Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει -ήταν 5 Απριλίου του 2007- από τότε που το κρουαζιερόπλοιο Sea Diamond βυθίστηκε στον όρμο Αθηνιός στην καλντέρα της Σαντορίνης και η ανησυχία για την ενδεχόμενη βλάβη του οικοσυστήματος δεν έχει κοπάσει. Την ώρα που το αίτημα των νησιωτών παραμένει η ανέλκυση του ναυαγίου, ένα στοιχείο της τελευταίας έκθεσης του Εθνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών πυροδοτεί εκ νέου τη συζήτηση.
Σύμφωνα με την τελική έκθεση μελέτης των επιπτώσεων της ρύπανσης από το Sea Diamond (δειγματοληψίες από τον Δεκέμβριο 2010 ώς τον Μάιο 2011), μολονότι οι συγκεντρώσεις των υδρογονονανθράκων και των βαρέων μετάλλων σε μύδια που εμφυτεύθηκαν στην περιοχή βρέθηκαν γενικά χαμηλές, σε αυτά που τοποθετήθηκαν πάνω από το ναυάγιο ήταν εμφανής η επίδραση από υπολείμματα πετρελαιοειδών. Η στατιστική επεξεργασία έδειξε επίσης ότι όσον αφορά τον σίδηρο υπάρχει σαφής επίδραση του ναυαγισμένου πλοίου.
Οι επιστήμονες τονίζουν ότι τα αποτελέσματα των αναλύσεων για τα ψάρια που αλιεύτηκαν κοντά στο ναυάγιο δεν εμπνέουν ανησυχία, αφού η περιεκτικότητά τους σε μέταλλα είναι σε επίπεδα πολύ κάτω των ορίων ασφαλούς κατανάλωσης. Ωστόσο, όπως σημειώνεται στην έκθεση, οι ενδείξεις βιοσυσσώρευσης στα μύδια καθιστούν επιτακτική τη συνέχιση της παρακολούθησης της περιοχής.
Δεν είναι όμως μόνο το ναυάγιο... Οι ειδικοί σημειώνουν στην έκθεση ότι «προβληματίζει» η ποιότητα των λυμάτων της πόλης της Θήρας, καθώς σε έναν σταθμό μέτρησης εντοπίστηκαν εξαιρετικά υψηλές συγκεντρώσεις πολυαρωματικών υδρογονανθράκων που είναι τοξικοί ρύποι. Σε σχέση πάντως με τη μονάδα αφαλάτωσης που λειτουργεί στην Οία, οι μετρήσεις έδειξαν ότι η ποιότητα του θαλασσινού νερού είναι εξαιρετική.