New Age Οικολογία και Ορθοδοξία
Γράφει ο Νεκρός
Ο κίνδυνος ολοσχερούς καταστροφής του γήινου φυσικού περιβάλλοντος, εκτός από την εύλογη παγκόσμια ανησυχία, προκαλεί και εξαιρετικά σοβαρές πνευματικές συνέπειες.Αναγνωρίζοντας ως κυριότερο παράγοντα της περιβαλλοντικής καταστροφής την απληστία του λευκού ανθρώπου, πολλοί ευαισθητοποιημένοι άνθρωποι αναζητούν πλέον τρόπους να απομακρυνθούν από τον πολιτισμό που προκάλεσε και προκαλεί αυτή την καταστροφή. Και βλέπουν εσφαλμένα ως βασικό χαρακτηριστικό αυτού του πολιτισμού το χριστιανισμό, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν ξεκάθαρα αθεϊστικό πολιτισμό.
Έτσι, ο χριστιανισμός κατηγορείται ότι αναγόρευσε τον άνθρωπο «βασιλιά της κτίσης», εμπνέοντάς του την πλάνη ότι μπορεί να εξουσιάζει τα υπόλοιπα πλάσματα, καθώς και ότι γέννησε τον ορθολογισμό, ο οποίος, με τη σειρά του, έφερε την ιδέα για «ορθολογική εκμετάλλευση» του κόσμου προς όφελος του ανθρώπου. Άμεση συνέπεια του τελευταίου είναι η βιομηχανική επανάσταση – η μητέρα της οικολογικής καταστροφής.
Προέκυψε έτσι ένα ιδιότυπο είδος νεοπαγανισμού: η προσέλκυση ευαισθητοποιημένων ανθρώπων από τις «θρησκείες της φύσης» και η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη λατρεία της φύσης και τα πνευματικά όντα, που υποτίθεται ότι την κατοικούν και την «εμψυχώνουν»: νεράιδες και ξωτικά.
Η επάνοδος των μύθων
Σύγχρονος εορτασμός του θερινού ηλιοστασίου στο Στόουνχεντζ (δώθενες) |
Οι παραπάνω ιδέες συνδέονται στενά, σε κάθε τόπο έκφρασής τους, ακόμη και σε παιδικές εκπομπές κινουμένων σχεδίων, με το δόγμα της μετενσάρκωσης και τις λοιπές πανθρησκειακές αντιλήψεις της Νέας Εποχής, όπου το ανώτερο ζητούμενο από τον άνθρωπο είναι η αυτοσυνειδησία και ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται είναι ο διαλογισμός. Πρόκειται λοιπόν όχι μόνο για ένα ενδιαφέρον για τον περιβάλλον, αλλά για μια μορφή θρησκευτικότητας.
Στη σκέψη του μαθητή των αρχαίων δασκάλων, μόνο μια παράδοση απουσιάζει πανηγυρικά από αυτή την παγκόσμια συμφωνία και φαίνεται μάλιστα να καμαρώνει για την απουσία της: ο χριστιανισμός. Εξαίρεση θεωρούνται μεμονωμένοι χριστιανοί διδάσκάλοι, ίσως μόνον ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, που είναι γνωστό ότι κινήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση, απευθυνόμενος πλατιά στα φυσικά όντα και όχι μόνο στους ανθρώπους.
Ο χριστιανισμός κατηγορείται ότι τοποθετεί εγωιστικά τον άνθρωπο στην κορυφή της παγκόσμιας Δημιουργίας, τον θεωρεί «το ανώτερο ον», τη μόνη εικόνα του Θεού, το μόνο πλάσμα που είναι προικισμένο με αθάνατη ψυχή (δεν αναγνωρίζει ούτε υποθετικά ψυχή στα φυτά και τα ζώα ή το ενδεχόμενο ύπαρξης ανώτερων διανοιών από τον άνθρωπο –πέρα από τον πατερναλιστικό Θεό φυσικά, που «απαιτεί τη λατρεία Του από τα πλάσματα, επιβάλλοντας σιδηρά πειθαρχία και καταστρατηγώντας τους φυσικούς νόμους») και διακηρύσσει ότι έχει την εξουσία να διαχειρίζεται, κατά βούλησιν, αρχικά τον παράδεισο και στη συνέχεια τον υλικό κόσμο. Ο καπιταλισμός, με όλα τα επακόλουθά του, καθώς και ο κίνδυνος καταστροφής του περιβάλλοντος είναι συνέπειες της εφαρμογής αυτών των αρχών. Οποιοσδήποτε άλλος πολιτισμός κι αν κυριαρχούσε στη Γη, από εκείνους που ιστορικά εμφανίστηκαν, το περιβάλλον δεν θα διέτρεχε κίνδυνο.
Βέβαια ο χριστιανισμός και ο πολιτισμός του προσγράφονται στη λευκή φυλή, τη φυλή των κατακτητών –ίσως είναι η φυσική συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το εφόδιο που βοήθησε το λευκό άνθρωπο να φτάσει από τις λεγεώνες στις έξυπνες βόμβες…
Ο σύγχρονος ευαισθητοποιημένος δυτικός άνθρωπος νιώθει ρίγη συγκινήσεως μπροστά σε κείμενα όπως η απάντηση του ινδιάνου αρχηγού Σηατλ στον πρόεδρο των ΗΠΑ Φρανκλίνο Πηρς το 1854, όπου του εξηγεί γιατί δε μπορεί να του πουλήσει τη γη της φυλής του (που δεν της ανήκει, αλλά οι άνθρωποι ανήκουν σ’ αυτήν), ή το Μήνυμα της Ιροκέζικης Συνομοσπονδίας των Έξι Εθνών προς το Δυτικό Κόσμο στη Διεθνή Διάσκεψη των Ινδιάνικων Εθνών, στη Γενεύη, υπό την αιγίδα των Μη Κυβερνητικών Οργανισμών του ΟΗΕ (1977). Βιβλία που κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση απολαμβάνουν τη διεθνή αποδοχή, όπως το Ξωτικό του Άλαν Όλντριτζ (που «συμπτωματικά» χρησιμοποιεί τις μυστικιστικές μεθόδους των βουδιστών) ή ο Iσμαήλ του Ντάνιελ Κουίν [σχετικό blog εδώ], που τιμήθηκε με το Βραβείο Turner Tomorrow Fellowship (ανάμεσα σε 2.500 υποψήφια έργα), μια διάκριση που δίνεται σε βιβλία που «δίνουν δημιουργικές και θετικές λύσεις σε παγκόσμια προβλήματα». Ήρωας του έργου είναι ένας σοφός γορίλας με τηλεπαθητικές ικανότητες και πλήρη γνώση της ανθρώπινης ιστορίας, που αφυπνίζει την αυτοσυνειδησία ενός ανθρώπου σε σειρά μαθημάτων, καταρρίπτοντας πρώτα απ’ όλα το χριστιανικό «μύθο» για την ανωτερότητα του ανθρώπου. Σύμφωνα με το γορίλα-δάσκαλο, ο άνθρωπος «δεν έχει μεγαλύτερη αξία από τις τσούχτρες». Ο άνθρωπος-μαθητής αποδέχεται αμέσως αυτή την αλήθεια, ως αυταπόδεικτη, μόλις τίθεται ενώπιόν του μια παραβολή, όπου μια τσούχτρα λέει για τον εαυτό της: «Είμαι το ανώτερο ον πάνω στη γη».
Δε γνωρίζω αν είναι τυχαίο, που ο ήρωας του μυθιστορήματος του Ντ. Κουίν έχει το ίδιο όνομα με το νεαρό φαλαινοθήρα, που πρωταγωνιστεί ως κεντρικός χαρακτήρας και αφηγητής στο Μόμπυ Ντικ του Μέλβιλ. Εκεί παρουσιάζεται η απόλυτη σύγκρουση ανθρώπου και φύσης, από την πλευρά όμως του ανθρώπου, ενώ εδώ από την πλευρά της φύσης.
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι το θρυλικό πλοίο της σπουδαίας οικολογικής οργάνωσης Greenpeace (που ειλικρινά θαυμάζω την αυτοθυσία των μελών της) φέρει το όνομα «Rainbow Warrior» (Πολεμιστής του Ουράνιου Τόξου), εμπνευσμένο από μια προφητεία των αυτοχθόνων της Νότιας Αμερικής για μια ομάδα πολεμιστών που θα κατεβεί από το ουράνιο τόξο να υπερασπιστεί τον κόσμο στους καιρούς της έσχατης διαφθοράς. Ας υπενθυμίσουμε και ότι το 1985 ιδρύθηκε στα δάση της Αυστραλίας το «Συμβούλιο Όλων των Όντων», όνομα που δηλώνει την ελπίδα να φέρει την ειρήνη ανάμεσα σε όλα τα πλάσματα. Ατυχώς, το ενδιαφέρον του «πράσινου πατριάρχη» Βαρθολομαίου (αν και σεβαστό) φαίνεται να ακολουθεί εκ των υστέρων τις εξελίξεις και δεν αρκεί για να ισοσταθμίσει εγκληματικά σφάλματα αιώνων, που λανθασμένα αποδίδονται στο χριστιανισμό, όπως είπαμε.
Οι ίδιοι οι Ιροκέζοι, στο «Μήνυμά τους προς το Δυτικό Κόσμο», καταλογίζουν στο χριστιανισμό ότι «αποπνευματοποίησε τον κόσμο» και ότι «επιβλήθηκε με τα όπλα» εκτοπίζοντας τους θρύλους, τα ιερά και τις λατρευτικές εκδηλώσεις των παγανιστών, αρχικά της Ευρώπης και στη συνέχεια όλων των περιοχών όπου εξαπλώθηκε (1) [δες και Επιστολή Ορθόδοξου Χριστιανού προς τους αδελφούς μας Ινδιάνους].
Το αίτημα για «επαναμάγευση του κόσμου», ως θεραπεία της «αποπνευμάτωσης» ή «απομάγευσης», ηχεί επίσης παντού – η χιονοστιβάδα εκδόσεων και κινηματογραφικών παραγωγών που αντλούν το περιεχόμενό τους από παραμύθια είναι μια ανταπόκριση σ’ αυτό το αίτημα. Θα έλεγα ότι οι παλιότερες ιστορίες, όπως ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών και τα Χρονικά της Νάρνια, είναι πιο χριστιανίζουσες, ενώ οι νεώτερες, με αποκορύφωμα το Χάρι Πότερ, πολύ πιο παγανιστικές.
Ωστόσο εδώ θα πρέπει επίσης να φωτίσουμε μερικές λεπτομέρειες.
Κατ’ αρχάς, τι εννοούμε λέγοντας ότι ο χριστιανισμός «απομάγευσε» τον κόσμο; Ότι έδιωξε τους μύθους περί (ανύπαρκτων) πνευμάτων συντελώντας στη γέννηση του ορθολογισμού ή ότι παρενέβη με τη δύναμη της θείας χάριτος, που έφερε μαζί του, και εκτόπισε πραγματικά πνεύματα; Αν πρόκειται για το πρώτο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι δεν είναι καθόλου έτσι. Μέχρι και τη γενιά των παππούδων μας οι περισσότεροι χριστιανοί ήταν πεπεισμένοι ότι η ύπαιθρος, αλλά και οι οικισμοί, κατοικούνται από πνεύματα. Οι θρύλοι για νεράιδες και ξωτικά κάθε είδους ήταν ζωντανοί σε ολόκληρο τον κόσμο, όσο για την Ελλάδα αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στους δύο τόμους των Παραδόσεων του Νικολάου Πολίτη, όπου καταγράφεται σωρεία τέτοιων αφηγήσεων.
Την πίστη στους κατοίκους του «πνευματικού κόσμου» δεν τη δολοφόνησε ο χριστιανισμός, αλλά ο «σύγχρονος πολιτισμός», που όχι μόνο δεν είναι γέννημα του χριστιανισμού, αλλά είναι αντίθετος μ' αυτόν (2). Και τι χρειάζεται η πίστη στα πνεύματα, αν δεν υπάρχουν πνεύματα; Μόνο για να παρέχει μια παραμυθένια πινελιά σ’ έναν, στην πραγματικότητα, όντως «α-πνευματικό» κόσμο. Να παρέχει ένα καταφύγιο για τη φαντασία των ευαίσθητων ανθρώπων, που ασφυκτιούν στην πεζότητα, τη χυδαιότητα και τη βιαιότητα της πραγματικότητας. Σε αυτή την περίπτωση, κανείς δεν εμποδίζει τη συγγραφή παραμυθιών κάθε μορφής ή ποιημάτων. Ο χριστιανισμός απλώς ξεκαθάρισε ότι τα πνεύματα αυτά δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως πραγματικές οντότητες.
Ακόμη κι έτσι όμως, ας έχουμε υπόψιν ότι ο χριστιανισμός δέχεται ότι υπάρχουν τέτοιες οντότητες. Απλώς δεν τις αντιμετωπίζει εξ ορισμού ως αγαθές και φωτεινές. Γι’ αυτό και αγιάζει τον κόσμο με ιερές ακολουθίες, γι’ αυτό και εξορκίζει το ύδωρ πριν από τη βάπτιση κ.τ.λ. Ακριβώς γιατί οι αφανείς «κάτοικοι» του κόσμου δεν είναι πάντα καλοί, όπως αφελώς τείνουν να πιστέψουν κάποιοι αδελφοί μας.
Αν λοιπόν εννοούμε ότι ο χριστιανισμός εκτόπισε αληθινά πνεύματα, πρέπει να πούμε ότι ο σταυρός είναι «όπλο ειρήνης» και ότι η θεία χάρη είναι η πλέον φωτεινή και θετική ενέργεια που υπάρχει στο σύμπαν. Μόνο κακά πνεύματα εκτοπίστηκαν. Οι οικισμοί και η ύπαιθρος, τα δάση και οι έρημοι (3), γέμισαν ναούς και κατοικήθηκαν από αγίους ασκητές και γενικά αγωνιζόμενους χριστιανούς. Δεν «αποπνευματώθηκαν», αλλά οι σκοτεινές δυνάμεις εκδιώχθηκαν (και καλά έκαναν) για να αντικατασταθούν από αγγέλους, αγίους και το Θεό. Το αίτημα για επάνοδο στην παλιά κατάσταση μόνο εκ του πονηρού μπορεί να είναι.
Γι’ αυτό άλλωστε, ακόμη και σε περιπτώσεις αναβίωσης παγανιστικών ιδεών, υπάρχει ένας μανδύας χριστιανικών επιδράσεων. Αυτό συνέβη ήδη την εποχή του αυτοκράτορα Ιουλιανού: η «ελληνική θρησκεία» που θα «αναβίωνε» ήταν ένα μείγμα δεισιδαιμονιών από όλη τη Μεσόγειο με ένα ιερατείο καθαρά χριστιανικού τύπου! Σήμερα, οι έλληνες νεοπαγανιστές δε λατρεύουν τους θεούς με θυσίες, ούτε, πολύ περισσότερο, με ανθρωποθυσίες, παρόλο που στην αρχαία Ελλάδα δεν ήταν ασυνήθιστες. Ομοίως, οι σύγχρονοι «δρυΐδες» των κέλτικων δασών δεν κάνουν ανθρωποθυσίες, παρόλο που στην παραδοσιακή κελτική θρησκεία κατείχαν κεντρικό ρόλο στη λατρεία των θεών! Κάθε κέλτικος θεός μάλιστα είχε ιδιαίτερο τρόπο, αρεστό στον ίδιο, θανάτωσης των ανθρώπινων θυμάτων που του προσφέρονταν: ο Τευτάτης (Τουτάτης) «ήθελε» να πνίγονται τα θύματά του σε λεκάνες με νερό, ο Έσους να απαγχονίζονται και ο Τάρανις να καίγονται, ενώ δεν έλειπαν και οι μαντικές ανθρωποθυσίες, όπου μάντευαν ανάλογα με το πώς έπεφτε το μαχαιρωμένο θύμα στο χώμα και πώς έρεε το αίμα του (βλ. E. Loucas-Durie, «Κελτική Θρησκεία», λ. στην Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδοτική Αθηνών, τ. 21, «Θρησκείες», σελ. 231).
Για ποιον χριστιανισμό μιλάμε;
Κατ’ αρχάς είναι προφανές ότι ο άνθρωπος διαφέρει από τα υπόλοιπα είδη της Γης. Το ζήτημα είναι αν αυτή η διαφορά σημαίνει και υπεροχή απέναντί τους. Ο συντριπτικά υψηλότερος δείκτης νοημοσύνης, που μας προικίζει με τη λειτουργία της συνείδησης και μας επιτρέπει να κάνουμε ποίηση, φιλοσοφία, μαθηματικά κ.λ.π. (λέω πράγματα τετριμμένα), είναι μόνο ζήτημα νεύρων ή μήπως κρύβει μια ποιοτική διαφορά, εξαιτίας της οποίας ο άνθρωπος δεν είναι ζώο; Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο πιο έξυπνο από τ’ άλλα ή μια παραδοξότητα, που (αν και μοιράζεται μεγάλο ποσοστό κοινών γονιδίων με τα υπόλοιπα όντα και μάλιστα τα πρωτεύοντα) συνιστά κάτι άλλο, κάτι που δεν είναι ζώο, αλλά μπαίνει σε μια διαφορετική σφαίρα ύπαρξης;
Κι ακόμα, η μετοχή σ’ αυτή τη διαφορετική σφαίρα ύπαρξης (αν υπάρχει) είναι αποκλειστικό προνόμιο του ανθρώπου ή μήπως αληθεύουν οι ανιμιστικές και πανθεϊστικές δοξασίες τόσων πολιτισμών της φύσης, που πίστευαν πως όλα τα πλάσματα μετέχουν στην κοσμική ψυχή; Πως ακόμη και τα ζώα και τα φυτά διαθέτουν ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης, πνευματικό, όμοιο με το αντίστοιχο του ανθρώπου, επομένως ο άνθρωπος, και πάλι, είναι ένα είδος ανάμεσα στ’ άλλα και κάθε διαφορετική βεβαιότητα είναι αυταπάτη. Μήπως τα ξωτικά, τα πνεύματα της Γης, οι μικροί θεοί των λουλουδιών κ.τ.τ. δεν είναι μόνο μύθοι, αλλά εκφάνσεις μιας αλήθειας που ο χριστιανισμός κατέπνιξε σα μικρό πουλί στη σιδερένια του χούφτα, για να εγκαταστήσει μονοκράτορα στο θρόνο του κόσμου τον εγωιστή και κυριαρχικό άνθρωπο, ένα νοήμον παράσιτο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του ζηλότυπου Θεού του;
Ο χριστιανισμός κατηγορείται ότι επιβάλλει την τυφλή πίστη σ' έναν πατερναλιστικό Θεό (δηλ. κηδεμονευτικό & αυταρχικό), καταπνίγοντας τη χαρά της ζωής. Όμως ο πατερναλισμός εισήχθη στη χριστιανική θεολογία από ανθρώπους που ο χαρακτήρας τους και οι πολιτισμικές τους καταβολές τους οδήγησαν να θεοποιήσουν τους φόβους και τα πάθη τους και να τα θέσουν, ως είδωλα, στη θέση της αληθινά χριστιανικής ιδέας για το Θεό. Όσες φορές συνέβη αυτό, τόσο στην ανατολή όσο και στη δύση, η πίστη στην Αγία Τριάδα λησμονήθηκε ή παρερμηνεύτηκε. Η ιδέα του πατερναλιστικού Θεού είναι για την ορθόδοξη θεολογία τόσο αποκρουστική και απορριπτέα όσο και για το σύγχρονο ευαισθητοποιημένο δυτικό στοχαστή.
Όταν γράφω “θεολογία”, δεν εννοώ μια διανοητική επιστήμη σχεδιασμένη στις πανεπιστημιακές σχολές (σχολαστικισμό), αλλά τη διδασκαλία των ορθόδοξων αγίων, μορφωμένων και αγράμματων, που προήλθε από την εμπειρική τους εμβάθυνση στη σχέση με το Θεό και τον άνθρωπο. Στις περιπτώσεις αγίων με πανεπιστημιακή κατάρτιση, η διδασκαλία αυτή πήρε συγκροτημένη γραπτή μορφή, ενώ στις περιπτώσεις αγίων ολιγογράμματων ή αναλφάβητων, αντρών και γυναικών, εκφράστηκε έμπρακτα στη ζωή τους και καταγράφηκε με τη μορφή διηγήσεων από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους. Σε κάθε περίπτωση, αυτή είναι η πίστη μας –δηλαδή όλα αυτά συγκροτούν για μας μια παράδοση, που οι ίδιοι οι άγιοι ποτέ δεν την υπάκουσαν δουλικά (γι’ αυτό και την ανέπτυξαν ανά τους αιώνες, ενώ δες και την περίπτωση των διά Χριστών σαλών, που ήταν εντελώς αντικομφορμιστές), επομένως κι εμείς δεν υποδουλωνόμαστε τυπολατρικά σ’ αυτήν, παρά μόνο στις περιπτώσεις που χάνουμε την αυτοσυνειδησία μας.
Στη δύση, που αντιπροσωπεύει αυτό που θεωρεί χριστιανισμό ο μέσος δυτικός άνθρωπος και δικαιολογημένα το απορρίπτει, κυρίως ο καθολικισμός ανέπτυξε και πρόβαλε την ιδέα της παντοδύναμης θείας εξουσίας, στην οποία ο άνθρωπος οφείλει τυφλή υποταγή, για να στηρίξει τη θεσμοποιημένη παπική εξουσία, στην οποία, κατ’ αυτόν, ο άνθρωπος οφείλει επίσης τυφλή υποταγή. Αρχομανείς καρδινάλιοι, συμπλεγματικοί ηγούμενοι και ψυχοπαθείς ιεροεξεταστές επέβαλαν το φόβο ως κυρίαρχο αίσθημα απέναντι στο Θεό, όχι μόνο για λόγους πολιτικής, αλλά και λόγω του φόβου που ένιωθαν οι ίδιοι μπροστά στους ανωτέρους τους.
Θεός και άνθρωπος στον περίφημο πίνακα του Μικελάντζελο: μια (υποσυνείδητη;) απεικόνιση της εξουσίας της δυτικής Εκκλησίας έναντι του γυμνού και μόνου ανθρώπου. |
Παράλληλα, ωστόσο, στις παρυφές της καθολικής Εκκλησίας αναπτύχθηκε ένα ισχυρό μυστικιστικό ρεύμα, που είδε το Θεό ως αγάπη και όχι ως εξουσία. Σημαντικοί εκπρόσωποί του, εκτός από τον άγιο Φραγκίσκο, είναι ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ (De diligendo Deo), ο Μάιστερ Έκκαρτ, ο Ερρίκος Suso, ο άγιος Ιωάννης του Σταυρού, ο Θωμάς à Kempis (Μίμησις του Χριστού), η αγία Τερέζα της Άβιλλα κ.ά., λαμπρές προσωπικότητες της ευρωπαϊκής σκέψης, που επίσης εξέλαβαν το Θεό πατερναλιστικά (δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού γεννήθηκαν από τα σπλάχνα της καθολικής θεολογίας), όχι όμως ως εξουσία, που τη φοβόμαστε, αλλά ως μια Καρδιά, στην οποία καταφεύγουμε. Το ρεύμα αυτό (που θεωρεί τη σωτηρία ένωση με το Θεό και όχι αθώωση σε δίκη) είναι πολύ κοντά στην ορθόδοξη θεολογία, αλλά ταυτόχρονα και αρκετά μακριά, γιατί, υπερτονίζοντας την αξία του συναισθήματος, ενίοτε υιοθετεί μη χριστιανικά οράματα και εμπειρίες χωρίς να είναι σε θέση να τα αξιολογήσει –κι αυτό στους ορθόδοξους αγίους προκαλεί ανησυχία, γιατί ο άνθρωπος ολοκληρώνεται με την αρμονία καρδιάς και νου, όχι με εμμονή σ’ ένα από τα δύο.
Οι δυο βασικές εκφάνσεις του πολύμορφου προτεσταντικού κινήματος, ο λουθηρανισμός και ο καλβινισμός, ως γνήσια τέκνα της ευρωπαϊκής σκέψης επίσης εξέλαβαν το Θεό πατερναλιστικά, γιατί επηρεάστηκαν υπέρ το δέον από την Παλαιά Διαθήκη.
Ο Λούθηρος, που τόλμησε ν’ αντισταθεί, αρχικά μόνος, ένας ασήμαντος πάστορας, στην πανίσχυρη παπική εξουσία, έκανε το, κατά τη γνώμη μας, λάθος να διατηρήσει την ιδέα του Θεού δικαστή, που δικάζει τον καθένα με την αμείλικτη δικαιοσύνη Του, και εξέλαβε τη σωτηρία του ανθρώπου ως αθώωση και την απώλεια ως καταδίκη. Βασανίστηκε αρκετά με την ιδέα της απειλητικής θείας δικαιοσύνης και τελικά ειρήνευσε, θεωρώντας ότι ο Θεός είναι μεν δίκαιος, αλλά ζητά τρόπους να μας αθωώσει, όχι αφορμές να μας καταδικάσει. Ο Καλβίνος ήταν πολύ σκληρότερος: το καθεστώς που επέβαλε στη Γενεύη τα μέσα του 16ου αιώνα ήταν ολοκληρωτικό, μια θρησκευτική τρομοκρατία, και η σκέψη του ήταν σύμφωνη με την πρακτική του. Έφτασε να προτείνει τον απόλυτο προορισμό, δηλαδή ότι ο Θεός επιλέγει και προορίζει κυριαρχικά άλλους για τη σωτηρία και άλλους για την απώλεια, με κριτήρια που δε μας επιτρέπεται να προσπαθούμε να κατανοήσουμε.
Στην αρχαία και την ορθόδοξη χριστιανική θεολογία ο Θεός δεν εκλαμβάνεται μόνον ως Πατέρας, αλλά ως Πατέρας και Υιός και Άγιο Πνεύμα –μια Τριάδα Όντων, που θεωρείται Ένας Θεός (έχοντας Πηγή της ύπαρξης τον Πατέρα) λόγω της κοινής ουσίας και της αγάπης που Τα συνδέει. Γι’ αυτό το λόγο στην ορθόδοξη σκέψη ο Θεός δεν είναι πατερναλιστικός. Δεν είναι ο αυστηρός Πατέρας που μας υποδέχεται μόνο όταν έχουμε κάνει το θέλημά Του ούτε ο Δικαστής που μας κρίνει, αλλά ο Φίλος που μας προσφέρει το Σώμα και το Αίμα Του για καθημερινή μας τροφή. Ο Θεός δεν κρίνει - καλεί σε αγαπητική σχέση μαζί Του και με όλη την κτίση. Στο βαθμό που ο άνθρωπος αποδέχεται αυτή τη σχέση, ζώζεται, ενώ στο βαθμό που την απορρίπτει, είναι ήδη πνευματικά νεκρός –όσο ζει όμως έχει πάντα ελπίδα ανάστασης.
Η επιδίωξη της ατομικής μου σωτηρίας σημαίνει στένεμα των ορίων της ψυχής μου στα όρια του εαυτού μου, κι αυτό δεν είναι χριστιανισμός. Χριστιανισμός είναι η διαρκής διεύρυνση των ορίων αυτών, για να περιλάβουν όλο και περισσότερους ανθρώπους και στη συνέχεια όλα τα πλάσματα του κόσμου και φυσικά το Θεό. Αυτή τη διεύρυνση ονομάζουμε αγάπη και βασικό χαρακτηριστικό της είναι η εκούσια και χωρίς προσδοκία ανταπόδοσης αυτοθυσία. Τέλεια αγάπη θα είχα, αν προτιμούσα βαθιά και ειλικρινά να πάνε στον παράδεισο οι άλλοι, ακόμα και οι εχθροί μου, παρά εγώ.
Ουτοπία; Όντως. Γι’ αυτό και η αγάπη δεν είναι μια αυτόματη μεταβολή, αλλά ένας δρόμος.
Συνεπώς η σωτηρία μου εξαρτάται άμεσα όχι μόνο από τη συμπεριφορά μου προς τους άλλους (αν τάισα, πότισα, βοήθησα) αλλά και από την ίδια τη σωτηρία των συνανθρώπων μου. Αν αφήνω τον αδελφό μου να βυθίζεται στο βούρκο της κακίας του χωρίς ν’ αγωνίζομαι με νύχια και δόντια να τον ανασύρω (επειδή τον αγαπώ κι όχι για να κάνω μια καλή πράξη σαν πρόσκοπος), δεν έχω γίνει αγάπη, δεν έχω γίνει παράδεισος, δε γνωρίζω το Θεό. Όλοι είμαστε δεμένοι με αόρατα δεσμά, για ό,τι συμβαίνει σε έναν έχουμε ευθύνη όλοι, είμαι ένοχος για κάθε παιδί που πεθαίνει, είτε στην Ασία και την Αφρική είτε στο διπλανό διαμέρισμα, για κάθε δάκρυ που κυλάει με πόνο, για κάθε χαστούκι, κάθε δόση ναρκωτικών, κάθε άνθρωπο που γίνεται κλέφτης, βιαστής, υβριστής, απατεώνας ή απλά ανόητος και σκληρόκαρδος. Αν δε μπορώ να παρέμβω πιο δραστικά, μπορώ να προσευχηθώ μέχρι δακρύων. Πάντως, αν αποποιούμαι αυτή την ευθύνη, δεν είμαι χριστιανός.
Οι άγιοι δάσκαλοι της δικής μας πίστης προσεύχονται ολονύκτια κλαίγοντας και αγωνιώντας για τους αμαρτωλούς (όχι για τη στενή ατομική τους ψυχούλα) και πιστεύουν πως ο Χριστός είναι πράος και ταπεινός Θεός, που σταυρώνεται καθημερινά από την ανθρώπινη κακία, αγαπώντας μας με τρόπο ασύλληπτο για τον ανθρώπινο νου. Γι’ αυτό ο χριστιανός άγιος, όπως είχε γράψει για το μοναχό ο Ευάγριος ο Ποντικός τον 4ο αιώνα, είναι “χωρισμένος απ’ όλους αλλά και ενωμένος με όλους”.
Οφείλω να υπενθυμίσω παρενθετικά ότι οι ορθόδοξοι δάσκαλοι δεν επιβλήθηκαν ως άγιοι από ένα εκκλησιαστικό κατεστημένο (όπως νομίζουν πολλοί), αλλά έχυσαν το αίμα τους πολεμώντας χωρίς σπαθί για τη σωτηρία και το ψωμί των αδελφών τους, ενίοτε και εναντίον του ίδιου του εκκλησιαστικού κατεστημένου της εποχής τους.
Άνθρωπος και κόσμος
Ο χριστιανισμός αναγνωρίζει και διδάσκει ότι ο άνθρωπος και ο κόσμος είναι αλληλένδετα και από τη σωτηρία του ενός εξαρτάται άμεσα η σωτηρία του άλλου. «Όλη η δημιουργία στενάζει και πονάει μαζί με τον άνθρωπο μέχρι σήμερα περιμένοντας τη σωτηρία της» γράφει ο απόστολος Παύλος στην επιστολή προς Ρωμαίους (κεφ. 8, στίχ. 22). Είναι ο «μυστηριώδης αναστεναγμός της δημιουργίας» (όπως λένε οι Περιπέτειες ενός προσκυνητή, ένα ρωσικό μυθιστόρημα του 1853 που περιγράφει την πορεία ενός ανθρώπου προς τη θεογνωσία), μια διαρκής προσευχή που εκπέμπεται με λαχτάρα απ’ όλα τα πλάσματα και, όποιος πλησιάζει το Θεό, αρχίζει να την ακούει.
Άλλωστε ο άνθρωπος -όπως επισημαίνει ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν- μπορεί να ζήσει μόνο ενώνοντας τον εαυτό του με τον κόσμο, τον οποίο βάζει μέσα του και αφομοιώνει τρώγοντάς τον. Γι’ αυτό η τροφή είναι ιερή, γι’ αυτό κι ο Θεός μας είναι η κατεξοχήν τροφή μας, μέσω του μυστηρίου της θείας Μετάληψης.
Ωστόσο, πολλές αρχαίες θρησκευτικές παραδόσεις έκαναν το λάθος να θεωρήσουν τον κόσμο θεϊκό και να του αποδώσουν λατρεία, είτε στο σύνολό του είτε σε διάφορα μέρη του: να λατρέψουν τα ουράνια σώματα, τα φυτά, τα ζώα, τη θάλασσα κ.τ.λ. Διαφωνούμε με αυτές τις παραδόσεις, γιατί θεωρούμε τον κόσμο ιερό, όχι θεϊκό. Ο κόσμος, για μας, παίρνει την ιερότητά του από τη σχέση του με το Θεό Δημιουργό, δεν είναι ο ίδιος θεός ούτε μετέχει άμεσα στη θεϊκότητα του Θεού, πράγμα που μόνον ο άνθρωπος μπορεί να κάνει. Κατά τούτο, ο άνθρωπος είναι η κορύφωση του κόσμου, ο ιερέας του (με μέγιστο και μοναδικό αρχιερέα τον Θεό και κατεξοχήν Άνθρωπο, τον Ιησού Χριστό), μέσω του οποίου ο κόσμος αποχτά τις αληθινά θεϊκές του διαστάσεις.
Η καταδυνάστευση του κόσμου από τον άνθρωπο, που είναι στην πραγματικότητα μίσος προς τον κόσμο, είναι ύβρις και φυσικά κατάφωρη παρερμηνεία της ευλογίας (όχι εντολής) που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο κατά τη δημιουργία του: «κατακυριεύσατε της γης» (=εξαπλωθείτε και γεμίστε τη Γη) και «άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γης» κ.τ.λ., που ερμηνεύεται από την ορθόδοξη σκέψη όχι ως κυριαρχία και εκμετάλλευση (οι ιδέες αυτές ήταν άγνωστες σε μας όσο και στους ιθαγενείς των προ-τεχνολογικών πολιτισμών), αλλά ως απόλυτη πραγμάτωση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών του ανθρώπου, που γίνεται Άνθρωπος ξεκολλώντας από το ζώο, δηλαδή κατανικώντας τα ζωώδη κατάλοιπα της προσωπικότητάς του (άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ερμηνευτική ομιλία στο στίχο της Αγίας Γραφής «ποιήσωμεν άνθρωπον…»). Ο διχασμός αυτός του ανθρώπου εναντίον του γήινου κόσμου είναι συνέπεια της απομάκρυνσης του ανθρώπου από το Θεό στην αρχή της δημιουργίας («προπατορικό αμάρτημα»).
Για μας έχει τεράστια σημασία ο άνθρωπος να είναι άνθρωπος, γιατί μόνον αυτός διαθέτει ελευθερία της βούλησης, αυτεξούσιο, που του επιτρέπει να είναι καλός ή κακός. Είναι προφανές ότι το ζώο είναι δέσμιο των ενστίκτων. Άλλο αν κάποιος μακαρίζει τα ένστικτα και καταριέται το αυτεξούσιο. Οι ορθόδοξοι άγιοι δεν το βλέπουν έτσι.
Εξυπακούεται ότι δεν πιστεύουμε στα ξωτικά ούτε θεωρούμε έμψυχα τα διάφορα κομμάτια του φυσικού κόσμου. Η «συνείδηση του κόσμου» για μας, μεταφορικά, είναι ο άνθρωπος. Όταν ο άνθρωπος είναι άγιος, ο κόσμος με τον οποίο συνδέεται είναι επίσης άγιος. Όταν ο άνθρωπος είναι εγωιστής, ο κόσμος αντίστοιχα ξεπέφτει σε κατάσταση ηθικής και φυσικής φθοράς. Ο μεγάλος χριστιανός διδάσκαλος του 19ου αιώνα άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ έλεγε «βρες την ειρήνη και χιλιάδες άνθρωποι θα ειρηνεύσουν κοντά σου». Ο πλανήτης κινδυνεύει από οικολογική καταστροφή, επειδή οι άνθρωποι που τον κατοικούν δεν τον αγαπούν, γιατί δεν είναι άγιοι.
Για μας, ο κόσμος θεώνεται, δηλαδή αγιάζεται, μέσα στο μυστήριο της θείας Μετάληψης, μεταμορφώνεται σε Σώμα και Αίμα του Θεανθρώπου, γίνεται “καινή κτίσις”. Οι ορθόδοξοι άγιοι θεωρούν την κτίση με την παρούσα μορφή της ήδη τραγική και πονάνε μαζί της. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η σωτηρία της ως ανακαίνιση, ως μεταμόρφωσή της σε καινή κτίση.
Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ [κλικ εδώ] |
Το 1985 στα δάση της Αυστραλίας ιδρύθηκε το «Συμβούλιο Όλων των Όντων», με σκοπό τη συμφιλίωση του ανθρώπου και όλων των πλασμάτων της γήινης φύσης. Ωστόσο, υποθέτω πως αποτελείται στην πραγματικότητα μόνο από ανθρώπους, δυσκολεύομαι να φανταστώ πως εκπροσωπούνται τα κοάλα ή τα καγκουρώ… Πολύ περισσότερο τα φυτά και τα έντομα. Αντίθετα, η Εκκλησία είναι πράγματι συμβούλιο όλων των όντων: τα όντα του πλανήτη μας εκπροσωπούνται μέσω του νοήμονος εκπροσώπου τους, του ανθρώπου, ενώ οι άλλοι κόσμοι έχουν επίσης τους εκπροσώπους τους: εννέα τάγματα νοημόνων αγγέλων, που αναγνωρίζονται από την παράδοσή μας και οι άγιοι καταθέτουν τη μαρτυρία της σχέσης τους μ’ εκείνους.
Ακόμη και οι νεκροί εκπροσωπούνται, γιατί οι ψυχές τους είναι παρούσες στις προσευχές μας, όπως οι άγιοι παρίστανται στις τοιχογραφίες των ναών μας.
Στη συμπαντική αυτή σύναξη ωστόσο είναι παρούσα και η Αγία Τριάδα, ο Τριαδικός Θεός, το επιστέγασμα της αγάπης μας. Μόνον ο Τριαδικός Θεός, γιατί έχουμε τη γνώμη ότι δεν υπάρχουν άλλοι θεοί, η δε κοσμική ψυχή, που αναγνωρίζουν οι αρχαίες θρησκευτικές (ανιμιστικές) παραδόσεις, για μας είναι το Ένα από τα Τρία Πρόσωπα της Θεότητάς μας, το Άγιο Πνεύμα –μόνο που Εκείνο είναι Πρόσωπο, όχι κάποια «δύναμη» ή «ενέργεια», και συνιστά το Δημιουργό του κόσμου, δεν αποτελεί μέρος του.
«Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό ως μακροκοσμικό ον, γι’ αυτό είναι φυσικό και λογικό να υπάρχει μέσα του μακροκοσμική αίσθηση και συνείδηση του κόσμου». Με το προπατορικό αμάρτημα ωστόσο, με το οποίο «ο άνθρωπος εφεύρε το θάνατο και τον εγκατέστησε μέσα του και σε όλα τα όντα γύρω του», επήλθε διχασμός ανθρώπου και Θεού, ανθρώπου και κόσμου, ανθρώπου και ανθρώπου και του κάθε ανθρώπου με τον εαυτό του. Όμως, «ο άνθρωπος που δεν τον έχει διασπάσει η αμαρτία αισθάνεται την οργανική ενότητα όλων των δημιουργημάτων. Αισθάνεται τη χαρά και τη λύπη των δημιουργημάτων ως δική του, γιατί κατά κάποιο μυστικό τρόπο είναι ο φορέας του κλήρου όλων των δημιουργημάτων. Παράδειγμα, ο Αδάμ. Στον Αδάμ δέσποζε η αίσθηση της πανενότητας μέχρι την πτώση. Όταν όμως έπεσε, παρέσυρε μαζί του στην αμαρτία και το θάνατο όλη την κτίση…» (άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, σύγχρονος Σέρβος διδάσκαλος της Ορθοδοξίας, καθηγητής του πανεπιστημίου του Βελιγραδίου).
Αυτό συνιστά πάγια θέση της ορθοδοξίας, που διατυπώνεται ήδη στην Καινή Διαθήκη, όπου ο Παύλος συναισθάνεται σε όλο του το είναι ότι η κτίση υποφέρει ή σώζεται μαζί με τον άνθρωπο και εξαιτίας του ανθρώπου (Προς Ρωμαίους, 8, 22), «συστενάζει και συνωδίνει από την αμαρτία και λόγω της αμαρτίας, από το θάνατο και λόγω του θανάτου, όπου την υπέταξε ο φιλαμαρτήμων άνθρωπος» (άγ. Ιουστίνος Πόποβιτς).
Τον 7ο αιώνα, ενώ στην Ευρώπη το ρηξικέλευθο άροτρο βαθιάς άροσης και ο υδρόμυλος κάθετης πτώσης άνοιγαν το δρόμο για το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης και για την οικονομία της αγοράς, στο υποτιμημένο ως, υποτίθεται, απολίτιστο Βυζάντιο ο μέγας άγιος Ισαάκ ο Σύρος πρότεινε «καύσιν καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως» και προσευχή «και υπέρ των ζώων και των ορνέων και των ερπετών, υπέρ των εχθρών της αληθείας και υπέρ του διαβόλου ακόμη»!
Η δικλείδα ασφαλείας, το στοιχείο δηλαδή της χριστιανικής διδασκαλίας που μπορεί να διαφυλάξει την ισορροπία στη σχέση ανθρώπου και κόσμου, είναι η ταπείνωση. Ο Θεός, κατά τους ορθόδοξους αγίους, είναι ταπεινός. Ακριβώς επειδή η ταπείνωση χλευάζεται από το σύγχρονο άνθρωπο, που τη θεωρεί αδυναμία και ανοησία, γι’ αυτό ο πλανήτης καταστρέφεται και οι ζωές πάνω και μέσα σ’ αυτόν (κάθε είδους ζωές, και άνθρωποι) εξοντώνονται ανελέητα και μαζικά, χωρίς τύψεις.
Φανταστείτε το Θεό (τον Τριαδικό) ως έναν πομπό που εξαπολύει διαρκώς κύματα προσωπικής, απόλυτης και αιώνιας αγάπης. Άλλοι αποδέχονται αυτή την αγάπη, άλλοι όχι. Εκείνοι που την αποδέχονται ανοίγονται μ’ εμπιστοσύνη και γεμίζουν από τη χάρη του Θεού, δηλαδή ενώνονται μαζί Του και συνεπώς και μ’ όλα τ’ άλλα πλάσματα του κόσμου –είναι μια ένωση αγάπης, όχι πολτοποίηση της ιδιαιτερότητας του καθενός. Ο Θεός χαίρεται, οι ίδιοι χαίρονται (χωρίς αυταρέσκεια, με ταπείνωση, γιατί μόνο έτσι μπορείς να ενωθείς μ’ έναν ταπεινό Θεό), και αυτή η ανέκφραστη χαρά παρατεινόμενη στην αιωνιότητα είναι ο παράδεισος.
Εκείνοι που αποκρούουν την αγάπη, απομακρύνουν το Θεό και συνεπώς και τ’ άλλα πλάσματα του κόσμου. Μπορεί να κρατήσουν μερικά (τους φίλους τους, τους ομοίους τους…), αλλά η σχέση που αναπτύσσουν είναι ελάχιστη μπροστά στην παγκόσμια, κοσμικών διαστάσεων αγάπη εκείνων που έχουν γίνει ένα με το Θεό. Ο Θεός λυπάται, αλλά δεν τους φέρνει κοντά Του διά της βίας, γιατί αυτό θα καταστρατηγούσε την ελευθερία τους. Αφού δε θέλουν, δε θέλουν. Η εκπομπή αγάπης και γι’ αυτούς είναι διαρκής. Ο Θεός αγαπάει, δε ρωτάει αν Τον αγαπάς. Η δική τους αιωνιότητα, αν παραμείνουν μακριά απ’ το Θεό, είναι απλά μια αιωνιότητα χωρίς το Θεό. Αλλά αυτή η αιωνιότητα είναι παράλογη –να η κόλαση. Φανταστείτε το επίγειο ανάλογό της, το αίσθημα πως η ζωή είναι κενή, πως τίποτα δεν έχει νόημα, πως όλα είναι απελπιστικά μάταια, πως το μηδέν καραδοκεί. Το αίσθημα αυτό, αν νικήσει, μπορεί να καταστρέψει τον άνθρωπο.
Η ταπείνωση ως παραίτηση από τα «δικαιώματά» μου
Αν και θεωρούμε δικαίωμα του ανθρώπου να φάει τα ζώα (όχι όμως και να φάει άνθρωπο), οι άγιοι μοναχοί και ασκητές μας αποποιούνται το δικαίωμα στην κρεοφαγία. Τρώνε βέβαια φυτά ή ενίοτε και ψάρια. Ο άνθρωπος ζει ενώνοντας τον κόσμο με τον εαυτό του, μετασχηματίζοντάς τον σε άνθρωπο. Αυτό, όταν συμβαίνει σωστά, σε όσους ανθρώπους διασώζουν στην καρδιά της την αυθεντική μορφή του χριστιανισμού, γίνεται με αγάπη και σεβασμό, όχι με διάθεση εγωιστικής κυριαρχίας.
Για να το καταλάβουμε καλύτερα, ας επισημάνουμε πως ο παπά Τύχων ο Ρώσος [ένας ολιγογράμματος ταπεινός άγιος που έζησε σ’ ένα ερημικό κελί στα βαθιά δάση του Αγίου Όρους ώς το 1968, μαζί με τους αγγέλους, μιαν αλεπού κι ένα θηλυκό αγριόχοιρο που γεννούσε κοντά στο φράχτη του για προστασία από τους κυνηγούς που περνούσαν ψάχνοντας για θηράματα] περνούσε σαράντα μέρες με μια ρέγκα και το ψαροκόκαλο το κρεμούσε σε μια κλωστή και το βουτούσε στο νερό όταν ήταν μέρα ψαροφαγίας (υπάρχουν τέτοιες μέρες στο ορθόδοξο εορτολόγιο), έριχνε λίγο ρύζι κι έφτιαχνε …ψαρόσουπα, όπως έλεγε, μέχρι που ξάσπριζε το ρεγκοκόκαλο και το πετούσε. Αυτό, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζουν οι άγιοί μας τα «δικαιώματά τους» πάνω στη φύση και συγχρόνως η απάντησή τους στον καταναλωτισμό.
