Ποια ήταν η πραγματική ιστορία, και πώς η μόδα του αντικληρικαλισμού συσκοτίζει τα ιστορικά γεγονότα
Δεν πέρασε πολύς καιρός, από τότε που στην παρουσίαση του περιοδικού «νέος Ερμής ο Λόγιος» είχαμε γράψει πως, «η νεωτερική εποχή και η ειδωλοποίησή της ιδεολογίας της, έχουν ανάγκη από μια σειρά μύθους για να εδραιωθούν» και είναι επιτέλους ανάγκη να γίνει «αποκάλυψη των μύθων της νεωτερικότητας»[1].
Πρόσφατα λοιπόν, βρήκαμε ένα άρθρο για τον Θεόφιλο Καΐρη που έχει γράψει ο δημοσιογράφος Δημήτρης Καμπουράκης και έχει δημοσιευτεί στον ιστοχώρο protagon.gr, ένα κείμενο με τόσα προβληματικά σημεία, που φτάνει στο σημείο να διηγείται μια ιστορία εντελώς διαφορετική από την πραγματική.
Δεν πιστεύουμε ότι σκοπός του δημοσιογράφου ήταν να παραποιήσει την ιστορία. Κατά τη δική μας αντίληψη, είχε σκοπό να παρουσιάσει με απλά λόγια μια πτυχή της ιστορίας και να δείξει ότι η χώρα αυτή έχει αδικήσει στο παρελθόν ανθρώπους που της πρόσφεραν πολλά. Όμως, η απουσία πολλών βασικών στοιχείων της υπόθεσης και οι έντονα ιδεολογικοποιημένες ερμηνείες των γεγονότων, δημιούργησαν ένα αποτέλεσμα που δικαιώνει την άποψή μας για την ανάγκη αποκάλυψης των μύθων της νεωτερικότητας.
Δυστυχώς, παρά τις όποιες προθέσεις, η λάθος αντίληψη περί διαχωρισμού των πνευματικών φορέων της ιστορικής εκείνης περιόδου που έζησε ο Καΐρης, σε «σκοταδιστές» και «φωταδιστές», αποτελεί μια μηχανική αναπαραγωγή των στερεοτύπων της εισαγόμενης ψευδο-διαφωτιστικής νοοτροπίας (από την οποία έχουμε υποστεί πλύση εγκεφάλου εδώ και χρόνια), η οποία δεν είναι ικανή να περιγράψει τις συνθήκες της εποχής.
Έτσι λοιπόν, το κείμενο του κ. Καμπουράκη θα μας δώσει την ευκαιρία να δείξουμε ότι τα στερεότυπα του «διαφωτισμού» δεν προάγουν την ιστοριογραφία, αλλά ουσιαστικά αποτελούν έναν μηχανισμό παραγωγής, νεώτερης ελληνικής μυθολογίας.
2. Ο Καΐρης και η «θεοσέβεια»
Πρέπει λοιπόν πρώτ’ απ’ όλα να γνωρίζουμε ότι ο Θεόφιλος Καΐρης (1784-1853), ήταν «λόγιος ιερωμένος, θεολόγος και φιλόσοφος, από παλαιά οικογένεια της Άνδρου [...] για την περίοδο του Αγώνα, είναι γνωστό ότι ο Καΐρης έζησε σε όλη τους την κλίμακα τα επαναστατικά γεγονότα. Μυημένος έγκαιρα στη Φιλική Εταιρεία [...] έλαβε μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, τραυματίσθηκε και ταλαιπωρήθηκε από κακουχίες, εξελέγη επανειλημμένα ‘παραστάτης’ της Άνδρου στις Εθνικές Συνελεύσεις και εργάσθηκε για τη σύνταξη και εφαρμογή τού Συντάγματος»[2].
Επρόκειτο για μια εξέχουσα προσωπικότητα, για έναν σεβαστό ήρωα του Αγώνα, και -αντίθετα με όποιους λανθασμένους ισχυρισμούς- «η προσφορά του […] τιμήθηκε λαμπρά»[3] και ο Καΐρης απόλαυσε τον σεβασμό και την εκτίμηση από την πατρίδα, το κράτος και την Εκκλησία (θα τα δούμε αυτά αναλυτικά).
[Σημείωση: στο εξής, με πράσινο χρώμα θα παραπέμπουμε όχι μόνο σε αυτούσια παραθέματα από το άρθρο του κ. Καμπουράκη, αλλά και στις θέσεις, τις ιδέες και τις προτάσεις που προκύπτουν από το κείμενό του.]
Τα προβλήματα που προέκυψαν, δεν σχετίζονταν ούτε με την «ελευθερία συνείδησης» την οποία σαφέστατα και είχε ο Καΐρης, ούτε και με κάποιον «εκκλησιαστικό σκοταδισμό ενάντια στη γνώση και την επιστήμη». Η ελευθερία συνείδησης ήταν συνταγματικά κατοχυρωμένη και δεδομένη ακόμα και από την εποχή του Αγώνα. Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν ο Καΐρης ίδρυσε μια πανθεϊστική-φυσιοκρατική θρησκεία την οποία ονόμαζε «θεοσέβεια», στην οποία όμως θέλησε να προσηλυτίσει τους μαθητές του με απατηλά μέσα και εν αγνοία των γονιών τους, πράγμα που απαγορευόταν ρητά.
Το «Άρθρον 1» του Συντάγματος του 1844 (το οποίο Σύνταγμα, γνώριζε πολύ καλά ο Καΐρης, αφού εξαιτίας του επέστρεψε στην Ελλάδα) είναι καταπέλτης ενάντια σε κάθε παραχάραξη του ζητήματος που προέκυψε:
«Η επικρατούσα θρησκεία εις την Ελλάδα είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, πάσα δε άλλη γνωστή θρησκεία είναι ανεκτή, και τα της λατρείας αύτης τελούνται ακωλύτως υπό την προστασίαν των Νόμων, απαγορευομένου του προσηλυτισμού, και πάσης άλλης επεμβάσεως κατά της επικρατούσης θρησκείας».
Και φυσικά, τα περί απαγόρευσης του προσηλυτισμού, ισχύουν και με το άρθρο ια΄, του από 23/7/1833, Βασιλικού διατάγματος (βλ. Φαρμακίδης Θεόκλητος, «Απολογία», εν Αθήναις 1840, σελ. 176).
Ασφαλώς, δεν θα αναλύσουμε εδώ τη σημασία της θρησκευτικής πίστης για τους Έλληνες. Όταν όμως γράφουμε ένα ιστορικό κείμενο, οφείλουμε να έχουμε πρώτα κατανοήσει ότι τα δεδομένα μας δεν έχουν σχέση με το σήμερα, αλλά με την περίοδο του 1821, διακόσια χρόνια πριν. Δεν ενδιαφέρει κανέναν η προσωπική άποψη ενός συγγραφέα για τις λαϊκές αξίες μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Εκείνος οφείλει να εξετάσει τα γεγονότα, βασισμένος στο σύστημα αξιών της εποχής.
Έχουμε κατ’ επανάληψη γράψει για το απαράδεκτο επιστημονικό σφάλμα του αναχρονισμού:
«[...] ο αναχρονισμός αποτελεί ‘’το θανάσιμο αμάρτημα του ιστορικού’’. Τίποτε δεν είναι πιο σοβαρό… από το […] να μιλάμε για τον εαυτό μας πιστεύοντας ότι δίνουμε το λόγο στους ανθρώπους άλλων εποχών»[4].
Στα χρόνια που ανέκυψαν τα προβλήματα με τον Καΐρη, η ανάμνηση του Αγώνα ήταν ακόμα ζωντανή και οι άνθρωποι που αγωνίστηκαν και οι οικογένειες των νεκρών, ήξεραν καλά ότι για να αποκτήσουν το ελεύθερο κομμάτι γης που κατείχαν, είχαν όλοι «συμφωνήσει» σε κάποιες αξίες που τις θεωρούσαν ιερές. Δεν τις θεωρούσε ιερές μόνο κάποια «εκκλησιαστική ιεραρχία», όπως δημιουργείται συχνά η εντύπωση· τις θεωρούσε ιερές ο ίδιος ο λαός στη μέγιστη πλειοψηφία του. Τα κείμενα του Αγώνα είναι αδιάψευστα:
«[...] πολεμούμεν προς τους φονείς, προς τους δημίους [...] προς τους ληστάς Οθωμανούς [...] Ως χριστιανοί, ούτε ήτον, ούτε είναι δυνατόν να πειθαρχήσωμεν, δεσποζόμενοι από τους θρησκομανείς μωαμεθανούς, οι οποίοι κατέσχιζον και κατεπάτουν τας αγίας εικόνας, κατηδάφιζον τους ιερούς ναούς, κατεφρόνουν το ιερατείον, εβλασφήμουν, υβρίζοντες το θείον όνομα του Ιησού, τον τιμίον Σταυρόν, και μας εβίαζον ήτοι να γενόμεν θύματα της μαχαίρας τους, αποθνήσκοντες χριστιανοί, ή να ζήσωμεν Τούρκοι, αρνηταί του Χριστού και οπαδοί του Μωάμεθ [...]
Την 5 Μαρτίου 1827, εν Τροιζήνι»[5].
Τα αναλόγου περιεχομένου κείμενα είναι τόσο πολλά, που ουδείς πρέπει να «απορεί» για ποιο λόγο «η επικρατούσα θρησκεία εις την Ελλάδα είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας». Η ελευθερία οφείλεται στο αίμα του λαού, και δεν μπορούμε να του κάνουμε υποδείξεις για το τι θα έπρεπε να πιστεύει…
Και πάλι όμως, για έναν τέτοιο τόπο και έναν λαό που θεωρεί τις θρησκευτικές του αξίες ζήτημα ζωής και θανάτου, η πρόβλεψη ότι «πάσα δε άλλη γνωστή θρησκεία είναι ανεκτή, και… υπό την προστασίαν των Νόμων» είναι κάτι παραπάνω από προοδευτική.
Όμως, ο Καΐρης δεν πραγματοποιούσε τελετές γνωστής θρησκείας σε ήδη υπάρχων λατρευτικό σώμα (π.χ. μουσουλμάνους, ρωμαιοκαθολικούς, προτεστάντες κ.λπ.). Από την Ιερά Σύνοδο κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις, επειδή φορώντας το ράσο, «εξηκολούθησεν υποκριτικώς παριστών εαυτόν ως χριστιανόν ιερέα και ορθόδοξον διδάσκαλον»[6] όντας πανθεϊστής!
Δεν υπήρξε ποτέ ζήτημα δικαιώματος «να σκέφτεται ελεύθερα και να λέει ανεμπόδιστα αυτά που πιστεύει» ο Καΐρης. Τα περί «ελευθερίας συνείδησης» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια υποστηρικτική γραμμή των οπαδών του, η οποία στηριζόταν και στο γεγονός ότι ο Καΐρης φρόντιζε να διατυπώνει τις δημόσιες θέσεις του με διφορούμενο τρόπο ώστε να μην προκύπτει εμφανής αντιχριστιανισμός από τις δηλώσεις του.
3. Ήταν όλοι «θρησκόληπτοι» και «θεοκράτες» εκτός από τον Καΐρη;
Σύμφωνα λοιπόν με τον κ. Καμπουράκη, ο Καΐρης, «μιλούσε για τις φυσικές επιστήμες, όχι για τυφλή πίστη στον Θεό […] Έφτιαξε ένα δικό του φιλοσοφικό σύστημα που ονόμασε «Θεοσέβεια», στο οποίο παραδεχόταν μεν την ύπαρξη ενός ασύλληπτου στον ανθρώπινο νου ανώτατου όντος, εμμέσως όμως απέρριπτε το δόγμα της Αγίας Τριάδας και τις ευαγγελικές παραδόσεις». Επίσης, σύμφωνα με τον γνωστό δημοσιογράφο, υπήρξε εχθρότητα απέναντι στον «προοδευτικό» Καΐρη, από «θεοκράτες» και «θρησκόληπτους».
Δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια να καταλάβουμε την αντίφαση του παραπάνω αποσπάσματος. Τα «όχι τυφλή πίστη στον Θεό» και «παραδεχόταν την ύπαρξη ενός ασύλληπτου στον ανθρώπινο νου ανώτατου όντος» είναι εντελώς αταίριαστα μεταξύ τους και γι’ αυτό ακατανόητα. Αν, όπως λέει ο συγγραφέας, το «δόγμα της Αγίας Τριάδας και οι ευαγγελικές παραδόσεις» αποτελούν «τυφλή πίστη», για ποιο λόγο το «ασύλληπτο ον», που δεν μπορεί να «συλληφθεί» από τον νου μας στα πλαίσια του επιστητού, δεν αποτελεί «τυφλή πίστη»;! Το «δύο μέτρα και δύο σταθμά» δεν είναι ωραίος τρόπος για να υποστηρίξεις κάποιον.
Ακατανόητα όμως ηχούν και οι επαναλαμβανόμενες αναφορές του κ. Καμπουράκη σε «θεοκράτες» και «θρησκόληπτους».
Για ποιο λόγο όμως, ο Καΐρης δεν ανήκει σε αυτούς;
Ο Θεόφιλος Καΐρης, ήταν ιδρυτής της «Θεοσέβειας», δηλ. μιας δικής του σεκταριστικής θρησκείας της οποίας το όνομα, έλεγε ότι του το έδωσε ο ίδιος ο… Θεός, χαράσσοντάς με χρυσά γράμματα στον ουρανό τις λέξεις ‘’Θεόν σέβου’’[7]!
Απορούμε λοιπόν, για ποιο λόγο ο Καΐρης που επικοινωνεί απευθείας με τον Δημιουργό, με… γραπτά μηνύματα τυπωμένα στον ουρανό, δεν χαρακτηρίζεται στο κείμενο ως «θρησκόληπτος»...
Επιπλέον όμως, ο Καΐρης, χαρακτηρίζεται από τον κ. Καμπουράκη, ως «σεμνός». Όμως, αυτό ισχύει μόνο για τον πρότερο βίο του.
Διότι, «ο σεμνός αυτός άνθρωπος», αφού λεηλάτησε τους λειτουργικούς και άλλους Τύπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας[8] έβγαλε από τη θρησκεία του εντελώς τον Χριστό[9] και στη θέση του Ιησού, έβαλε τον εαυτό του ως ιδρυτή, φτιάχνοντας και ένα νέο ημερολόγιο[10] στο οποίο αντικατέστησε «την από Χριστού χρονολογίαν»[11] με το έτος 1801, χρονιά έναρξης των ευρωπαϊκών του σπουδών[12], ή το πιθανότερο, έτος το οποίο διάλεξε για να «εξάρει έτσι τον ΙΘ΄ αι., τον αιώνα του, που εθεωρείτο γενικά αιώνας προόδου και φώτων»[13]!
