Το «Ασύρτικο Κουτσιογιαννόπουλος Σαντορίνη» του ομώνυμου κτήματος αποτελεί, κατά το αμερικανικό περιοδικό, τον «πρεσβευτή» της Ελλάδας στον κόσμο του κρασιού, καθώς έλαβε την 86η θέση, λαμβάνοντας 91 βαθμούς, με άριστα το 100.
«Από μικρό παιδί το παιχνίδι μου, οι ασχολίες μου, οι κρυψώνες μου, ακόμα και οι μικρές μου αποδράσεις ήταν στο παλιό οινοποιείο του πατερά μου. Μετά το σχολείο, αλλά και τις καλοκαιρινές διακοπές τις περνούσα στα υπόγεια δίπλα στα μεγάλα βαρέλια στο οινοποιείο, μαζί με τους εργάτες υπό το βλέμμα και την καθοδήγηση του πατέρα. Μεγαλώνοντας μάζεψα τις εμπειρίες του, που με μύησαν στην οινοποίηση. Δεν ένοιωσα το οινοποιείο ποτέ σαν δουλειά. Ήταν για μένα η διασκέδαση μου, το χόμπι μου. Κάτι που έδινε μεγάλη χαρά κάθε μέρα σε κάθε κομμάτι σε κάθε στάδιο. Από το όργωμα του αμπελιού ως την εμφιάλωση .Δεν είχε καμιά σημασία το ξόδεμα του χρόνου» μας λεει ο Γιώργος Κουτσογιαννόπουλος, oινοποιός και ιδιοκτήτης του ομώνυμου Οινοποιείου και Μπουσείου Οίνου στην Σαντορίνη. «Με την πάροδο των ετών έγινε αντιληπτό ,ότι δεν έφταναν μόνο οι εμπειρίες και η αγάπη που κληρονόμησα. Χρειαζόμουν περισσότερη θεωρητική γνώση. Παρακολούθησα αρκετά σεμινάρια ,μαθαίνοντας τις νέες τεχνικές. Το πάντρεμα της τεχνολογικής εφαρμογής, με την εμπειρία, για ακόμη καλύτερο προϊόν.Οπλισμένος με νέες ιδέες, άλλαξα, σταδιακά, όλο το στήσιμο του παλιού οινοποιείου, με υπέρ σύγχρονο εξοπλισμό, νέας τεχνολογίας δίνοντας μια νότα βελτίωσης στην ποιοτική εξέλιξη. Σύντομα ήρθαν οι διακρίσεις, οι βραβεύσεις σε διαγωνισμούς , σε Ελλάδα και εξωτερικό, επιβραβεύοντας τον κόπο και την προσπάθεια. Καθημερινά λαμβάνω τα μηνύματα των καταναλωτών για το τι ζητούν, πώς θέλουν να είναι σήμερα το κρασί, μηνύματα τα οποία θα με κατευθύνουν στο μέλλον. Σαν 4η γενιά σήμερα, συνεχίζοντας την παράδοση της οικογένειας πιστεύω ότι δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι διαφορετικό στη ζωή μου. Ασχολούμαι αποκλειστικά με το κρασί νοιώθοντας μαγεμένος και ερωτευμένος με αυτό. Ο νεαρός Γρήγορης Κουτσογιαννοπουλος 5ηγενιά, είναι σήμερα μαθητής στην B’ τάξη του δημοτικού σχολείου…»
Δεν ειναι μόνο το οινοποιείο.Πρωτοστατεί και πολιτιστικά.Η ίδρυση του Μουσείου Οίνου στο ίδιο κτήμα που στεγάζεται το οινοποιείο, είναι μια πολιτιστική κληρονομιά του για το «σήμερα».Σε επιβλητικό, υπόσκαφο χώρο, 8 μέτρα κάτω από τη γη και 300 μέτρα μήκος, σε σχήμα λαβύρινθου παρουσιάζεται η ιστορία της Αμπελουργίας της Σαντορίνης.Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει το Σαντορινιό αμπελουργό, μέσα από τα εκθέματα, από το 1660 έως το 1970.Επιπλέον, γίνεται προσπάθεια σύνδεσης του κρασιού με τη διασκέδαση, όπως στην αρχαία Ελλάδα.Οργανώνονται λοιπόν κάθε Παρασκευή, στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο του οινοποιείου, γλέντια με μεγάλη επιτυχία, συνδυάζοντας το κρασί με το χορό, το φαγητό και τη διασκέδαση, ακολουθώντας τα βήματα του θεού Διόνυσου.