Για να το καταλάβουμε καλύτερα, ας επισημάνουμε πως ο παπά Τύχων ο Ρώσος [ένας ολιγογράμματος ταπεινός άγιος που έζησε σ’ ένα ερημικό κελί στα βαθιά δάση του Αγίου Όρους ώς το 1968, μαζί με τους αγγέλους, μιαν αλεπού κι ένα θηλυκό αγριόχοιρο που γεννούσε κοντά στο φράχτη του για προστασία από τους κυνηγούς που περνούσαν ψάχνοντας για θηράματα] περνούσε σαράντα μέρες με μια ρέγκα και το ψαροκόκαλο το κρεμούσε σε μια κλωστή και το βουτούσε στο νερό όταν ήταν μέρα ψαροφαγίας (υπάρχουν τέτοιες μέρες στο ορθόδοξο εορτολόγιο), έριχνε λίγο ρύζι κι έφτιαχνε …ψαρόσουπα, όπως έλεγε, μέχρι που ξάσπριζε το ρεγκοκόκαλο και το πετούσε. Αυτό, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζουν οι άγιοί μας τα «δικαιώματά τους» πάνω στη φύση και συγχρόνως η απάντησή τους στον καταναλωτισμό.
«Παλιά οι άνθρωποι όλα τα έκαναν με προσευχή» λέει ο σπουδαίος χριστιανός δάσκαλος του 20ού αιώνα άγιος Σεραφείμ της Βύριτσα (1866-1949). «Προσεύχονταν όταν όργωναν τη γη, στη σπορά προσεύχονταν, προσεύχονταν όταν θέριζαν τους καρπούς. Εμείς σήμερα δε γνωρίζουμε ποιοι παράγουν αυτά που τρώμε και πολλές φορές ούτε ποιοι μαγειρεύουν το φαγητό μας. Μπορεί αυτοί να βρίζουν και να βλαστημούν όταν μαγειρεύουν. Όλα αυτά που χρησιμοποιούμε για τροφή είναι δώρα του Θεού στους ανθρώπους. Μέσω αυτών όλη η φύση και ο νοητός κόσμος των αγγέλων φροντίζουν τον άνθρωπο. Γι’ αυτό, κάθε φορά που καθόμαστε να φάμε, πρέπει να προσευχόμαστε με μεγάλη επιμέλεια».
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα του τι εννοούμε μιλώντας για ταπείνωση, αλλά και για μεταμόρφωση του κόσμου, που πραγματοποιείται ως μεταμόρφωση της σχέσης του ανθρώπου μ’ αυτόν.
Ο άγιος Νικόλαος Πλανάς γεννήθηκε μέσα του 19ου αι. στη Νάξο και «κοιμήθηκε» στην Αθήνα το 1932. Γιορτάζει στις 2 Μαρτίου, ημέρα της χειροτονίας του και, μετά από χρόνια, του θανάτου του, που ήταν λουσμένος σε οπτασία θεϊκού φωτός. Ήταν ένας απλός ολιγογράμματος ιερέας στο ναό του αγίου Ιωάννη, περιφρονημένος από πολλούς ως «αγράμματος». Έγγαμος και πατέρας ενός παιδιού.
Η αγάπη, η αθωότητα, η πραότητα και η ταπεινότητά του έφτανε στο απροχώρητο. Πολλές φορές έπεφτε θύμα εκμεταλλευτών, που τον πλησίαζαν προσποιούμενοι τους ευσεβείς και του έπαιρναν ακόμη και τα λεφτά απ’ την τσέπη. Όταν ο εγωισμός των ανθρώπων τον ταπείνωνε για τη φτώχεια και την αγραμματοσύνη του, έκλαιγε σαν παιδί (μα η ψυχή του ήταν παιδική) αλλά ποτέ δεν τον είδαν να θυμώνει ή να μαλώνει με κανέναν ή να αμύνεται για το δίκιο του. Με τα ανθρώπινα μέτρα ήταν ένας πτωχός τω πνεύματι, όχι χαζός, αλλά καλός, που η ψυχή του ήταν ένας παράδεισος αγάπης.
Για 52 χρόνια (1880-1932) λειτουργούσε κάθε μέρα και σ’ ένα ξωκλήσι της Αθήνας. Ήξερε όλα τα ξωκλήσια, τρύπωνε μέσα και λειτουργούσε μόνος του ή έκανε ολονυχτίες με μικρή συντροφιά φίλων. Ένιωθε έτσι ότι επισκέπτεται τους φίλους του, τους αγίους, που χαίρονται με την παρουσία των ανθρώπων στο σπίτι τους. Από αγάπη στο Θεό λειτουργούσε κάθε μέρα, νήστευε όλες τις σαρακοστές και, επιπλέον, από 1 έως 14 Σεπτεμβρίου προς τιμήν του Σταυρού του Χριστού και από 1 έως 8 Νοεμβρίου προς τιμήν των αρχαγγέλων. Από αγάπη στους ανθρώπους προσευχόταν ατελείωτα (αν κάποιος του έλεγε ότι έχει πρόβλημα, προσευχόταν γι’ αυτόν όλη νύχτα), ανεβοκατέβαινε σε επαύλεις και υπόγεια για να τελέσει ευχέλαια και αγιασμούς, ελεούσε τους φτωχούς με τα φιλοδωρήματα που του έδιναν οι πλούσιοι και στις λειτουργίες μνημόνευε χιλιάδες ονόματα ζώντων και νεκρών, που του είχαν δώσει οι χριστιανοί. Τύλιγε τα χαρτιά του σε δυο μαντήλια (χωριστά τα ονόματα ζωντανών και νεκρών, για να μην τα μπερδέψει) και τα κουβαλούσε όπου πήγαινε. «Τι κουβαλάς στον κόρφο σου παπά Νικόλα»” τον πείραζαν. «Τα γραμμάτια και τα συμβόλαιά μου» απαντούσε. Έτσι, μνημόνευε επί ώρες και, όταν μνημόνευε αγίους, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, καλούσε τα ονόματα αμέτρητων αγίων, για να τους τιμήσει.
Ο παπά Νικόλας λοιπόν, κατά τις μαρτυρίες των ανθρώπων της εποχής του, επικοινωνούσε με τα άλογα των αμαξάδων και πολλές φορές τα θεράπευε, γι’ αυτό και οι αμαξάδες της Αθήνας (οι ταξιτζήδες της εποχής) τον έπαιρναν στις άμαξές τους χωρίς αντίτιμο. Άλλωστε συνήθως δεν είχε καθόλου χρήματα, γιατί και τα τελευταία του κέρματα τα μοίραζε στους αναξιοπαθούντες. Ο άνθρωπος αυτός αξιώθηκε από το Θεό να κάνει θαύματα, να έχει επικοινωνία με αγγέλους και αγίους, επικοινωνία ακόμη και με ζώα, ενώ πολλές φορές τα παιδιά τον έβλεπαν να περπατάει χωρίς να πατάει το χώμα και να ακτινοβολεί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, σημάδι του πνευματικού του αναστήματος.
Είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αγίου της φύσης, στο κέντρο μιας πόλης που σήμερα είναι πνιγμένη στο καυσαέριο: περιθωριακός, που αξιώθηκε να τιμηθεί από φτωχούς και πλούσιους από τότε που ζούσε και ο ίδιος αδιαφόρησε γι’ αυτές τις τιμές, σα να μη μπορούσε να τις καταλάβει. Σήμερα τιμάται από τους χριστιανούς με εικόνες και εορτή στη μνήμη του, ενώ τα λείψανά του (η κληρονομιά του) φυλάσσονται σε ειδική λάρνακα κάτω από τον επισκοπικό θρόνο του σημερινού ανακαινισμένου ναού του αγίου Ιωάννη, που δεν είναι ο ίδιος με τον ταπεινό μικρό ναό των λίγων και πάμφτωχων ενοριτών, στον οποίο λειτουργούσε ο παπά Νικόλας.
Ο άγ. Νικόλαος Πλανάς, ο αγράμματος γέροντας που μιλούσε με τα άλογα. |
Να λοιπόν ένα παράδειγμα για τη συντριβή του εγωιστικού οστράκου μας και τη συνειδητοποίηση ότι οι περιθωριακοί άνθρωποι δεν είναι σκουπίδια. Έχουν κι αυτοί τον άγιο προστάτη τους, αφού ένας τουλάχιστον απ’ αυτούς αγαπούσε τόσο πολύ, που ενώθηκε με το Θεό και έγινε άγιος. Και δεν είναι μόνο ένας, αλλά πολλοί φτωχοί άνθρωποι, καταδικασμένοι να ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας, έχουν μέσα τους πλούσια τη χάρη του Θεού και γεύονται τη χαρά της αγάπης Του. Ο χριστιανός άγιος ζει σε αναφορά με την Αγία Τριάδα, σε μια διαρκή σχέση μ’ έναν προσωπικό Θεό, που παρατείνεται στην αιωνιότητα. Γι’ αυτό, είναι «χωρισμένος απ’ όλους, αλλά και ενωμένος με όλους», όπως γράφουμε παραπάνω (Ευάγριος Ποντικός).
Άγιοι: «ένα με τα πλάσματα»
Προσωπογραφία του αγίου Γέροντα Παΐσιου [κλικ εδώ] |
Οι άγιοι ζουν ήδη τον παράδεισο σα να ήταν πρωτόπλαστοι.
«Είναι αναγεννημένες και ολοκληρωμένες ψυχές, που βαθμιαία θεραπεύουν από την αμαρτία και την κτίση γύρω τους και την επαναφέρουν στην πρωταρχική της πανενότητα. Ως κατά χάριν υιοί Θεού, σώζουν την κτίση από το θρυμματισμό, από τη φθορά και τη διάσπαση της ενότητας» (άγ. Ιουστίνος Πόποβιτς).
Έτσι, ένα λιοντάρι ζούσε κοντά στον άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη, στην έρημο του Ιορδάνη, ενώ ο άγιος Μάμας, ορφανό που γεννήθηκε στη φυλακή και θανατώθηκε με βασανιστήρια σε ηλικία 15 ετών, κατέφυγε καταζητούμενος στα βουνά κι έζησε ένα διάστημα με τη βοήθεια των άγριων ζώων (εικονίζεται να ιππεύει ένα λιοντάρι κρατώντας ένα αρνάκι στην αγκαλιά του και θεωρείται προστάτης άγιος των κτηνοτρόφων). Ο βίος του σημαίνει πολλά για τον τρόπο που ένα ορφανό περιθωριακό αγόρι μπορεί να νικήσει την κοινωνία με την αγάπη και να κάνει τις επιλογές του. Άλλωστε, εξαιτίας του μαρτυρίου του, κάθε ορφανό περιθωριακό αγόρι, ή κορίτσι, έχει το φύλακα άγιό του, αν τον θέλει.
Ένα λιοντάρι της παλαιστινιακής ερήμου βοήθησε με τα νύχια του τον άγιο Ζωσιμά να σκάψει τον τάφο της αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας, μιας πρώην πλούσιας πόρνης που απαρνήθηκε κάθε άλλο έρωτα εκτός απ’ του Θεού κι έγινε δασκάλα της αγιότητας ζώντας στην έρημο δεκαετίες. Μια αρκούδα ζούσε κοντά στον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ (1833) αλλά και κοντά στην οσία Σοφία την Ασκήτισσα της Παναγιάς στην Καστοριά (1883-1974). Ο π. Παΐσιος ο Αγιορείτης (1924-1994) επικοινωνούσε με τα ζώα του δάσους, ενώ ο ίδιος μιλούσε για τον άγιο Παχώμιο, ένα φτωχό και αγράμματο γεροντάκι που ζούσε στα δάση του Αγίου Όρους, ο οποίος γέμιζε τη φούχτα του σκορπιούς και τύλιγε στη μέση του τα φίδια και τα έβγαζε έξω από την αυλή της καλύβας, στην οποία ζούσε μαζί με δύο άλλους ηλικιωμένους μοναχούς. Η ψυχή του ήταν τόσο αγνή, που θεωρούσε απόλυτα φυσικά να μην κινδυνεύει από τους σκορπιούς και τα φίδια, αφού ήταν σε τέτοιο βαθμό ενωμένος με το Χριστό, ώστε είχε γίνει φίλος με όλα τα πλάσματα. Κοιμήθηκε το 1967 (4).
