Ο τηλεοπτικός χρόνος αδυσώπητος κι έτσι πρόλαβα να πω ότι έχω δει ιερέα να λειτουργεί και να έχει το κινητό του πάνω στην Αγία Τράπεζα (!!!) και - με ειρωνική διάθεση - πως "πρέπει να συνηθίσουμε τη νέα πραγματικότητα", ήτοι τέλεση μυστηρίων μετά κινητού.
Φυσικά, το πρόβλημα είναι της Διοικούσας Εκκλησίας η οποία δεν έχει πάρει από την αρχή στα σοβαρά την κατάσταση.
Ο ποιητής Θανάσης Νιάρχος επισημαίνει σε χθεσινό του άρθρο στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ την τραγικότητα της κατάστασης με πολύ εύστοχο τρόπο: "...στην ίδια εκκλησία, το βράδυ της Μεγάλης Πέµπτης, ακούστηκαν µέσα σε µιάµιση ώρα δέκα το λιγότερο κινητά, ενώ οι κάτοχοί τους, σαν να βρίσκονταν σε χώρο εµποροπανήγυρης, χαµηλόφωνα ή µεγαλόφωνα, µίλησαν κανονικότατα.
Αν οι ίδιοι οι λειτουργοί δεν είχαν απαξιώσει τον χώρο της Εκκλησίας, κατά έναν µυστηριώδη αλλά και ευεξήγητο ταυτόχρονα τρόπο κανένα κινητό δεν θα είχε ακουστεί".
Από την μαρτυρία αυτή του Θανάση Νιάρχου αντιλαμβάνεται ο καθείς πως η ποιμαίνουσα Εκκλησία αδυνατεί να παιδαγωγήσει το ποίμνιό της. Και πώς να γίνει αυτό, αφού η ίδια υπολείπεται τραγικά απ' αυτό που πρέπει να είναι;
Για την ιστορία θα σημειώσω δύο τινα, άκρως ενδεικτικά:
- Αν κατά τη διάρκεια των Πανελλαδικών Εξετάσεων χτυπήσει απλώς κινητό μαθητού (δεν συζητούμε να μιλήσει!), ο οποίος ξέχασε να το απενεργοποιήσει μηδενίζεται αυτόματα το γραπτό του. Έχει συμβεί αυτό και ο εξεταζόμενος προσέφυγε στην δικαιοσύνη ζητώντας να βαθμολογηθεί το γραπτό του μέχρι τη στιγμή που χτύπησε το κινητό του.
- Σε όλες τις συναυλίες και τις σοβαρές εκδηλώσεις εφιστάται η προσοχή του κοινού στην απενεργοποίηση του κινητού.
Τα ανάλογα παραδείγματα είναι πολλά. Στην Εκκλησία έχει ληφθεί έστω και ένα μέτρο για να αποφεύγεται και από τους πιστούς - για τους ιερείς δεν το συζητάμε - η χρήση κινητού που συντελεί αναμφίβολα στην αποϊεροποίηση των μυστηρίων και των ακολουθιών;
Στη συνέχεια παραθέτω το χθεσινό άρθρο του Θανάση Νιάρχου, για να δείτε , πως ευτυχώς θεολογούν οι ποιητές όταν οι ποιμένες ή οι θεολόγοι σιωπούν...
Θανάση Θ. Νιάρχου
Οποιοσδήποτε προσέρχεται σε µιαν εκκλησία, περιστασιακά ή κατ’ εξακολούθηση, το κάνει µε το αίσθηµα πως ο συγκεκριµένος χώρος τού χρειάζεται για να ακουµπήσει και να εκφράσει ό,τι πολυτιµότερο νιώθει να υπάρχει µέσα του.
Δεν έχει κανείς το δικαίωµα (αντίθετα θα έπρεπε να λογαριάζεται απεχθέστατος) να τον κάνει να αισθάνεται πως χρειάζεται να πληρώσει προκειµένου να εκφραστεί ή έστω να συγκεντρωθεί στον εαυτό του. Αν η Εκκλησία υποβιβάζει την ανάγκη της επαφής µαζί της σε µια δοσοληψία αντίστοιχη µε κείνη της Εφορίας, που αν δεν πληρώσει κάποιος κινδυνεύει να πάει φυλακή, τότε δεν συντρέχει λόγος να υφίσταται η Εκκλησία. Ή, µάλλον, φαίνεται πως για τη συνείδηση ενός µεγάλου µέρους του κόσµου έχει καταργηθεί, αφού στην ίδια εκκλησία, το βράδυ της Μεγάλης Πέµπτης, ακούστηκαν µέσα σε µιάµιση ώρα δέκα το λιγότερο κινητά, ενώ οι κάτοχοί τους, σαν να βρίσκονταν σε χώρο εµποροπανήγυρης, χαµηλόφωνα ή µεγαλόφωνα, µίλησαν κανονικότατα. Αν οι ίδιοι οι λειτουργοί δεν είχαν απαξιώσει τον χώρο της Εκκλησίας, κατά έναν µυστηριώδη αλλά και ευεξήγητο ταυτόχρονα τρόπο κανένα κινητό δεν θα είχε ακουστεί.
Έχουµε κατ’ επανάληψη οµολογήσει πόσο σπουδαίοι είναι οι στίχοι της Κικής Δηµουλά που γράφει, καθώς το αδιαχώρητο στις εκκλησίες το βράδυ της Μεγάλης Πέµπτης δεν της επιτρέπει να πλησιάσει τον Εσταυρωµένο:
«Δεν πειράζει. / Θα µάθω το τετέλεσται / από άλλη πηγή. / Πιο θετική».
Δεν θα ‘πρεπε όµως να λογαριάζονται οι στίχοι αυτοί περισσότερο ως υπονόµευση ενός θρησκευτικού αισθήµατος παρά ως η µοναδική οδός σωτηρίας που µας έχει αποµείνει;
§ Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη».