Γράφει ο Θ.Μ
Η εκατονταετηρίδα από της εκδημίας του κοσμοκαλόγερου των νεοελληνικών γραμμάτων, στάθηκε ικανή αφορμή για κάτι το ανέλπιστοˑ μια άνευ προηγουμένου έκρηξη πνευματικής δημιουργίας. Επετειακές εκδόσεις προς τιμήν του συγγραφέα, επιστημονικά συνέδρια, ραδιοφωνικά αφιερώματα, ακόμη ακόμη και τηλεοπτικές εκπομπές - από ένα μέσο που εδώ που τα λέμε δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοια θεματολογία. Όσο για τον τύπο, και τι δεν διαβάσαμε. Αναλύσεις λογοτεχνών, θεολόγων, διανοουμένων, κριτικών, συγγραφέων, ιεραρχών, επιστημόνων, εκδοτών... Άλλοι να αναφέρονται στον κυρ Αλέξανδρο υμνητικά, άλλοι επικριτικά, άλλοι συγκινητικά κι άλλοι αδιάφορα. Έτος Παπαδιαμάντη λοιπόν κι επισήμως το 2011. Δεν θα σταθώ στο μεγαλείο του σκιαθίτη διηγηματογράφου. Ασχολήθηκαν μαζί του οι πλέον ειδικοί. Θα αποτολμήσω όμως να διατυπώσω την προσωπική μου έκπληξη για το γεγονός πως ενώ οι δεκαετίες περνούν κι κόσμος μας «προοδεύει» με ταχύτητες ασύλληπτες, επανέρχονται στο προσκήνιο άνθρωποι που στην εποχή τους θεωρήθηκαν μάλλον ανεπίκαιροι. Άνθρωποι όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Κόντογλου ή ο ζωγράφος Θεόφιλος που για την διανόηση της εποχής τους θεωρήθηκαν ξεπερασμένοι και συντηρητικοί. Κι ενώ οι δεκαετίες περνούν, η ως τότε «αγνοημένη» παράδοση έρχεται και χτυπά δυνατά την πόρτα των επόμενων γενιών. Κι ανακαλύπτουμε εκ νέου, μια παράδοση τόσο ζωντανή και τόσο εναργής, που μοιάζει να έρχεται από το μέλλον.
Πριν τα 1821, προετοίμασαν -ιδεολογικά και πνευματικά- την απελευθέρωση του υπόδουλου γένους, οι στην Δύση ευρισκόμενοι «Διδάσκαλοι του Γένους». Κύριο αίτημα τους η «Μετακένωση των Φώτων» από την Εσπερία στην σκλαβωμένη Ελλάδα. Θέλησαν διά της βίας να μας «εκπολιτίσουν». Αντί όμως το κακό να τελειώσει με την πολυπόθητη απελευθέρωση, φούντωσε κι άλλο. Ήλθαν έξωθεν οι Βαυαροὶ… να διοργανώσουν το νέο κράτος. Οι άνθρωποι προσέφεραν αυτό που είχαν. Προσπάθησαν να διοργανώσουν τα πάντα εξ αρχής σύμφωνα με τον πολιτισμό τους. Έτσι αρχίζει μια νέα περίοδος της ιστορίας μας, που επηρέασε όλη τη ζωή του τόπου: από το πως θα κτίζωμε τις εκκλησίες· πως θα εικονογραφούμε τους ναούς· πως θα ψάλλωμε, μέχρι το πως θα διασκεδάζωμε, θα τραγουδούμε και θα χορεύωμε...[2] Μια μικρή βόλτα στους κεντρικούς ναούς των Αθηνών αρκεί για να «θαυμάσει» κανείς την δυτική αρχιτεκτονική, τα πολύχρωμα βιτρό και τις χαλκομανίες -φτηνές απομιμήσεις της δυτικής ζωγραφικής. Νιώθει πραγματικά «Ευρωπαίος». Μας πήραν μωρά παιδιά από τον μαστό της μάνας μας, της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μας έμαθαν άλλα. Μας έδωσαν να πιούμε γάλα κονσέρβας. Μας έκοψαν από τις ρίζες. Μας χώρισαν από την Παράδοση… μας έκαμαν αλλοδαπούς στον τόπο μας…[3]