Στενή επαφή με τα πλάσματα της φύσης είχε κι ο μεγάλος σύγχρονος άγιος της Ρουμανίας, ο π. Κλεόπας Ελίε (1912-1998). Παιδί φτωχής οικογένειας με δέκα παιδιά, τα πέντε από τα οποία ακολούθησαν το μοναχικό βίο, ο π. Κλεόπας μόνασε με κέντρο τη μονή της Παναγίας της Συχαστρίας, όπου κατέληξε ηγούμενος (ο προκάτοχός του τον όρισε διάδοχο και αρχικά αντιμετώπισε αντιδράσεις, γιατί ήταν απλός βοσκός της μονής), ενώ πολλές φορές αναγκάστηκε να καταφύγει στην «έρημο των δασών» (μέσα στα πυκνά δάση) διωκόμενος από το ρουμανικό καθεστώς, από το οποίο επίσης συνελήφθη και φυλακίστηκε θεωρούμενος άδικα ως αντικαθεστωτικός. Απειλούμενος από τους ληστές των δασών, τους οποίους αντιμετώπιζε με συνεχή προσευχή (πράγμα που έχει μείνει ως τάξη στη μονή Συχαστρίας μέχρι και σήμερα), βρέθηκε σε στενή σχέση με τα ζώα και τα πουλιά του δάσους και καταγράφεται ότι πολλές φορές γνώρισε εμπειρίες που ξεπερνούν τη δική μας καθημερινότητα.
Στο βίο του συνδέθηκε με άλλες σύγχρονες οσιακές μορφές της Ρουμανίας, όπως ο πατήρ Γαλακτίων ο πτωχός, που ήταν βοσκός και έλεγε «όταν αρρωστήσει ή χτυπήσει ένα πρόβατο, εκείνη την ημέρα δε μπορώ ούτε να φάω» (κοιμήθηκε το φθινόπωρο του 1946), αλλά και ο ιεροδιάκονος Χριστόφορος ο Ησυχαστής, που ζούσε σε μια κρυφή σπηλιά στα δάση της Σύχλας και είχε πάντα μαζί του το κρανίο του οσίου Παύλου, πνευματικού της Αγίας Θεοδώρας της Σύχλας, ο οποίος του είχε αποκαλύψει σε όραμα τη θέση των λειψάνων του, κ.ά. (Η περίπτωση δεν αποδεικνύει κάποιο νοσηρό φετιχισμό, απλώς τα λείψανα των αγίων συνδέονται με την αιώνια παρουσία τους στο «συμβούλιο όλων των όντων», που είναι η Εκκλησία. Δεν τα λατρεύουμε, αλλά τα τιμάμε κι εκείνοι πολλές φορές τα χρησιμοποιούν για να δηλώσουν την αγάπη τους σε μας –τα λείψανα ευωδιάζουν, μέσω αυτών γίνονται θαύματα κ.λ.π.).
Για να γυρίσω στον π. Κλεόπα, καταγράφεται και η επικοινωνία του μ’ έναν άγνωστο ασκητή από τα Καρπάθια όρη, που τον επισκεπτόταν συνοδευόμενος από ζώα του δάσους (αρκούδες, αλεπούδες, ελάφια, που έμεναν έξω από το μοναστήρι και τον περίμεναν όλη τη νύχτα) και έδινε σημεία ζωής περίπου μέχρι το 1955. Από τότε χάθηκαν τα ίχνη του (προφανώς «κοιμήθηκε») και το όνομά του έμεινε άγνωστο σε όλους, εκτός ίσως από τον ίδιο τον π. Κλεόπα (5).
Εδώ δεν πρόκειται για ξωτικά και θρύλους διαμορφωμένους απ’ το συλλογικό υποσυνείδητο, αλλά για ζωντανούς ανθρώπους, σύγχρονους με μας, εκεί όπου ενώνεται η χριστιανική παράδοση με την πανανθρώπινη παράδοση ή… εκεί όπου ξεχωρίζει η χριστιανική παράδοση αφήνοντας πίσω όλες τις άλλες παραδόσεις.
Ο π. Κλεόπας έλεγε: «Να είστε προς το Θεό με την καρδιά του υιού, προς τον εαυτό σας με το νου του δικαστή και προς τον πλησίον σας με την καρδιά της μητέρας». «Όταν βλέπεις την εικόνα της Θεοτόκου με το Θείο Βρέφος στην αγκαλιά της, ξέρεις τι βλέπεις εκεί; Είναι ο ουρανός και η γη! Ο Χριστός είναι ο ουρανός, και πολύ ανώτερος από τον ουρανό. Ενώ η Θεοτόκος αντιπροσωπεύει όλους τους λαούς που κατοικούν πάνω στη Γη, γιατί προέρχεται από το δικό μας γένος».
Ο άγιος Γέροντας της Ρουμανίας Κλεόπας Ελίε (από εδώ) |
Όλοι αυτοί δεν είναι απροσάρμοστοι περιθωριακοί που δικαιώθηκαν εκ των υστέρων, αλλά μερικοί από τους κατεξοχήν εκπροσώπους του ορθόδοξου πνεύματος, που δυστυχώς αγνοείται ή παρερμηνεύεται από τον «κόσμο».
Αναφερθήκαμε ήδη στον άγιο Ισαάκ το Σύρο (7ο αιώνας). Στο ίδιο πνεύμα ο άγιος του 20ού αιώνα Σιλουανός ο Αθωνίτης (που δίδαξε, ακολουθώντας τους παλιούς αγίους, πως «η σωτηρία του καθενός είναι μια υπόθεση που απλώνεται όχι μόνο σε όλη την ανθρωπότητα, αλλά και σε όλη την κτίση» και πως «να προσεύχεσαι για τους ανθρώπους σημαίνει να χύνεις το αίμα σου»), είχε κάνει μέρες να κοιμηθεί επειδή έκοψε ένα φύλλο χωρίς λόγο, επειδή τραυμάτισε θανάσιμα μια μύγα κι επειδή, όταν ήταν νέος, έχυνε καυτό νερό στις νυχτερίδες για να τις απομακρύνει.
Η σχέση του αγίου ανθρώπου με την κτίση δεν περιορίζεται στα ζώα. Το 1949 ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, επίσκοπος Σαγκάης, κατέφυγε στο Τουμπαμπάο των Φιλιππίνων μαζί με 5.000 Ρώσους πρόσφυγες. Εκεί παρέμεινε 27 μήνες και σ’ αυτό το διάστημα κανένας τυφώνας δεν έπληξε το νησί. Όταν ένας Ρώσος εξέφρασε στους ντόπιους την ανησυχία του για τους τυφώνες, του απάντησαν: «Δεν υπάρχει φόβος, γιατί ο άγιος άνθρωπός σας ευλογεί κάθε βράδυ τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα».
Ο άγιος λοιπόν ευλογεί τα στοιχεία της φύσης, δεν τα κυβερνάει με τις συσκευές του. Παρόλο που και πάλι τα «εξουσιάζει», υπάρχει μεγάλη διαφορά: στην ευλογία, ακόμη και του τυφώνα, υπάρχει αγάπη.
Έτσι λοιπόν, για να είμαστε έντιμοι, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι όλες οι γήινες παραδόσεις περιέχουν αλήθεια αλλά περιέχουν και πλάνη και να αντιπροτείνουμε τη μελέτη των ορθόδοξων δασκάλων (που προβάλλουν τη σχέση με τον Τριαδικό Θεό, τον αντικειμενικά υπαρκτό έξω από μας, ως την απαραίτητη προϋπόθεση της θέωσης, δηλαδή της ενότητας όλων των όντων της δημιουργίας) ως τον αιώνιο εναλλακτικό δρόμο που έχει σπάσει αυτά τα όρια κι έχει ξεφύγει στο άπειρο, συνδέοντας μ’ αυτό το άπειρο την κτιστή φύση μας.
Σε φιλοσοφικό επίπεδο αυτό σημαίνει πως, αν το άπειρο είναι κομμάτι μας, τότε οποιαδήποτε «θέωσή μας», δηλαδή ανάδειξη των δικών μας βαθύτερων δυνάμεων, μας αφήνει άτομα (όντα με υπαρκτικό κέντρο το Εγώ τους), ενώ, αν το άπειρο είναι ένα Άλλο Πρόσωπο (άπειρο πρόσωπο = θεός, και ένας μόνο άπειρος Θεός μπορεί να υπάρχει, αλλιώς δε θα ήταν άπειρος. Μόνο που, για μας, ο άπειρος Θεός είναι η ασύλληπτη σχέση αγάπης Τριών Προσώπων άπειρα αγαπητικών, που η άπειρη αγάπη Τους Τα ενοποιεί κι έτσι γίνονται Ένας Θεός), τότε η θέωσή μας μάς κάνει απείρως πρόσωπα (όντα με υπαρκτικό κέντρο ένα Άλλο πρόσωπο, το οποίο αγαπούν). Εννοείται πως τότε γινόμαστε κοινωνοί του απείρου και, εντέλει, «θεοί σε όλα εκτός από τη θεϊκή ουσία» (άγιος Ισαάκ ο Σύρος), γι’ αυτό και η αγάπη μας διαχέεται σε όλα τα όντα, όπως η αγάπη του Θεού. Έτσι τουλάχιστον το βλέπουμε εμείς, οι ορθόδοξοι χριστιανοί.
Αντί επιλόγου
Αν και το επιμύθιο χαλάει το παραμύθι (ο καθένας ας πάρει μόνος του ό,τι νομίζει από το ταξίδι), ίσως, για χάρη των αναγνωστών μας, πρέπει να κλείσω με κάποιου είδους «πρόταση».
Υπήρχε κάποτε μια χώρα, στην οποία οι άνθρωποι δεν ήταν καλύτεροι από μας, αλλά επιθυμούσαν διακαώς να γίνουν καλύτεροι. Πολλοί απ’ αυτούς λοιπόν διάβαζαν το ευαγγέλιο και προσπαθούσαν να γίνουν άγιοι εφαρμόζοντάς το. Στη χώρα αυτή δεκάδες ή ίσως εκατοντάδες πλούσιοι, άρχοντες, πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι, κάποια στιγμή της ζωής τους εγκατέλειψαν το αξίωμά τους και την κοινωνική τους θέση, μοίρασαν μέχρι δεκάρας τα πλούτη τους στους φτωχούς και αφοσιώθηκαν ολοκληρωτικά στην προσευχή και τη μελέτη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, του τόπου που κοινώς τον ονομάζουμε «ψυχή».
Τη χώρα αυτή στα νεώτερα χρόνια έχουμε μάθει να τη λέμε Βυζάντιο.
Η χώρα εκείνη και η εποχή της μάλλον έχουν περάσει ανεπιστρεπτί και έχουν χαθεί κάτω από τόνους λάσπης στα κατάβαθα του μυαλού μας. Σε καμία περίπτωση ο πολιτισμός της (ο ολοκληρωμένος, ισορροπημένος, βαθύς, ανθρωπιστικός πολιτισμός της, που, χωρίς να χάνει τη γη, είναι στραμμένος προς τον ουρανό, παρά τις πολλές αστοχίες των ανθρώπων κάθε γενιάς) φαίνεται να μη μπορεί να αναβιώσει ή να μετακενωθεί στο σήμερα και γενικά να αξιοποιηθεί έτσι, ώστε να αποτελέσει μιαν άλλη βιώσιμη πρόταση, στους αντίποδες της παγκοσμιοποίησης. Όχι γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο, αλλά γιατί δε θα το επέτρεπαν οι παντοδύναμες πολυεθνικές – εκτός αν το κατεύθυναν οι ίδιες. Ας ψάξουμε λοιπόν για κάτι πιο ρεαλιστικό.
Δεδομένου ότι η ορθοδοξία δεν απορρίπτει την επιστήμη, ούτε τη φιλοσοφία ή την τέχνη (και στους τρεις τομείς άλλωστε έχουν θητεύσει πολλοί μεγάλοι μας άγιοι), αλλά μόνο την αλαζονική, κατακτητική ματιά του ανθρώπου προς την κτίση και το συνάνθρωπο (όπως και την φαινομενικά ταπεινή, πανθεϊστική ματιά, που υποβιβάζει τον άνθρωπο σε ασήμαντο τμήμα του φυσικού κόσμου), ευχής έργο θα ήταν να έπαιρναν τα ηνία της επιστήμης και της οικονομίας έντιμοι και, επιτρέψτε μου, ευσεβείς άνθρωποι (τα παιδιά σας;), που θα προωθούσαν τη δίκαιη επιβίωση της ανθρωπότητας και του πλανήτη.
Βέβαια, φοβούμαι ότι κι αυτό είναι ουτοπικό. Η δύναμη των κέντρων της παγκόσμιας εξουσίας είναι, καθώς φαίνεται, ιλιγγιώδης. Ωστόσο, κι αν δε μπορούμε να «σώσουμε τον πλανήτη», σίγουρα μπορούμε να σώσουμε λίγους ανθρώπους, ή και πολλούς, καθώς και τον εαυτό μας, αν, χωρίς ν’ απαρνηθούμε την πνευματική μας κληρονομιά, με πίστη στο Θεό και αγάπη, επιχειρήσουμε το ταξίδι στο δρόμο της σύγχρονης ανάπτυξης. Και πάλι, αν γίνουμε επικίνδυνοι για τους ισχυρούς, θ’ ανακόψουν την πορεία μας ζητώντας ν’ απαρνηθούμε εκείνα που αξίζουν για μας πιο πολύ –το Θεό και την ψυχή μας– και τότε θα ζητήσουμε τη βοήθεια του πρώτου Μάρτυρα, του Σταυρωθέντος, για να μαρτυρήσουμε κι εμείς στ’ όνομά Του (βαυκαλίζομαι, γιατί η εποχή μας είναι τόσο πλουραλιστική, ώστε μπορείς να πεις σχεδόν ό,τι θέλεις χωρίς να σείσεις το κατεστημένο, επομένως απλώς σε αγνοούν).
Ένα άλλο είδος μαρτυρίας, και μαρτυρίου, είναι η έμπρακτη απόρριψη των παθογόνων στοιχείων του σύγχρονου πολιτισμού, πράγμα που θα σήμαινε όμως επιστροφή στον πολιτισμό της προτεχνολογικής εποχής, κι αυτό στη σκέψη του καθημερινού ανθρώπου –τη «δική μου» σκέψη– ισοδυναμεί με εφιάλτη. Ο προτεχνολογικός πολιτισμός είναι ολοκληρωμένος και σοφός. Μια επίσκεψη στο Άγιο Όρος π.χ. θα σας πείσει. Πρόκειται για μια βαθιά οικολογία, που δε συνδέεται απαραίτητα με την πείνα, τις αρρώστιες, τη βία, τη φτώχεια και την κακομοιριά. Όμως, έχοντας πλέον άγνοια των μεθόδων και της σοφίας της, φαντάζει στα μάτια μας σαν πορεία σε ασέληνη νύχτα.
Οι ορθόδοξοι μοναχοί της Αμερικής Γερμανός και Σεραφείμ, που ίδρυσαν την Αδελφότητα του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας σε μια καλύβα στην Πλατίνα της Καλιφόρνιας το 1970, αρνήθηκαν συνειδητά τις περισσότερες από τις σύγχρονες ανέσεις. Έζησαν μέσα στο δάσος, παρέα με τα ζώα, τυπώνοντας το περιοδικό τους, τον Ορθόδοξο Λόγο, σε μια παμπάλαια χειροκίνητη μηχανή, παράγοντας ρεύμα με μια γεννήτρια. Αρνήθηκαν να φέρουν νερό στο μοναστήρι, θεωρώντας ωφέλιμη γι’ αυτούς άσκηση να το μεταφέρουν με δοχεία, κάθε μέρα, αρκετά χιλιόμετρα μακριά. Έφτασαν με μεγάλα ύψη πνευματικής προόδου.
Αναζητώ κι εγώ τους πνευματικούς ηγέτες της ορθοδοξίας, που θα μπορούσαν (θα τολμούσαν) ν’ αρνηθούν τις ανέσεις της τεχνολογικής εξέλιξης και, με τα φτωχά αλλά τίμια μέσα, που δεν απαιτούν τη θυσία των άλλων, να ορθώσουν θαρραλέο ανάστημα και ευθύ λόγο, καταγγέλλοντας την παγκόσμια ανομία. [Εδώ εγείρονται δύο ενστάσεις: α) Ότι παιδί της τεχνολογίας είναι και η σύγχρονη ιατρική (όμως οι παλιές αρρώστιες τώρα θεραπεύονται -ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ, που έχει να πληρώσει- αλλά έχουν αντικατασταθεί από νέες, σωματικές και ψυχικές, συνέπειες του σύγχρονου τρόπου ζωής!...), και β) ότι μέσω του Διαδικτύου πολλοί έχουν γνωρίσει το Χριστό! Ασφαλώς αυτά χειροτερεύουν τα διλήμματα και πρέπει να ληφθούν υπόψιν -αλλά τι λέω, αφού όλα τα παραπάνω είναι ουτοπικά, εκτός αν ΕΓΩ Ο ΙΔΙΟΣ κλείσω τον υπολογιστή και καταργήσω το κινητό μου και τη σύνδεση με Internet!]
Συνεχίζω τη φλυαρία μου: Άξιοι πνευματικοί ηγέτες υπάρχουν, αλλά τις πιο πολλές φορές δε βλέπουμε να φτάνουν ώς το μαρτύριο, ώς το να βουτούν στις ακαθαρσίες και ν’ αναζητούν τα θύματα της κοινωνίας –άστεγους, κακοποιημένους, εξαρτημένους, απελπισμένους, μελλοθάνατους όλων των ηλικιών, ακόμη και αγέννητα παιδιά που θα σφαγιαστούν στο γυναικολογικό τραπέζι– και να λερώνονται για να τους βγάλουν. Υπάρχουν μερικοί τέτοιοι αγωνιστές, αλλά λίγοι και ιεραρχικά μικροί. Χάνονται μέσα στη θάλασσα ημών, των άπρακτων ορθοδόξων.
Αναζητώ κι εγώ τους πνευματικούς ηγέτες της ορθοδοξίας, που θα μπορούσαν (θα τολμούσαν) ν’ αρνηθούν τις ανέσεις της τεχνολογικής εξέλιξης και, με τα φτωχά αλλά τίμια μέσα, που δεν απαιτούν τη θυσία των άλλων, να ορθώσουν θαρραλέο ανάστημα και ευθύ λόγο, καταγγέλλοντας την παγκόσμια ανομία. [Εδώ εγείρονται δύο ενστάσεις: α) Ότι παιδί της τεχνολογίας είναι και η σύγχρονη ιατρική (όμως οι παλιές αρρώστιες τώρα θεραπεύονται -ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ, που έχει να πληρώσει- αλλά έχουν αντικατασταθεί από νέες, σωματικές και ψυχικές, συνέπειες του σύγχρονου τρόπου ζωής!...), και β) ότι μέσω του Διαδικτύου πολλοί έχουν γνωρίσει το Χριστό! Ασφαλώς αυτά χειροτερεύουν τα διλήμματα και πρέπει να ληφθούν υπόψιν -αλλά τι λέω, αφού όλα τα παραπάνω είναι ουτοπικά, εκτός αν ΕΓΩ Ο ΙΔΙΟΣ κλείσω τον υπολογιστή και καταργήσω το κινητό μου και τη σύνδεση με Internet!]
Συνεχίζω τη φλυαρία μου: Άξιοι πνευματικοί ηγέτες υπάρχουν, αλλά τις πιο πολλές φορές δε βλέπουμε να φτάνουν ώς το μαρτύριο, ώς το να βουτούν στις ακαθαρσίες και ν’ αναζητούν τα θύματα της κοινωνίας –άστεγους, κακοποιημένους, εξαρτημένους, απελπισμένους, μελλοθάνατους όλων των ηλικιών, ακόμη και αγέννητα παιδιά που θα σφαγιαστούν στο γυναικολογικό τραπέζι– και να λερώνονται για να τους βγάλουν. Υπάρχουν μερικοί τέτοιοι αγωνιστές, αλλά λίγοι και ιεραρχικά μικροί. Χάνονται μέσα στη θάλασσα ημών, των άπρακτων ορθοδόξων.
Όπως είπαμε, υπάρχουν ακτιβιστές οικολόγοι και μέλη ανθρωπιστικών μη κυβερνητικών οργανισμών, που αγωνίζονται μέχρι αυτοθυσίας για τους ανθρώπους, χωρίς να πιστεύουν στο Θεό. Υπάρχουν επίσης στον τρίτο κόσμο πάρα πολλοί ορθόδοξοι ιεραπόστολοι, που αφιερώνουν τη ζωή τους στη σωτηρία των ανθρώπων –εννοώ και την καθημερινή επιβίωση, όχι μόνο τη σωτηρία της ψυχής. Αυτοί είναι και το πιο εκλεκτό τμήμα της ορθοδοξίας, και, ίσως ακριβώς γι’ αυτό, εμείς οι «άνετοι» χριστιανοί δεν τους ξέρουμε καθόλου. Τέτοιοι άγιοι στον 20ό αιώνα είναι π.χ. ο άγιος Νέστωρ της Καμτσάτκας (6), ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς σε Σαγκάη, Γαλλία και ΗΠΑ, η αγία Μαρία Σκόμπτσοβα στη Γαλλία (τελικά ΚΑΙ νεομάρτυρας των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης), η γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη στην Ινδία και αλλού, αλλά ας μην ξεχνάμε και τον άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς, πνευματικό Πατέρα των Σέρβων, που έγραφε στους λαούς της Ευρώπης μέσα απ’ το Νταχάου (7).
Όμως αυτοί που θα έπρεπε να σταθούν απέναντι στις πολυεθνικές και, στο όνομα του Θεού, να απαρνηθούν τις ανέσεις τους για χάρη της παγκόσμιας δικαιοσύνης και της αληθινής αγάπης –οι ορθόδοξοι χριστιανοί του δυτικού κόσμου– δεν το κάνουν. Δεν το κάνουμε. Εμείς είμαστε αυτοί. Και έχουμε υποταχθεί. Κάποτε οι χριστιανοί θυσιάζονταν. Τώρα ευτυχώς θυσιάζονται οι φτωχοί και άγνωστοι αδελφοί μας της ιεραποστολής, οι περισσότεροι όμως από μας… τι κάνουμε; Βολευόμαστε και συμβιβαζόμαστε; Ή έχουμε πέσει εκτός μάχης από το σφυροκόπημα της καθημερινότητας και αναζητούμε σανίδες σωτηρίας –δε μπορούμε εμείς να γίνουμε σανίδες για άλλους.
Θα μου πείτε, δεν έχουμε και αρχηγούς. Πώς να έχουμε, αφού δεν προτείνουμε εμείς τους ιερείς και τους επισκόπους μας, αλλά αφήνουμε να μας επιβληθούν άνωθεν; Όμως θα τολμούσαμε να διεκδικήσουμε την αποστολή των δικών μας ανθρώπων στον κλήρο; Των δικών μας ποιμένων; Ημών των ιδίων, πιθανόν, ή των παιδιών μας;
Έτσι, αν αναζητούμε μια απλή πρόταση επιβίωσης κι όχι σωτηρίας του πλανήτη, νομίζω πως η πρόταση αυτή είναι η χριστιανική αγάπη, καθώς και ό,τι οι ορθόδοξοι άγιοι όλων των εποχών ονομάζουν «άσκηση».
