Γράφει η Θάλεια Καραμολέγκου

Το πόδι του μικρού παιδιού κλωτσούσε ασυναίσθητα τις πέτρες που βρίσκονταν γύρω του Παρόλο που το τοπίο φάνταζε μαγικό πάνω στο οροπέδιο 100 μέτρων στη μέση γκρεμού αριστερά και δεξιά, το αγόρι δεν έβρισκε καμία σοβαρή δικαιολογία να παρακολουθήσει την ξεναγό, που επίμονα ανέλυε κάθε αρχαιολογική πέτρα που συνέθετε το γύρω περιβάλλον «- Ψιτ, εσύ με το καπέλο, εσύ που κοιτάς γύρω σου, εσύ με την πράσινη μπλούζα…» Το αγόρι έριξε μια θολή ματιά σε αυτά που φορούσε κι έστρεψε το πρόσωπό του προς τα πίσω. Ο κόσμος ξεπερνούσε τους 50 , το σφίξιμο του καρπού του με το χέρι της μάνας του είχε χαλαρώσει λόγω της αφοσίωσής της στα λόγια της ξεναγού. « Ναι, εσένα λέω, έλα μαζί μου, θέλω να σου δείξω κάτι πολύ όμορφο.» Το μικρό παιδί κοιτούσε μια λεπτή φιγούρα ενός ανήλικου άρρενος που παρουσιαζόταν μπροστά του. Εκείνο φορούσε πολύ περίεργα ρούχα άλλης εποχής, τα μαλλιά του ανέμελα ενώ τα πόδια του γυμνά από παπούτσια. « Έλα σου είπα» επανέλαβε η φωνή . Το αγόρι έριξε μια κλεφτή ματιά στη μητέρα του κι έπειτα στην κυρία που εξηγούσε τα μνημεία κι αμέσως ελεύθερο έτρεξε μ’ όλη τη δύναμη των ποδιών του πίσω από τη λεπτή φιγούρα. «Νικίων, χάρηκα» Περίεργο σκέφτηκε το μικρό παιδί για όνομα, ανταποκρινόμενο στο χαιρετισμό «Νίκος κι εγώ χάρηκα».

«-Μα πού βρισκόμαστε; Εγώ παντού τον ίδιου τύπου πέτρας βλέπω» Ο Νικίων έστρεψε το βλέμμα προς τα κάτω φανερά απογοητευμένος. «-Είμαστε στο τέμενος του Αρτεμίδωρου, σε ένα ιερό.» Το αγόρι κοίταζε προσεχτικά αυτά που του έδειχνε « Κι αυτό;» φώναξε με δυνατή φωνή λες κι ανακάλυπτε κάτι. «-Εε αυτό είναι το πορτρέτο του ιδρυτή αυτού του ιερού (3ος αι. π.Χ.), που απεικονίζεται στεφανωμένος. Ο Αρτεμίδωρος από την Πέργη της Μ. Ασίας ήρθε ως εκπρόσωπος των Πτολεμαίων εδώ κι έμεινε μέχρι το τέλος της
ζωής του.» «-Α» είπε το μικρό παιδί που έβλεπε τη συζήτηση να παίρνει περισσότερο ενδιαφέρον

Ο Νίκος αφού κοίταξε προσεκτικά το γύρω χώρο γύρισε τη συζήτηση αλλού «- Εμείς ξέρεις, έχουμε να διασκεδάζουμε πολλά παιχνίδια εσείς δεν έχετε;»
«-Φυσικά κι έχουμε, είχαμε και το θέατρο! Στην αρχή ήταν κυκλικό (3ος αι. π.Χ.) αλλά μετά επεκτάθηκε η σκηνή και κατέλαβε τμήμα της αρχικής ορχήστρας (1ος αι. μ.Χ.). Πάμε να το δεις! ».
Η θέα ήταν μαγευτική, τα παιδιά κοιτούσαν αμίλητα το φως να χάνεται πίσω από τη φιγούρα του απέναντι νησιού, μέχρι που διέκοψε τη σιωπή ο Νικίων «-Πολλές φορές έρχομαι εδώ και αγναντεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ μόνος μου, δε με κουράζει ούτε το βαριέμαι καθόλου. Με μεγάλη ευχαρίστηση το αντικρίζω επί ώρες..» «-Δικαιολογημένα» αποκρίθηκε το αγόρι ενώ τα μάτια τους δεν άλλαζαν πλεύση παρά μόνο ατενίζοντας το γαλάζιο μέσα από το θέατρο, σα μια παράσταση που λάμβανε μέρος μπροστά στους οφθαλμούς τους. «-Πάμε σιγά σιγά;» είπε ο Νικίων διακρίνοντας το σκότος να αντικαθιστά το φως της υπέρτατης δύναμης, του ήλιου… «Πάμε, αλλά θα ξαναέρθω και θέλω να παρακολουθήσουμε μαζί παράσταση.» «-Όποτε θες αρκεί να γίνει… Να ξαναέρθεις πάντως γιατί δε στα ‘πα όλα υπάρχουν κι άλλα πολλά και συνέχεια ανακαλύπτονται από εσάς, η Κόρη ας πούμε, το άγαλμα… Και άλλα, να έρθεις να στα πω…» Το αγόρι ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα με ένα γλυκό χαμόγελο.

«- Πού ήσουν παιδί μου τόσην ώρα; Σε ψάχναμε με την κυρία » κάνοντας νεύμα την ξεναγό που στεκόταν αμίλητη δίπλα της… «- Ηρέμησε μαμά, με ένα φίλο μου ήμουν, από εδώ, την Αρχαία Θήρα. Και μια μέρα θα με φέρεις πάλι να το δω στο σπίτι του, στην πλαγιά της Σελλάδας» Η ξεναγός σήκωσε τα μάτια με περιέργεια, χαμήλωσε το ύψος
της στο αυτί της μητέρας και ψιθύρισε «-Η τοποθεσία αυτή εγκαταλείφθηκε οριστικά το 726 μ.Χ. μετά από ισχυρή έκρηξη του ηφαιστείου.. Εκεί που λέει ο μικρός είναι τα…» ξεροκατάπιε γρήγορα «τα νεκροταφεία!»