Τελικά, «ο σεμνός αυτός άνθρωπος» αυτοανακηρύχτηκε ηγέτης μιας νέας θρησκείας, με χαρακτηριστικά «θεοκρατικής» και σεχταριστικής θρησκευτικής δέσμευσης, με σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις:
«Το σύστημα του Καΐρη είχε […] και κοινωνικές προεκτάσεις. Ήταν τρόπος ζωής, που κάλυπτε και τον κοινωνικό χώρο, με την απαραίτητη γι’ αυτό πλαισίωση. Άρχιζε από τη λατρεία -δικής του επινόησης: ειδικά σχεδιασμένος ναός, ειδικές εορτές και τελετές, προσευχές και ύμνοι, ειδικοί κληρικοί […] Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν οι πληθωρικές ηθικές διατάξεις, που όριζαν προγραμματικά τη ζωή των ‘θεοσεβών’, η σεχταριστική μορφή της κοινωνίας του -αποκοπή (ιδεολογική και βιωτική) από την υπόλοιπη κοινωνία, που θεμελιωνόταν και πρακτικά με τον περιορισμό των γάμων μέσα στο θεοσεβικό χώρο, και η απόρριψη explicite της υπόλοιπης κοινωνίας: ‘’συναγελασμοί και αυτοίς τοις αγελαστικοίς ζώοις ανοίκειοι’’»[14].
Όπως σημειώνει και ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ο Καΐρης:
«Απηγόρευε πάσαν επιμειξίαν αυτών και επικοινωνίαν προς τους μη θεοσεβικούς, και εξέδωκε διατάξεις περί γάμου των θεοσεβών ανδρών μετά θεοσεβών μόνον γυναικών, περί της ηλικίας, εν ή έδει να συνάπτωσι γάμον, και περί των βαθμών συγγενείας προς σύναψιν γάμου ως και περί της των τέκνων ανατροφής»[15].
Άραγε, αυτά οφείλει να κάνει κάθε «σεμνός άνθρωπος» με «ανθρωπολογικό προσανατολισμό» που δεν είναι ούτε «θρησκόληπτος» αλλά ούτε και… «θεοκράτης»;
4. Ο Καΐρης που δήθεν, «δεν υποχωρούσε σε θέματα συνείδησης»
Σε μία άλλη τοποθέτησή του ο κ. Καμπουράκης, εκφράζει τη βεβαιότητα πως «ο Καΐρης δεν υποχωρούσε σε θέματα συνείδησης».
Δυστυχώς, θα δούμε πως ο Καΐρης υποχωρούσε σε θέματα συνείδησης, και πάρα πολύ μάλιστα... Όλες οι ενέργειές του ήταν όχι μόνο μυστικές και κρυφές, αλλά το κυριότερο, υποκριτικές. Για να καταφέρει να επιτύχει τους στόχους του, οι οποίοι ήταν αποτέλεσμα μακρού και επίμονου σχεδιασμού, διέπραξε μια σειρά από απαράδεκτες ενέργειες, αταίριαστες με τον παλιό καλό εαυτό του.
Καταρχάς, έχοντας καταστρώσει πλήρες σχέδιο, και αποκρύπτοντας τις προθέσεις του, πέτυχε από διάκονος να χειροτονηθεί πρεσβύτερος.
Ξέρουμε ότι «το 1803 έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη» όπου «αρχικά παρακολούθησε μαθήματα φυσικομαθηματικών και φιλοσοφίας στην Πίζα, και από το 1807 συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι», ενώ «το 1810 επέστρεψε στην πατρίδα»[16].
Για τους μελετητές θεωρείται πολύ πιθανόν ότι ο Καΐρης έχασε την πίστη του ήδη από την εποχή των σπουδών του στο Παρίσι:
«Εν Παρισίοις ευρισκόμενος ο Καΐρης ησθάνθη πιθανώτατα τον πρώτον εις τας χριστιανικάς πεποιθήσεις του κλονισμόν»[17].
Αυτό σημαίνει ότι, αρκετά πριν το 1829 που ξεκίνησε την πενταετή ευρωπαϊκή του περιοδεία[18] με σκοπό «τη συγκέντρωση χρημάτων για το Ορφανοτροφείο της Άνδρου», στο μυαλό του δούλευε το σχέδιο της «θεοσέβειας». Γιατί λοιπόν «είχε ζητήσει να χειροτονηθεί ιερέας»[19] αμέσως πριν ξεκινήσει το μάζεμα χρημάτων;
Είναι προφανές.
Ο Καΐρης, που τάχα «δεν υποχωρούσε σε θέματα συνείδησης», ζήτησε να γίνει πρεσβύτερος για να μην κινήσει υποψίες ώστε να μαζέψει ευκολότερα τα χρήματα, «περιερχόμενος τόσα μέρη του εγνωσμένου κόσμου με το ένδυμα του ιερέως, και ζητών ελεημοσύνας εν ονόματι του Χριστού»[20].
Ο κ. Καμπουράκης, δυστυχώς δεν γνωρίζει τα γεγονότα, και εντελώς αβασάνιστα μας λέει ότι, τάχα, η Εκκλησία είχε πρόβλημα επειδή ο Καΐρης έκανε πρωτοποριακά «πράγματα για την εποχή» του, και επειδή «διέθετε έναν ανθρωπολογικό προσανατολισμό στη σκέψη του που εξόργιζε τους συντηρητικούς και τους θεοκράτες»! Επίσης μας λέει ο γνωστός δημοσιογράφος, ότι ο Καΐρης «μάζεψε εισφορές και χωρίς καμιά κρατική βοήθεια, τον Σεπτέμβριο του 1835 λειτούργησε για πρώτη φορά το εκπαιδευτήριό του»!
Η Εκκλησία όμως, όχι μόνο δεν είχε πρόβλημα, αλλά επιπλέον, το Πατριαρχείο ήταν αυτό που έδωσε στον Καΐρη και χρήματα, αλλά και την απαραίτητη έκταση γης(!) για να στήσει το Ορφανοτροφείο-Διδασκαλείο του:
«…ο δε τότε Πατριάρχης ΚΠόλεως Κωνστάντιος Α΄ ο από Σιναίου, ου μόνον χρηματικήν βοήθειαν έδωκεν αυτώ αλλά και οικόπεδον παρεχώρησεν εν Άνδρω, ανήκον εις το εκεί Μετόχιον της Μονής του Όρους Σινά, προς ίδρυσιν του Ορφανοτροφείου»[21]!
Όταν λοιπόν γράφουμε «μάζεψε εισφορές», δεν μπορεί να αποκρύπτουμε ότι από την Εκκλησία έλαβε χρήματα και την έκταση που του ήταν απαραίτητη! Κατά συνέπεια, πέφτουν στο κενό τα περί αντίθεσης της Εκκλησίας στην νέα γνώση και - τι υπερβολή!- τα περί αντίθεσης της Εκκλησίας στον «ανθρωπολογικό προσανατολισμό» του Καΐρη!
Ίσα-ίσα, θα δούμε παρακάτω ότι το Πατριαρχείο μέχρι και μαθητές του έστελνε του Καΐρη, πράγμα που αποδεικνύει ότι για την Εκκλησία υπήρξε ένα και μόνο ζήτημα: ο ύπουλος προσηλυτισμός από έναν άνθρωπο που, δήθεν, «δεν υποχωρούσε σε θέματα συνείδησης», όμως παραβίασε πρωτ’ απ’ όλα τις προσωπικές του ηθικές και θρησκευτικές αξίες, αφού χωρίς καν να πιστεύει, ορκίστηκε πίστη στον Χριστό(!), ορκίστηκε να διαφυλάσσει τα δόγματα μια πίστης που δεν αποδεχόταν, και παρέμεινε συνειδητά μεταμφιεσμένος σε ορθόδοξο ιερέα(!), ενώ είχε χάσει την πίστη του στην ορθοδοξία σχεδόν είκοσι χρόνια πριν ιδρύσει τη σχολή του!
Ταυτόχρονα, ο άνθρωπος που «δεν υποχωρούσε σε θέματα συνείδησης», αφού πήρε λεφτά και γη από την Εκκλησία, ενήργησε με σκοπό να προσηλυτίσει στη θρησκεία του τους μαθητές, εν αγνοία των γονιών τους. Και ενώ οι γονείς εμπιστεύτηκαν στα χέρια του Καΐρη ό,τι πολυτιμότερο είχαν[22], εκείνος για να τους ρίχνει «στάχτη στα μάτια», έπαιρνε τα ορφανά του ιδρύματος και πήγαινε τις Κυριακές στην Εκκλησία, «κοινωνών των θείων μυστηρίων μετά των ορφανών»[23]!
Αν αυτά κάνουν οι άνθρωποι που υποτίθεται «δεν υποχωρούν σε θέματα συνείδησης» και «είναι υπέρμαχοι της ελεύθερης σκέψης», τότε ποιοι είναι οι απατεώνες και οι υποκριτές;
Είναι δυστυχώς λυπηρή η τοποθέτηση του Καΐρη επάνω στο ζήτημα αυτό, ο οποίος όταν ρωτήθηκε από μαθητές του, «αφ' ου ήδη αποκρούει τον χριστιανισμόν, διατί προ ολίγων ετών εχειροτονήθη πρεσβύτερος»[24], είπε τα εξής απίστευτα:
«‘’Απεφάσισα να προαχθώ εις όλους τους ιερατικούς βαθμούς, πρώτον μεν ίνα επέλθη και εις εμέ το άγιον Πνεύμα(!) αλλ' αφού είδον ότι δεν επήλθεν(!) ανεχαιτίσθην δεύτερον δε, επί τη πεποιθήσει, ότι και παρ' άλλοις εγεννήθη όμοιος περί χριστιανισμού ενδοιασμός και ενδέχεται να μη τολμώσι να εκμυστηρευθώσι τα ενδόμυχα τις πεποιθήσεως των εις μικρού αξιώματος κληρικόν’’»[25].
Η ομολογία του Καΐρη ότι δεν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από πίστη στην Ορθοδοξία και αγάπη για το λειτούργημα, διατυπώθηκε δυστυχώς με τις παραπάνω ατυχείς εκφράσεις. Είναι υποκριτικό και ασόβαρο, να ισχυρίζεται ότι έγινε ιερέας για να «καλέσει» με το ράσο και τον βαθμό του πρεσβυτέρου το… Άγιο Πνεύμα, λες και ήταν ο μάγος της φυλής! Με τον τρόπο αυτό δείχνει όχι μόνο το μέγεθος της υποκρισίας, αλλά και ότι πιθανόν, θεωρούσε εντελώς αφελείς τους οπαδούς του[26].
5. Οι αυτονόητες συνέπειες, για κάποιον που εν αγνοία των γονιών, δίδασκε στα παιδιά τον πανθεϊσμό, μεταμφιεσμένος σε ορθόδοξο παπά…
Όταν πλέον οι φήμες για το προσηλυτιστικό σύστημα του Καΐρη έχουν πολλαπλασιαστεί, αρχικά, η Ιερά Σύνοδος στις 10 Ιουλίου 1839, στέλνει μια πολύ ήπια επιστολή στον Καΐρη, (την οποία υπογράφει ως Γραμματέας της Συνόδου ο επίσης υπέρμαχος της παιδείας και της επιστήμης, Θεόκλητος Φαρμακίδης) και με σεβασμό τον προσφωνεί «ελλογιμώτατον διδάσκαλον […] μεταξύ των διακεκριμένων κληρικών συναριθμούμενος και παρά πάντων τιμώμενος των ομογενών, ο καθηγητής της ακραιφνούς φιλοσοφίας και διδάσκαλος ζηλωτής της αληθούς παιδείας, ο ευσεβής και φιλόχριστος Θεόφιλος»[27].
Η Σύνοδος δηλώνει σαφώς, ότι το άκουσμα των ειδήσεων «είναι λυπηρόν και φρικώδες, τόσον αφ’ ετέρου θεωρείται απίστευτον, καθ’ ο αναφέρεται κατά του ατόμου της ελλογιμότητός σου, ως απάδον και εις τα φιλοσοφικά φώτα σου»[28].
Ορθά λοιπόν ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος τονίζει την «μετριοπάθεια της επιστολής»[29] και ο Κων/νος Οικονόμος μιλάει για την «πραότητα», τη «δικαιοσύνην» και την «απάθειαν» του συνοδικού κειμένου[30]. Κατά συνέπεια, ο σεβασμός στο πρόσωπο του Καΐρη ήταν προφανής.
Κι όμως, ο υπέρμαχος της «ελευθερίας συνείδησης», Καΐρης, ενώ έχει λαμπρή ευκαιρία να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, επιθυμεί να συνεχίσει την απάτη που ξεκίνησε και να εξακολουθεί να παριστάνει τον ορθόδοξο ιερέα…
Στην απάντηση που έστειλε στην Σύνοδο ένα μήνα μετά (7 Αυγούστου) ο Καΐρης όχι μόνο δεν παραδέχεται τα πιστεύω του, αλλά «εξεγείρεται» κιόλας, επειδή λέει, τον συκοφαντούν «επίτηδες […] ως αθετούντα τα πατρώα δόγματα»[31]!
Και με υποκρισία, προσθέτει:
«τρομερώτερον» και από την αφαίρεση «της ζωής» είναι «του συνειδότος η αθέτησις και καταπάτησις»[32], και τονίζει ότι οι πληροφορίες της Συνόδου για τη θρησκευτική διδασκαλία του «παρεμορφώθησαν»[33]!
Επειδή μερικές φορές οι άνθρωποι στηλιτεύουν άδικα την κλήση του από τη Σύνοδο (άραγε, ξεχνούν ότι ο Καΐρης φορούσε ράσο και παρίστανε τον παπά;), θα επικαλεστούμε στο σημείο αυτό την άποψη του Θεόκλητου Φαρμακίδη, ο οποίος στήριξε τον Καΐρη όσο μπορούσε, και βεβαίως, και υπέρμαχος της παιδείας ήταν, και οπαδός του Κοραή ήταν, και έγινε γνωστός ως (δεύτερος μετά τον Άνθιμο Γαζή) εκδότης του περίφημου επιστημονικού περιοδικού, «Ερμής ο Λόγιος». Ας δούμε τι γράφει για τα περί καταπάτησης της «ελευθερίας συνείδησης»:
«...δεν δύναμαι όμως να μην αποδοκιμάσω τον αμφίβολον αυτού τρόπον [δηλ. του Καΐρη] εις την εξήγησιν του εαυτού φρονήματος [...] κάνεις δεν έχει δικαίωμα να εκφέρη βίαν εις την συνείδησιν του άλλου[34] [...] Όστις όμως ανήκει εξωτερικώς εις μίαν εκκλησίαν, η εκκλησία, λαμβάνουσα θετικώς αμφιβολίαν εξ εξωτερικών σημείων περί του φρονήματος τινός των τέκνων αυτής, έχει δικαίωμα να είπη προς αυτόν ‘’θέλω να εξηγηθείς σαφώς πώς φρονείς και δοξάζεις...να ηξεύρω αν ανήκης εις εμέ ή όχι’’, και αν πληροφορηθή ότι δεν ανήκει εις αυτήν και δεν δυνηθή να τον μεταπείση, αποκηρύττει αυτόν. Ώφειλε και ο Κύριος Καΐρης να εξηγηθή σαφώς. Η αμφιβολία δεν είναι ικανή πληροφορία της Εκκλησίας [...] Ο Κύριος Καΐρης απέφυγε πλαγίως την σαφή και καθαράν εξήγησιν...»[35].
Σαφέστατα, η στάση του Καΐρη δεν ήταν ανάλογη με το κύρος του. Δεν μπορεί να μιλάει για «συκοφαντίες» και να αρνείται ότι καταπατά τη «συνείδησή» του, όταν επιχείρησε να φτιάξει εκ του μηδενός μια δική του σέκτα αντλώντας το λατρευτικό της σώμα από ορθοδόξους νεαρής κυρίως ηλικίας, τους οποίους -εν αγνοία φυσικά των ιδίων και των γονιών τους- σχεδίαζε να προσηλυτίσει εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι τον θεωρούσαν ορθόδοξο ιερέα. Κάτι τέτοιο, δεν θα το ανεχόταν κανείς ούτε και σήμερα, να στέλνει το παιδί του σε μια δραστηριότητα της αρεσκείας του, και εκεί εν αγνοία του να διδάσκουν στο παιδί του πράγματα που ουδέποτε ενέκρινε!
Όλα αυτά, δύσκολα δικαιώνουν την άποψη του κ. Καμπουράκη ότι τελικά, «η σχολή έλαμψε σαν φάρος ελεύθερης σκέψης» από έναν υπέρμαχο της «ελευθερίας συνείδησης».
Το να ζητήσει η Σύνοδος να δει αν ο κληρικός της ήταν Ορθόδοξος, ακόμα και ο Φαρμακίδης λέει ότι ήταν πράξη λογική και κατανοητή και ο Καΐρης «ώφειλεν αναντιρρήτως», να απαντήσει με ευθύ τρόπο[36]. Δυστυχώς όμως, η απάντηση του Καΐρη γεννούσε αμφιβολίες και έτσι, ήταν αδύνατο να θεωρηθεί επαρκής από τη Σύνοδο[37].
Το χειρότερο όμως είναι, ότι ο Καΐρης κράτησε παρόμοια στάση και όταν η Σύνοδος του έστειλε δεύτερη επιστολή. Ο Φαρμακίδης αναφωνεί: «πόσο έσφαλεν ο άνθρωπος!». Και συμπληρώνει ότι, για την απάντηση αυτή, ο Καΐρης κατακρίθηκε ακόμα και από τους φρονιμότερους και τους πιο μετριοπαθείς[38].
6. Η υποκρισία του Καΐρη απογοητεύει τους φίλους και θαυμαστές του
Όταν λοιπόν διατυπώνουμε ανακρίβειες μεγάλου μεγέθους, όπως π.χ. ότι ενάντια στον Καΐρη (γενικώς και αορίστως) ήταν δήθεν η «Εκκλησία» και οι «θρησκόληπτοι» ενώ υπέρ του Καΐρη ήταν «οι προοδευτικοί οπαδοί της επιστήμης και της γνώσης», ας θυμόμαστε ότι:
α) Όπως είδαμε, η Εκκλησία ήταν αυτή που έδωσε στον Καΐρη τη γη και αρκετά χρήματα για το διδασκαλείο του. Άρα, πώς ήταν ενάντια στον Καΐρη;
β)Ακόμα και «εκ του Πατριαρχείου ΚΠόλεως έσπευδον εις Άνδρον σπουδασταί, επιθυμούντες να διδαχθώσι παρά του Καΐρου»[39]! Άρα, πώς ήταν η Εκκλησία ενάντια στη γνώση και την επιστήμη όταν το Πατριαρχείο του στέλνει μαθητές να διδαχθούν μαθηματικά, γεωμετρία, φυσική, χημεία, ή αρχαία ελληνική και λατινική φιλολογία;
Έτσι, κάθε τίμιος ερευνητής σε ένα και μόνο συμπέρασμα οδηγείται: παιδεία, επιστήμη, έρευνα, είναι όλα αποδεκτά, όχι όμως η αλλοίωση της λαϊκής πίστης, και μάλιστα με προσηλυτισμό και απάτη.
Άλλωστε, οι σημαντικότεροι υποστηρικτές της παιδείας και της επιστήμης, οι πραγματικοί φωτοδότες και προοδευτικοί άνθρωποι της πατρίδας μας, που ήταν ορθόδοξοι κληρικοί και ουδόλως «διαφωτιστές»[40], ήταν ενάντια στις πράξεις και τη συμπεριφορά του Καΐρη:
Την εγκύκλιο που έστειλε η Ιερά Σύνοδος σε όλες τις ενορίες προς ενημέρωση των ορθοδόξων (3/11/1839), την υπογράφει και ο Θεόκλητος Φαρμακίδης ως Γραμματέας της Συνόδου συνυπογράφοντας ότι η θρησκεία του Καΐρη αποτελεί «προφανή ασέβεια και αθεΐα»[41]. Μάλιστα, όταν ο Φαρμακίδης ανέλαβε να μεταπείσει τον Καΐρη και έπεσε επάνω στην ξεροκεφαλιά του, «επανελθών δ' εις Αθήνας» μαρτυρείται ότι ωρυόμενος, «κακώς περί αυτού [περί του Καΐρη] εξεφράζετο, γόητα, ηλίθιον, εχθρόν της πατρίδος κάκιστον, ονομάζων τον πρότερον υπ' αυτού επαινούμενον»[42].
Αλλά και ο επίσης υπέρμαχος της παιδείας και της επιστήμης Νεόφυτος Βάμβας έψεξε «δριμύτατα...την αποστασίαν του Καΐρου»[43] και ο μεγάλος δάσκαλος Νεόφυτος Δούκας λυπήθηκε βαθιά, «προτρέπων εις μετάνοιαν και επάνοδον εις την ορθόδοξον χριστιανικήν πίστιν»[44].
Και ας μη νομίζουμε ότι και ο Κων/νος Οικονόμος είχε κάποια προηγούμενα με τον Καΐρη. Αυτό είναι μέγα λάθος:
«...περιφανής του Γένους διδάσκαλος εθεωρείτο ο Θεόφιλος Καΐρης. Φίλος ένθερμος αυτού ήτο και ο Άνθιμος Γαζής από Βιέννης επιστέλλων αυτώ, και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος από Σμύρνης»[45]. Μάλιστα, η «Ευαγγελική Σάλπιγξ», φύλλο θρησκευτικό υπό την επιρροή του Οικονόμου, έγραφε στα 1836/7: «…του κατά πάντα εναρέτου και σοφωτάτου ανδρός και κλεινού διδασκάλου ημών Κυρίου Θεοφίλου Καΐρου, όστις κατέστησε και το ευεργετικώτατον τούτο σχολείον καθώς και εαυτόν παντός επαίνου ανώτερον»[46].
Άρα λοιπόν, η Εκκλησία και πολλοί προοδευτικοί άνθρωποι που ήταν ενάντια στον Καΐρη, ήταν όλοι πρώην φίλοι και θαυμαστές του. Το απλουστευτικό σχήμα «Εκκλησία εναντίον προόδου, επιστήμης, γνώσης και παιδείας» είναι ένας ισοπεδωτικός μύθος χωρίς καμιά ιστορική βάση.
Όλοι, είχαν απηυδήσει με την ανέντιμη συμπεριφορά του Καΐρη. Το ίδιο και ο πρώην συναγωνιστής του, ο στρατηγός Μακρυγιάννης.
Αν το δικαίωμα κάποιου να μιλά, κερδίζεται με αίμα και τραύματα στους αγώνες της Ελευθερίας, τότε το δικαίωμα αυτό το έχει κερδίσει με το παραπάνω ο Μακρυγιάννης, ο οποίος, μόνο στην υπεράσπιση της Ακρόπολης των Αθηνών από τον Ιμπραήμ το 1826, τραυματίστηκε τρεις φορές. Και βεβαίως, δικαίωμα έχει να μιλά ο Μακρυγιάννης ως ο λαϊκός ηγέτης της εξέγερσης του 1843, που έφερε στα 1844 το Σύνταγμα στη χώρα[47] [48] (και μάλιστα, εξαιτίας του Συντάγματος επέστρεψε ο Καΐρης στην Ελλάδα από την αυτοεξορία του).
Όπως λοιπόν σημειώνει ο Διονύσιος Βαλαής, «ο Μακρυγιάννης χαρακτήριζε τον Καΐρη ως σοφό δάσκαλο, αλλά πικράθηκε από την εμμονή του στις αντιχριστιανικές δοξασίες του […] Κατέκρινε τον Καΐρη, γιατί με το ένδυμα του ορθόδοξου κληρικού εξαπάτησε τους γονείς των μαθητών του, οι οποίοι προσδοκούσαν την καθοδήγηση των παιδιών τους στην ορθόδοξη πίστη»[49].
7. Η εμμονή του Καΐρη να κρύβει την αλήθεια, και τα αποτελέσματα
Τελικά, μετά τις απαράδεκτες επιστολές του, ο Καΐρης κλήθηκε στην Αθήνα, και η μεταγωγή του από την Άνδρο έγινε με κυβερνητικό πλοίο στις 14 Σεπτεμβρίου 1839[50].
Στην Αθήνα, όπως παραδέχεται ο Φαρμακίδης, και πάλι, ο πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου του μίλησε «φρονίμως και απαθώς» με μια «πατρικήν ομιλίαν»[51]. Ο Καΐρης και αυτή τη φορά δεν απάντησε ξεκάθαρα και ο Φαρμακίδης ομολογεί ότι «και αυτή την φοράν εδείχθη αξιοκατάκρητον το πολίτευμα του Καΐρου»[52].
Η Σύνοδος ήθελε φυσικά να κλείσει όλη η δυσάρεστη κατάσταση, να καθαιρέσει τον Καΐρη και να επικυρώσει έτσι την άρνησή του να είναι ορθόδοξος κληρικός. Όμως «η καθαίρεσή του -το κανονικά επιβεβλημένο και γι’ αυτό δίκαιο εκκλησιαστικό μέτρο- μολονότι αποφασίζεται το 1839, εφαρμόζεται το 1841»[53].
Αυτό ήταν το μοναδικό σημαντικό πρόβλημα που εμπόδισε την υπόθεση να λήξει με ήπιο τρόπο. Διότι, η Κυβέρνηση, εξαιτίας διαμαρτυριών των οπαδών του Καΐρη πλαισιωμένων από αντιπολιτευτικές δυνάμεις, δεν ήθελε να χειροτερέψει την κατάσταση και έτσι ζήτησε από τη Σύνοδο να αναβάλει την αποπομπή του. Μάλιστα, για να μην υπάρξουν αντικυβερνητικές εκδηλώσεις, η κυβέρνηση ζήτησε από την Ιεραρχία να δημοσιεύσει έγγραφο που να ζητά εκείνη την αναβολή της καθαίρεσης, με σκοπό τη μετάνοια του Καΐρη. Έτσι κι έγινε, και ο Καΐρης (ο οποίος εξακολουθούσε να μην παραδέχεται ότι δεν είναι ορθόδοξος) παρέμεινε στη δικαιοδοσία της Συνόδου ως κληρικός της και στάλθηκε υποχρεωτικά σε κοινοβιακό μοναστήρι στη Σκιάθο και μετά από 4 μήνες σε άλλο μοναστήρι στη Σαντορίνη[54].
Ο κ. Καμπουράκης γράφει δυστυχώς το ανακριβέστατο, ότι «ο Καΐρης φυλακίστηκε σε μοναστήρι της Σκιάθου, όπου έζησε ενάμιση χρόνο κάτω από άθλιες συνθήκες»!
Ασφαλώς και δεν έχουν έτσι τα πράγματα, διότι, «στη Μονή Ευαγγελιστρίας στη Σκιάθο… έμεινε τέσσερις μήνες» [55].
Όπως σημειώνει ο Κων/νος Οικονόμος, η Σύνοδος έστειλε στη Σκιάθο τον Καΐρη στις 3 Νοεμβρίου του 1839, και ζήτησε από τον ηγούμενο της μονής αν είναι δυνατόν να τον μεταπείσει και να τον φέρει πίσω στην Ορθοδοξία, ενώ και η Σύνοδος έστελνε γράμματα νουθετώντας τον.
Η βιβλιογραφία αναφέρει ότι στη Σκιάθο δεν φέρθηκαν καλά στον Καΐρη. Από τα λίγα που αναφέρει ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, φαίνεται ότι μάλλον ο Καΐρης είχε ασθενήσει αλλά δεν έτυχε της απαραίτητης περιποίησης[56], ενώ προφανώς πιεζόταν σε θεολογικές συνομιλίες και νουθεσίες οι οποίες τον κούραζαν. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι στις 4 Ιανουαρίου, η Σύνοδος έγραψε στη Σκιάθο, να μην ενοχλούν άλλο τον Καΐρη με θεολογικές συζητήσεις[57].
Τελικά, ο ηγούμενος της μονής, έγραψε στην Ιεραρχία ότι ο Καΐρης παρέμενε φυσικά αμετάπειστος, είχε όμως κλονιστεί και η υγεία του, και ζήτησε να τον μεταφέρουν αλλού. Πράγματι, «τούτο δε και εγένετο… μετατεθέντος του Καΐρου εις το εν Θήρα μοναστήριον του προφήτου Ηλιού»[58] όπου «έτυχε παρά των μοναχών πάσης δυνατής περιποιήσεως»[59] ενώ η Ιεραρχία ζήτησε εξαρχής από τους «εκείσε μοναχούς μη ενοχλείν θεολογικαίς συζητήσεσι τον νοσηλευόμενον»[60].
Εδώ είναι απαραίτητο ένα σχόλιο για τα όσα γράφει ο κ. Καμπουράκης σχετικά με τις «άθλιες συνθήκες στη Σκιάθο», το οποίο, μαζί με τη λέξη «φυλακίστηκε», μας παραπέμπει σε ακραίες καταστάσεις…
Θα πρέπει να προσέχουμε κάπως τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, να μην είναι μόνο εντυπωσιακές, αλλά και σχετικές με την πραγματικότητα. Τα δεδομένα της εποχής δεν επιτρέπουν ούτε στο ελάχιστο να σκεφτούμε ότι η παραμονή του Καΐρη στη Σκιάθο είχε σκοπό να οδηγήσει στη συντριβή του. Σε μια χρονική περίοδο με τόση ένταση, μόνο ένας απερίσκεπτος θα επιδίωκε μια κακή μεταχείριση για τον Καΐρη, αφού θα έδινε άλλοθι στους οπαδούς του και στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης που παρακολουθούσαν στενά την υπόθεση, να δημιουργήσουν μεγαλύτερα προβλήματα στην Κυβέρνηση και την Ιεραρχία.