Άσκηση
Η ορθόδοξη άσκηση είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να αντιστέκεται σιγά σιγά σε κάποιες επιθυμίες (να δείχνει δηλαδή αυτοσυγκράτηση) και μ’ αυτό τον τρόπο να απελευθερώνεται απ’ αυτές και τελικά να μειώνει τις ανάγκες του. Σκοπός αυτής της προσπάθειας είναι να απελευθερώνεται χώρος στην καρδιά, για να ασχολείται ο άνθρωπος αγαπητικά με το Θεό και το συνάνθρωπό του. Είναι όμως και το καλύτερο «όπλο» του ιδιώτη ενάντια στην καταναλωτική απληστία, τη βουλιμία αναγκών, δηλ. τον κλύδωνα, στον οποίο κλυδωνιζόμαστε. Ποτέ δεν παράγονταν περισσότερα αγαθά, κι όμως αμέτρητοι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα. Κι εμείς δε χρειάζεται να πέφτουμε συνεχώς θύματα των διαφημίσεων…
Η άσκηση είναι κι ένας τρόπος για ν’ απεγκλωβιστούμε από τα δάνεια και τις τραπεζικές κάρτες, αλλά και να μας περισσεύουν αγαθά και χρήματα, που μπορούμε να τα διαθέσουμε για να «βουλώσουμε τρύπες» (μειώνοντας και το άγχος μας), αλλά και να δώσουμε ένα μέρος τους σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Στο συσσίτιο της ενορίας μας π.χ. (ή μιας διπλανής ενορίας), που πιθανότατα υπάρχει αλλά δεν το ξέρουμε.
Τα παιδιά μας ίσως δεν είναι εύκολο να τα «πείσουμε» ν’ αποχτήσουν αυτό το πνεύμα, αλλά, αν δώσουμε το μήνυμα με το δικό μας παράδειγμα, κάποτε (ίσως ως μεγάλοι, ακόμη κι αν εμείς «δεν το δούμε ποτέ») θα το αξιοποιήσουν.
Μ’ αυτό τον τρόπο, δε θα «σώσουμε τον κόσμο», αλλά ίσως να σώσουμε λίγους ανθρώπους. Ίσως επίσης να σώσουμε την οικογένειά μας και, μαζί, τον εαυτό μας. Και εννοώ να τον σώσουμε στην αιωνιότητα. Πράγμα που συνδέεται με την ένταξή μας στην «Εκκλησία», δηλαδή σε μια συντροφιά ανθρώπων της αγάπης, στο κέντρο της οποίας υπάρχει το Ποτήριο με το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, που κάνει τη συντροφιά αυτή αιώνια και την εξαπλώνει στα σύμπαντα, τα γεμάτα ζωή, αγγέλους και αγίους. Αυτή η συντροφιά δεν είναι η υποκριτική «χριστιανική» κοινωνία μας, «με τους χριστιανούς της που κάνουν νηστεία κι ό,τι περισσεύει στέλνουν στην Ελβετία» (για να θυμηθώ δύο στίχους των Goin’ Through), δεν είναι ούτε και οι θορυβώδεις φανατικοί, που αγαπούν περισσότερο τις ιδέες τους από το συνάνθρωπο (και διαπράττουν έτσι, με τα χριστιανικά κριτήρια, αμαρτία), αλλά μια μειοψηφία άγνωστων και κατά το πλείστον φτωχών ανθρώπων, που, αν τους ξετρυπώσεις σ’ ένα ταπεινό εκκλησάκι, θα καταλάβεις την ψυχοθεραπευτική δύναμη της σοφίας του χριστιανισμού, που μεταμορφώνει χωρίς να παραμορφώνει.
Η βοήθεια της Εκκλησίας για την απόχτηση ασκητικού πνεύματος είναι η νηστεία. Όχι μόνο η νηστεία του φαγητού, αλλά όλων των αισθήσεων. Η περίοδος της νηστείας είναι μια περίοδος όχι μελαγχολίας και καταπίεσης, αλλά αντικατάστασης της «απόλαυσης» με τη «χαρά»: χαρά, επειδή ανοίγουμε δρόμο μέσα μας για να περάσει ο Θεός. Ο χριστιανικός Θεός είναι Θεός της χαράς και, αν δεν το καταλαβαίνουμε, είναι γιατί αναζητούμε τη χαρά σε άλλα πράγματα κι όχι στη σχέση μας μ’ Εκείνον, σχέση που δεν ξέρουμε πια πώς θα την πετύχουμε. Γι’ αυτό και κατά τις σαρακοστές παρατηρείται αυξημένη δραστηριότητα στους ναούς: προηγιασμένη λειτουργία και Χαιρετισμοί τη Μεγάλη Σαρακοστή, Παρακλήσεις προς την Παναγία το Δεκαπενταύγουστο… Με την ιδέα φυσικά ότι η παρουσία του ανθρώπου σ’ αυτά του προξενεί χαρά, όχι ένα συναίσθημα ανούσιας ρουτίνας, που τον κάνει να τα απαξιώνει, να απέχει και τελικά να ξεχνά ότι συμβαίνουν και να μην το αναφέρει καν και στα παιδιά του (δε φταίει η αρχαία γλώσσα γι’ αυτή την απαξίωση, αλλά ο αναπροσανατολισμός της ζωής μας κατά τα δυτικά πρότυπα).
Μήπως τώρα μιλάω σαν τη γιαγιά σας; Αν ναι, είναι γιατί απευθύνομαι στο «μέσο άνθρωπο», τον ανυπεράσπιστο και πνευματικά αναλφάβητο –τον εαυτό μου. Δε μπορούμε να μιλήσουμε για θεολογικά βάθη και ηθικά ύψη, αν δεν ξεκινήσουμε από το άλφα.
Και πώς άλλωστε να μιλήσω γι’ αυτά, αφού εγώ βρίσκομαι ακόμη στο άλφα; Οι ενδιαφερόμενοι για περισσότερα –δικαιολογημένοι– ας αναζητήσουν τους δασκάλους. Θα τους βρουν ανάμεσα στους ταπεινούς πιστούς, σαν εκείνους που περιγράφονται στον τόμο Ασκητές μέσα στον κόσμο, ένα σύγχρονο βιβλίο που εκδόθηκε από το Ησυχαστήριο «Άγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος» στη Μεταμόρφωση Χαλκιδικής. Μόνο ας προσέξουν, γιατί, αν περιμένουν οπωσδήποτε μορφωμένους και «αγωνιστικούς» ηγέτες, ίσως περάσουν δίπλα τους χωρίς να τους καταλάβουν.
Φυσικά μπορούμε να βρούμε χιλιάδες προφάσεις για να μην το κάνουμε. Το παιχνίδι παίζεται ανάμεσα στις προσωρινές γήινες απολαύσεις και στον ουρανό. Είμαστε απόλυτα ελεύθεροι να επιλέξουμε. Αν ανταλλάζαμε, έστω και λίγο, την καταναλωτική μας δίψα με τον ουρανό, θα γίνονταν πολλά. Γιατί οι γήινες επιθυμίες μας είναι προσωρινές, ενώ ο ουρανός κρατάει για πάντα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Βλ. Άκου Χλωμοπρόσωπε - Μήνυμά των Ιροκέζων στον Δυτικό Κόσμο, μτφρ. Β. Παπακριβόπουλος, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1991, σελ. 15-16.
(3) Βλ. Θανάση Παπαθανασίου, Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται, Εν Πλω 2008.
(4) Βλ. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Αγιορείται Πατέρες και αγιορείτικα [εδώ], έκδ. ιερού ησυχαστηρίου Σουρωτής, 1998. Στο ίδιο βιβλίο, με αφοπλιστική απλότητα, καταγράφονται πολλές περιπτώσεις αγίων ασκητών και οι σχέσεις τους με τα πλάσματα (και ο π. Τύχων).
(5) Καταγράφεται στο Κλείτου Ιωαννίδη, Γεροντικό του 20ού αιώνος, εκδ. Παναγόπουλος, Αθήνα 1999, σελ. 510-512.
(6) Λίγα για το σπουδαίο αυτό άγιο (από εδώ, όπου & στοιχεία για τον άγ. Σεραφείμ της Βύριτσα και για άλλους σύγχρονους αγίους):
Ο άγιος Νέστωρ της Μαντζουρίας (π. Νέστωρ Ανίσιμωφ, 1885-1962), που, αφού προσπάθησε να περισώσει τις ειδωλολατρικές μογγολικές φυλές του Γκιζίγκ της Καμτσάκα (μιας απομονωμένης περιοχής στο βορειοανατολικό άκρο της Ρωσίας) από τις συνέπειες της καταστροφική πλημμύρας του 1907, οργανώνοντας δίκτυο ανθρωπιστικής βοήθειας ως μοναδικός ιερέας της περιοχής, βρήκε εμπόδια στη συνέχιση του φιλανθρωπικού του έργου από τον τσαρικό επίτροπο της συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας. Τα εμπόδια ξεπεράστηκαν και ιδρύθηκε η Καμτσακική Φιλανθρωπική Αδελφότητα, που σύστησε δεκάδες σχολεία, ιατρεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και μια βιοτεχνία κατασκευής λυόμενων κτηρίων που δημιούργησε πολύτιμες θέσεις εργασίας στην εγκαταλελειμμένη επαρχία.(7) Το μήνυμά του (δες το εδώ) δημοσιεύεται στο: αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, καθηγητή του πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, μτφρ. ιερομονάχων Αθανασίου Γιέβτιτς + Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, έκδ. Μονής Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία, σελ. 233-255.
Το 1914 ο π. Νέστωρ κατατάχθηκε στην πρώτη γραμμή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οργανώνοντας νοσοκομειακές μονάδες -;αλλά το 1917, με την επικράτηση της επανάστασης, εμποδίστηκε να επιστρέψει στην Καμτσάκα. Έτσι κατέφυγε στην Κίνα, όπου η ιεραποστολή είχε ανασυνταχθεί μετά το διωγμό του 1900. Εγκαταστάθηκε στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας, όπου συνέχισε το ιεραποστολικό έργο του, και το 1946 η ιερά σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας τον διόρισε μητροπολίτη Χαρμπίν και Μαντζουρίας και έξαρχο Ανατολικής Ασίας. Δυο χρόνια μετά όμως συνελήφθη από το μαοϊκό καθεστώς και καταδικάστηκε σε θάνατο ως αντικαθεστωτικός (για «αντιλαϊκή δραστηριότητα»). Με τη μεσολάβηση Ρώσων επισήμων, η ποινή του μετατράπηκε σε καταναγκαστικά έργα και οδηγήθηκε σε ορυχείο, απ’ όπου απελευθερώθηκε το 1955 και στάλθηκε στη Σοβιετική Ένωση. Με την υγεία ανεπανόρθωτα κλονισμένη κατέφυγε στη Λαύρα του Αγίου Σεργίου στο Ζαγκόρσκ, και παρέδωσε το πνεύμα στις 4 Νοεμβρίου 1962 στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας.
Έγραψε: «Βλέποντας σε κάθε βήμα μου το καθημερινό δράμα και τη μαύρη ζωή αυτών των παραπεταμένων από τη Ρωσία παιδιών της, κατάπινα άφωνος την πικρία μου, έπνιγα τον πόνο μου και συγκέντρωνα όλες μου τις δυνάμεις στην ποιμαντική και ιεραποστολική μου δραστηριότητα. Έψαχνα για δρόμους που θα με οδηγούσαν στις καρδιές των ειδωλολατρών, προσπαθώντας να τους ανακουφίσω από τα βάσανά τους, όχι τόσο με τα πενιχρά μέσα που διέθετα, όσο με το ζωοποιό λόγο του Θεού και την παρηγορητική σπορά της ελπίδας στην αγάπη Του και της εμπιστοσύνης στην πρόνοιά Του».