Τους τελευταίους αιώνες η διανόηση του τόπου μας δεν έπαψε ούτε στιγμή να είναι αποκλειστικά και μόνον μεταπρατική. Καταγίνεται με το πώς θα μας κάμει Ευρωπαίους, πως θα διαφωτίσει τον λαό, πως θα αποτινάξει από πάνω του τη «λέρα» του Ρωμιού. Κτίζει μια αόρατη γέφυρα 2.000 ετών προκειμένου να μας συνδέσει απευθείας με την ένδοξη αρχαιότητα. Αδυνατεί να κατανοήσει την γλώσσα των παππούδων μας, αγνοεί την πίστη τους, αδιαφορεί για τα δημοτικά τους τραγούδια. Λοιδορεί την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου όσο εκείνος ζει. Μόλις όμως τα έργα του εκτίθενται στις αίθουσες του Λούβρου αναθεωρεί άρδην. Και μένει με το στόμα ανοιχτό... Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία χοντρά… Τον θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους οι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του, πέθανε, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα…[4]
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί όπου και να θολώνει ο νους σας μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη…[5]
Την πνευματική ζωή των τελευταίων αιώνων σημαδεύει η λεγόμενη γενιά του ‘30. Σε μιαν χώρα καθημαγμένη από τη Μικρασιατική καταστροφή, αναζητούνται οι στέρεες αξίες πάνω στις οποίες μπορεί να ανοικοδομηθεί η Ελλάδα. Ένα σύνολο διανοουμένων μελετώντας κυρίως Παπαδιαμάντη και Μακρυγιάννη, αναζητά στην παράδοση τη δημιουργική ορμή της ελληνικότητας. Όχι -προς Θεού- ως κάποιαν απόδειξη πολιτισμικής υπεροχής ή ανωτερότητας, μα ως την δυναμική εκείνης της ετερότητας που θα σφυρηλατήσει την αυτόνομη και ισότιμη παρουσία μας στην οικουμένη. Ανακαλύπτει στο κοινό κτήμα της λαϊκής παράδοσης του Γένους τη ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία… αγνοημένη και πάντα παρούσα… Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα ΄21.[6] Ομολογεί πως λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.[7] Η γενιά του ‘30 δεν έχει σκοπό να ωραιοποιήσει ή να καθαγιάσει το παρελθόν. Βρίσκει στις αγνοημένες γενιές των παππούδων μας εκείνο το κάτοπτρο μέσα από τον οποίο θα καταφέρουμε επιτέλους να δούμε το πιο ανόθευτο και αληθινό μας πρόσωπο, μιας και ένας φτωχός δεν έχει καν τα μέσα να ψεφτίσει. Καλός ή κακός, μες στην αδυναμία του, μένει ατόφιος, αληθινός…[8] Οι Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος αν και ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, προσλαμβάνουν την ελληνική γλώσσα και παράδοση με γόνιμο τρόπο και δίνουν στην ελληνική ποίηση την ώθηση που χρειαζόταν για να κατακτήσει την παγκόσμια αναγνώριση. Στην ζωγραφική οι Παρθένης, Τσαρούχης, Παπαλουκάς αναβαπτίζουν την τέχνη τους στα νάματα της Βυζαντινής Αγιογραφίας. Ο Πικιώνης και ο Μόραλης μπολιάζουν την λαϊκή τέχνη με την Αρχιτεκτονική και την Χαρακτική.