Από εκεί και πέρα, το θλιβερό τέλος της υπόθεσης είναι γνωστό:
Από τη Σαντορίνη, πραγματοποιείται η απέλαση του Καΐρη με απόφαση της πολιτείας μεν, είχε όμως προηγηθεί δική του αίτηση για έξοδο από τη χώρα η οποία είχε διατυπωθεί από τον Σεπτέμβρη του 1839[61]. Ο Καΐρης ξαναπήγε στην Ευρώπη, στο Παρίσι και μετά στο Λονδίνο, όπου δίδασκε σε ομογενείς τα φιλοσοφικά μαθήματα.
Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1844, όταν μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 καθιερώθηκε το Σύνταγμα. Γύρισε και πάλι στο Ορφανοτροφείο του, το οποίο συντηρούσε με χρήματα από δωρεές του εξωτερικού, όμως ο Καΐρης συνέχισε τα ίδια και κατηγορήθηκε ξανά, μαζί με κάποιους μαθητές του, για προσηλυτισμό. Δικάστηκε και καταδικάστηκε τον Δεκέμβρη του 1852 να εκτίσει στις φυλακές της Σύρου ποινή «δύο ετών και δέκα ημερών»[62], όμως, στις αρχές Γενάρη του 1853 ο Καΐρης πέθανε και ο Άρειος Πάγος, μετά από αίτημα των συγγενών εξέτασε πάλι την περίπτωση, και με απόφασή του τον δικαίωσε μετά θάνατον.
Εδώ θα πρέπει να διορθώσουμε άλλη μία ανακρίβεια του κειμένου του κ. Καμπουράκη, ο οποίος γράφει: «ιδρύθηκε ειδική σχολή σωφρονισμού όσων είχαν έρθει σε επαφή με τη διδασκαλία του Καΐρη».
Αυτά, ειλικρινά δεν τα θεωρούμε σοβαρά. Τα περί σωφρονιστηρίων που αφήνουν υπονοούμενα περί βίας και καταπίεσης, είναι απαράδεκτα. Καταρχάς, όταν γίνεται ολόκληρο επεισόδιο για την δήθεν «ελευθερία συνείδησης» που επικαλούνται οι οπαδοί του Καΐρη, θα ήταν ποτέ δυνατόν να εξαναγκάσουν τους μαθητές του να κλειστούν σε «σωφρονιστήριο»; Αυτό θα πολλαπλασίαζε τις αντιδράσεις. Ούτε σωφρονιστήρια υπήρξαν, ούτε αναμορφωτήρια. Οι μαθητές του Καΐρη απλώς επέστρεψαν στα σπίτια τους[63] και η Κυβέρνηση ανέλαβε τα ορφανά που υπήρχαν ακόμη στο ίδρυμα. Το Πατριαρχείο, το μόνο που έκανε (και όφειλε να το κάνει), ήταν να στείλει μια εγκύκλιο με την οποία «καλούσε τους γονείς να αποστείλουν τα παιδιά τους στη Θεολογική Σχολή που ιδρύθηκε στο Φανάρι» ώστε να μάθουν την πραγματική ορθόδοξη πίστη μακριά από τις διαστρεβλώσεις του Καΐρη[64].
8. Πόσο «ανιδιοτελώς υπηρέτησε τη χώρα» ο Καΐρης; Οι τιμές και η υποστήριξη που απόλαυσε από την πατρίδα, την πολιτεία και την Εκκλησία
Δυστυχώς, απογοητευτικά ανακριβές είναι το κείμενο του κ. Καμπουράκη και στο σημείο που αναφέρεται στην δήθεν «αγνωμοσύνη» που συνάντησε ο Καΐρης. Είναι μάλιστα διατυπωμένο με υπερβολικές εκφράσεις και συναισθηματισμούς:
«ανταποδίδοντας, οι Έλληνες του έδωσαν ένα θάνατο που δεν άξιζε ούτε σε ψωριάρικο σκυλί», «η πατρίδα θα 'πρεπε να [τον] ευγνωμονεί και να [τον] τιμήσει», ή γράφει ειρωνικά, «η πατρίς ευγνωμονούσα» κ.λπ.
Σίγουρα, όποιος δει την κατάληξη των πραγμάτων, θα πει ότι ήταν λάθος ο εγκλεισμός ενός ανθρώπου στις φυλακές, ο οποίος πέθανε μετά από λίγες ημέρες. Για ποιον λόγο δεν αναζητήθηκε κάποια άλλη λύση, ή για ποιο λόγο θεωρήθηκε ενδεδειγμένη μια λύση που εκτός από την τραγική κατάληξη, οδήγησε και στην χωρίς λόγο ηρωοποίηση του Καΐρη, δεν γνωρίζουμε. Ο Καΐρης όμως οδηγήθηκε στην κατάσταση αυτή εξαιτίας των δικών του σφαλμάτων και προκλητικών και αντισυνταγματικών συμπεριφορών που ήδη περιγράψαμε. Και βέβαια, το τραγικό του τέλος δεν δικαιώνει ούτε στο ελάχιστο την ισοπέδωση της αλήθειας.
Διότι, καμία αγνωμοσύνη δεν έδειξε στον Καΐρη, ούτε η πατρίδα, ούτε η πολιτεία, ούτε η Εκκλησία. Το αντίθετο όμως, συνέβη σίγουρα…
1) Πώς δεν τον τίμησε η πατρίδα, όταν τον εξέλεξαν επανειλημμένα ως «παραστάτη» Άνδρου και βουλευτή στις Εθνικές Συνελεύσεις[65];
2) Πώς δεν τον τίμησε η πατρίδα, όταν ως αποτέλεσμα των αγώνων του και της προσωπικότητάς του, οι γονείς του εμπιστεύτηκαν με τόση προθυμία τα ίδια τους τα παιδιά;
3) Πώς δεν τον τίμησε η πολιτεία, όταν του πρότειναν την θέση του Καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, την οποία αρνήθηκε; Μάλιστα, ο κ. Καμπουράκης, αναφέρει ότι ο λόγος της άρνησης ήταν, κάποιες καταγγελίες του Καΐρη για «στελέχωση του ιδρύματος ως προϊόν ποικίλων συναλλαγών». Εμείς πάντως διαβάσαμε στον Αναστάσιο Γούδα ότι ίσα-ίσα, ο Καΐρης «απεποιήδη ευφήμως...τον διορισμόν αυτού ως επιτίμου καθηγητού εν τη φιλοσοφική του Πανεπιστημίου σχολή», «προβάλλων, ότι καθηγητής δεν είναι μόνον ο επί μισθώ και εν τω Πανεπιστημίω ή εν τοις γυμνασίοις του Κράτους διδάσκων, αλλ’ ο πανταχού της γης δια της διδασκαλίας και του παραδείγματος ωφελών»[66]. Στην πραγματικότητα, επειδή η πρόταση του έγινε στα 1837[67], ο Καΐρης δεν ήθελε να αφήσει το διδασκαλείο του και την ίδρυση της θρησκείας του στη μέση, επιτρέποντας σε άλλους να εισδύσουν στη σχολή του. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί και η επίμονή άρνηση του Καΐρη να επιτρέψει σε άλλον καθηγητή να εργαστεί στο Ορφανοτροφείο του, επειδή ήθελε να δρα ελεύθερα (βλ. αριθ. 5).
4) Πώς δεν τον τίμησε η πολιτεία, όταν για τις σημαντικές υπηρεσίες του, το κράτος του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, την ανώτατη τιμητική διάκριση, την οποία ο Καΐρης επίσης αρνήθηκε[68];
5) Πώς δεν τον τίμησε η πολιτεία, όταν η κυβέρνηση πρόθυμα του πρότεινε να πληρώνει τα έξοδα για να επανδρώσει το διδασκαλείο του και με άλλους καθηγητές; Όμως, «διά να μην έχει ως φαίνεται, άλλους επιτηρητάς των πράξεων και της διδασκαλίας του, ηρνήθη μετ’ επιμονής εις την Κυβέρνησιν να συμπαραλάβη δι’ εξόδων της και άλλους διδασκάλους εις το Ορφανοτροφείον, το οποίον ήθελε μόνος να διευθύνη και ως διδάσκαλος διαφόρων μαθημάτων, και ως διευθυντής»[69].
