δόξα τω Θεώ έχουμε ικανότατους οινοποιούς. Γιατί δεν μπορούμε να πουλήσουμε λοιπόν πιο ακριβά τα ελληνικά κρασιά;
Σε αυτό το σημείο πρέπει (φευ) να αναφέρουμε και τις τραγικές παραλείψεις της πολιτείας. Μιας πολιτείας που όχι μόνο δεν έχει στρατηγικό πλάνο αλλά ούτε καν σχέδιο για το τι πρέπει να παραγάγει, πώς θα το παραγάγει, με ποιο ανθρώπινο δυναμικό, με ποιες εμπορικές δυνατότητες, με ποιές προοπτικές εξέλιξης. Διότι αν είχε η πολιτεία κάτι τέτοιο, τότε θα είχαμε και ως μέλη ΔΕΠ του ελληνικού Πανεπιστήμιου κατευθυντήριες γραμμές για το τι να διδάξουμε στους αυριανούς χημικούς και τεχνολόγους τροφίμων, στους αυριανούς οινοποιούς, στους αυριανούς επιχειρηματίες. Δυστυχώς κάτι τέτοιο απλά δεν υπάρχει...
Κι έτσι όλα επαφίενται στον «πατριωτισμό» μερικών δασκάλων και σε λιγοστούς «κουζουλούς» (με την καλή έννοια!) επιχειρηματίες, που παρά τις αντίξοες συνθήκες παράγουν τρόφιμα με άριστα χαρακτηριστικά (οργανοληπτικά και διατροφικά) που είναι εμπορεύσιμα σε διεθνές επίπεδο.
Ετσι γίνονται μερικές καλές προσπάθειες που επιφέρουν ένα κέρδος. Ενώ αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν θα μπορούσαν να επιφέρουν πολλαπλάσιο κέρδος. Κέρδος που θα μπορούσε να μεταφραστεί σε χιλιάδες θέσεις εργασίας (πέρα από τις μεμψίμοιρες κυβερνητικές προσθαφαιρέσεις των εφέδρων Δ.Υ.). Διότι ακόμη και στα τρόφιμα, «θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία». Αλλά με υποδουλωμένους ταγούς, υποδουλωμένο μένει και το απίστευτο εμπορικό δυναμικό των ελληνικών τροφίμων (όπως είναι το θυμαρίσιο μέλι, το μαστέλο και τα γλυκά κουταλιού της Χίου, το λαδοτύρι της Μυτιλήνης, το τσίπουρο της Θεσσαλίας, το ντοματάκι και η φάβα της Σαντορίνης, τα κρασιά της Νεμέας και το μετσοβόνε για να θυμηθούμε μερικά μόνο μοναδικά τρόφιμα της Ελλάδας)...
*Επίκουρος καθηγητής Χημείας Τροφίμων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
πηγή:kykladesnews