Μένουσα εν εαυτή τα πάντα καινίζει…[9]
Την νεότερη Ορθόδοξη Θεολογία σημαδεύει λεγόμενη θεολογία της Ρωσσικής Διασποράς. Λίγοι κυνηγημένοι Ρώσοι μετανάστες καταφεύγουν στο Παρίσι, χτίζοντας γύρω από την ενορία μια θεολογική σχολή. Η ακτινοβολία που αποκτά συνιστά μια πραγματική επανάσταση. Κόμισαν στην Ευρώπη όχι μιαν επιμέρους θεολογική-εκκλησιαστική παράδοση, ιδεολογικά «ορθοδοξότερη» ή βιωματικά πιο «πνευματική», πιο «μυστική». Όχι. Η εκρηκτική τους συμβολή ήταν ότι αντέταξαν στο ευρωπαϊκό αδιέξοδο ρεαλιστική πρόταση ζωής…. Και η περιθωριακή τους παρέμβαση λειτούργησε με τη δυναμική του «κόκκου της σινάπεως», του ελάχιστου σπέρματος του ικανού να τινάξει και βράχο.[10] Η δυναμική που αναπτύσσεται τεράστια. Η Θεολογία των Πατέρων διδάσκεται στα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου και η Ορθοδοξία καθίσταται αυτόνομος και διακριτός πόλος απέναντι στην δυτική σκέψη. Τα απόνερα αυτής θεολογικής αναγέννησης φτάνουν και στην μεταπολεμική Ελλάδα. Η Θεολογία του ’60, μέσα από την συστηματική μελέτη της Φιλοκαλίας, καταφεύγει στην Πατρολογία προκειμένου να επανασυνδεθεί με την εκκλησιαστική εμπειρία 2.000 ετών. Το Όρος αναγεννάται από ανθρώπους που αφήνουν ακαδημαϊκές καριέρες κι επιστημονικές περγαμηνές προκειμένου όχι να διδάξουν, αλλά να διδαχτούν την ορθόδοξη Θεολογία πλάι σε «σαλούς» ασκητές και αγράμματα γεροντάκια. Στις ελληνικές Θεολογικές Σχολές που για δεκαετίες ολόκληρες διδάσκονταν αποκλειστικά μεταφράσεις Ευρωπαίων Θεολόγων, κυρίως Προτεσταντών, συμβαίνει το «πρωτοφανές». Εν έτει 1962 εκδίδεται ο πρώτος τόμος των Συγγραμμάτων του Γρηγορίου του Παλαμά.
Κι ερχόμαστε στο σήμερα. Επιτακτική ανάγκη, λένε, για την μετάφραση των ιερών μας κειμένων στη νεοελληνική. Θα γιομίσουν οι εκκλησιές με νέους. Αναπαράγουμε την επιχειρηματολογία των Προτεσταντών μισσιονάριων που αλώνιζαν την ελληνική επικράτεια της προεπαναστατικής Ελλάδος, με κύριο έργο τους τον επανευαγγελισμό του αμαθούς και αγροίκου λαού. Μέσο για να το καταφέρουν η μετάφραση -λες και δεν γράφτηκαν στην ελληνική- των ιερών κειμένων. Θεωρούμε ότι η αποκάλυψη του Θεού δεν επιτυγχάνεται δια της εκκλησιαστικής εμπειρίας και πίστεως που διέσωσαν οι πατέρες μας, αλλά κυρίως διανοητικά, διά της γνώσης και κατανόησης των ιερών κειμένων. Αναβιώνουμε έτσι, μετά επτακόσια έτη, την ιστορική διαμάχη Γρηγορίου Παλαμά και Βαρλαάμ λαμβάνοντας «μετά παρρησίας» το μέρος του Λατίνου Επισκόπου.
Συνομολογεί κι ο Σαββόπουλος :
Φιλότεχνοι κι αλλήθωροι προς κάποια δύση πάντα
που παραμόρφωσε γενιές, παλιά κι απ' το τριάντα
την ώρα που το μέσα μας κοβόταν σαν διαμάντι
στου Καζαντζίδη το λυγμό και του Παπαδιαμάντη…[11]
[1] Οδ. Ελύτη, Τα Ελεγεία της Οξώπετρας
[2] Αρχιμ. Β. Γοντικάκη, Σύγχρονος Μοναστικός Βίος. Απολυτίκιον
[3] Αρχιμ. Β. Γοντικάκη, Το Άγιον Όρος και η παιδεία του Έθνους μας
[4] Γ. Σεφέρη, Ένας Έλληνας - ο Μακρυγιάννης. Δοκιμές
[5] Οδ. Ελύτη, Άξιον Εστί
[6] Γ. Σεφέρη, Ένας Έλληνας - ο Μακρυγιάννης. Δοκιμές
[7] Γ. Σεφέρη, Ένας Έλληνας - ο Μακρυγιάννης. Δοκιμές
[8] Οδ. Ελύτη, Η μαγεία του Παπαδιαμάντη
[9] Σοφία Σολομώντος, 7,27
[10] Χρ. Γιανναρά, Το Ορθόδοξο Παρίσι. Τα καθ’ εαυτόν
[11] Δ.Σαββόπουλου, Μέρες Καλύτερες θα ρθούν. Μην πετάξεις τίποτα