Η ιστορία της οικογένειας
Ξεκίνησε το 1870 από τους αδερφούς Γρηγόρη και Δημήτρη Κουτσογιαννόπουλο.Οι εξαγωγές στην Οδησσό της Ρωσίας ήταν ο κύριος όγκος των πωλήσεων από το 1870 έως το 1917.Οι Ρώσοι προτιμούσαν το Σαντορινιό ξηρό κρασί γιατί ήταν υψηλόβαθμο (17 – 18% alc ). Αλλά και το Vinsanto που το χρησιμοποιούσαν κι εκείνοι για τη θεία κοινωνία . Το κρασί μεταφερόταν με βαρέλια με τα ιστιοφόρα της εποχής. Στα βαρέλια μεταγγίζονταν με τους ασκούς ( τουλούμια ) που ήταν από δέρμα θηλυκού ζώου , κυρίως κατσίκας.Η Ρωσική Επανάσταση το 1917, κλείνει το κεφάλαιο εξαγωγές. Ανοίγουν όμως νέες αγορές στη Δυτική Ευρώπη, Γαλλία και Ιταλία. Η προτίμηση του Σαντορινιού κρασιού επιβεβαιώνει την υψηλή ποιότητα του κρασιού.Πριν έρθει στο οινοποιείο μας το πρώτο εμφιαλωτήριο το κρασί πουλιόταν χύμα, εντός Σαντορίνης με το σέκι ( 1 σέκι = 10 λίτρα ) , στους λιγοστούς πελάτες στο νησί. Απλά γιατί η κάθε οικογένεια παρασκεύαζε το δικό της κρασί.To 1967 αρχίζει να λειτουργεί το εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος (ΔΕΗ) στην Σαντορίνη.Το 1970 έρχονται τα πρώτα ηλεκτρικά μηχανήματα , τα οποία βοηθούν στην καλυτέρευση της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά κυρίως της ποιότητας του Σαντορινιού κρασιού.Το οινοποιείο μας ξεκινάει, το 1970 με τα πρώτα ημιαυτόματα οινοποιητικά και εμφιαλωτικά μηχανήματα , εγκαινιάζοντας δειλά – δειλά την εμφιάλωση. Πρώτες ετικέτες της εποχής VOLCAN & LAVA.Το κοινό δεν ανταποκρίθηκε θετικά σε αυτό το νεωτερισμό. Συνέχισε να εμπιστεύεται το χύμα κρασί που παραδοσιακά έφτιαχνε στις κάναβες του, αντιμετωπίζοντας το εμφιαλωμένο με καχυποψία όσον αφορά την ποιότητά του. Πίστευε δηλαδή ο κόσμος ότι περιέχει «φάρμακα» .Σήμερα το οινοποιείο συνεχίζει, η τέταρτη γενιά με τη φροντίδα, το μεράκι και την επίβλεψη του ιδιοκτήτη Γιώργου Κουτσογιαννόπουλου.Σύγχρονα μηχανήματα από ανοξείδωτο χάλυβα αντικατέστησαν όπως ήταν φυσικό τα ξύλινα σκεύη και εργαλεία.
Εξοπλισμένο λοιπόν με την τελευταία λέξη της σημερινής τεχνολογίας, με μεγάλη εμπειρία στο Σαντορινιό αμπελώνα και τις δυνατότητες των τοπικών ποικιλιών του σταφυλιού, παράγει πολύ υψηλής ποιότητας κρασί।Η διατήρηση και βελτίωση της ποιότητας των κρασιών και η αισθητική παρουσία φιάλης και ετικέτας ολοκληρώνουν την εικόνα ενός συνόλου διαρκώς ποιοτικότερου.
πηγή:kykladesnews.