6) Πώς δεν τον τίμησε η πολιτεία, όταν «το Ορφανοτροφείον διετέλει εκτός πάσης εποπτείας του Υπουργείου της Παιδείας, διότι, και ο Καΐρης απέστερξε τοιαύτην εποπτείαν και η Κυβέρνησις απόλυτον προς αυτόν είχεν εμπιστοσύνην»[70];
7) Πώς δεν τον τίμησε η Εκκλησία, όταν τα μεγαλύτερα πνεύματα της εποχής, οι πανεπιστήμονες και υπέρμαχοι της παιδείας κληρικοί, ήταν φίλοι και θαυμαστές του, μέχρι να φροντίσει ο ίδιος ο Καΐρης να γκρεμίσει με «παιχνίδια», υποκρισίες και απάτες, το κύρος του;
8) Πώς δεν τον τίμησε η Εκκλησία, όταν σχεδόν τον παρακαλούσε με απανωτές επιστολές, να συνέλθει και τουλάχιστον να σταματήσει να υποκρίνεται;
9) Πώς δεν τον τίμησε η Εκκλησία, όταν το ίδιο το Πατριαρχείο του έστελνε μαθητές να διδαχθούν κάθε νέα επιστήμη;
10) Πώς δεν τον τίμησε η Εκκλησία, όταν, όπως είδαμε, το Πατριαρχείο του έδωσε και χρηματική βοήθεια αλλά και την απαραίτητη έκταση γης για να χτίσει το Ορφανοτροφείο;
Δυστυχώς, το κείμενο του κ. Καμπουράκη έχει λάβει εξαρχής μια εντελώς απόλυτη και ιδεολογικοποιημένη θέση, ώστε τελικά καταγράφει μια άλλη ιστορία, πάντως όχι αυτή του Καΐρη…
9. Ο Καΐρης, τα… «άντερα του αιρετικού» και ο ασβέστης!
Κλείνοντας το άρθρο μας, θα θέλαμε να αναφερθούμε και στην «πιασάρικη» μαρτυρία περί του «ασβέστη στα σπλάχνα του Καΐρη», η οποία άλλωστε έδωσε και τον επίσης «πιασάρικο» τίτλο στο κείμενο του κ. Καμπουράκη.
Το γεγονός ότι ο Καΐρης θάφτηκε γρήγορα και χωρίς τιμές επειδή η ταφή του θα ήταν αφορμή για πολιτική εκμετάλλευση και αντικυβερνητικές εκδηλώσεις, στο κείμενο του κ. Καμπουράκη μετατρέπεται σε ένα χείμαρρο από στομφώδεις εκφράσεις, με πρωταγωνιστή το συμπαθές οικοδομικό υλικό:
«Άνοιξαν τον πρόχειρο τάφο, έβγαλαν έξω το σώμα του, το άνοιξαν με μαχαίρι, έβγαλαν τα σπλάχνα του, γέμισαν την κοιλιά του με ασβέστη, τον παράτησαν έτσι κι έφυγαν».
Και αλλού:
«Η ταφή του στο βρομερό λοιμοκαθαρτήριο και η εκταφή του την επομένη από «άγνωστους» φανατικούς που γέμισαν το πτώμα του με ασβέστη, θα αποτελεί αιώνιο όνειδος για τη χώρα την οποία (μαζί με άλλους) ελευθέρωσε και ανιδιοτελώς υπηρέτησε».
Είναι αλήθεια ότι στο διαδίκτυο, σε blog και ιστοσελίδες με αντικληρικαλικό περιεχόμενο, μέχρι και σε άρθρα εφημερίδων, ο ασβέστης του Καΐρη, κάνει θραύση.
Ξέρουμε όμως ότι χωρίς πηγές, καμία σημασία δεν έχει μια τέτοια αναφορά.
Αρχικά, θεωρήσαμε ότι οι μαρτυρίες που υπάρχουν, είναι επαρκείς. Και αυτό, επειδή την αναφορά στον ασβέστη την βρήκαμε σε δύο παλαιές εγκυκλοπαίδειες:
α) στο λήμμα «Καΐρης θεόφιλος», στο συλλογικό έργο: «Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη», Ν. Νίκας & ΣΙΑ Ε.Ε., Αθήναι 1927-1931, τόμ. 7, σελ. 58β και
β) στο λήμμα «Καΐρης θεόφιλος», στο συλλογικό έργο: «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», εκδ. Πυρσός, Αθήναι 1927- 1934, τόμ. 13, σελ. 482γ.
Η «Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη» γράφει:
«Την υστεραίαν από της ταφής του ημέραν, αι αρχαί της Σύρου, ανασκάψασαι τον τάφον, διήνοιξαν την κοιλίαν του νεκρού και ενέπλησαν αυτήν ασβεστίου».
Και η «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» συμπληρώνει ότι αυτό έγινε για να μην ξεθάψουν το πτώμα οι οπαδοί του και να το θάψουν ξανά με τιμές.
Όμως, αυτό που αρχικά μας φαινόταν δεδομένο, αφού δύο εγκυκλοπαίδειες το έγραφαν, μας δημιουργούσε ένα πρόβλημα· όσο κι αν προσπαθήσαμε, δεν μπορέσαμε να βρούμε αλλού την εντυπωσιακή αυτή μαρτυρία για τον ασβέστη.
Μελετήσαμε τέσσερις πλήρεις εξιστορήσεις της υπόθεσης του Καΐρη, τρεις από τις οποίες είναι παλαιότερες από τις δύο εγκυκλοπαίδειες:
α) Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα», τόμ. Β΄, Αθήνησι 1864, σελ. 398-490.
β) Γούδας Αναστάσιος, «Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», τόμ. 2 (Παιδεία), εν Αθήναις 1874, σελ. 145-182.
γ) Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος», εν Αθήναις 1920, σελ. 223-272.
δ) Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Παράδοση και αλλοτρίωση, τομές στην πνευματική πορεία του νεώτερου ελληνισμού κατά τη Μεταβυζαντινή περίοδο», Δομός, Αθήνα 1994, σελ. 325-402.
Μελετήσαμε φυσικά και άλλη βιβλιογραφία που αναφέρουμε στο κείμενο, αλλά και τρία νεώτερα λήμματα για τον Καΐρη:
α) Σφυρόερας Βασ., «Καΐρης Θεόφιλος», ΘΗΕ τόμ. 7 (1965), στ. 177-179.
β) Αργυροπούλου Ρωξάνη, «Καΐρης Θεόφιλος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 4, Εκδοτική Αθηνών 1991, σελ. 205-206.
γ) Κουμαριανού Αικ., «Καΐρης Θεόφιλος», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 31, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM].
Επιπλέον, ψάξαμε σε πλήθος βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα και εξής, χωρίς να καταφέρουμε να βρούμε τίποτα σχετικό.
Όμως, ξαναδιαβάζοντας τα λήμματα του «Ελευθερουδάκη» και της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας», προσέξαμε ότι και τα δύο γράφτηκαν από το ίδιο πρόσωπο! Και στα δύο, συγγραφέας ήταν ο Δημήτριος Πασχάλης (1865-1944), και εκτός ότι και τα δύο λήμματα είχαν γραφτεί από το ίδιο πρόσωπο (το οποίο συνεργαζόταν προφανώς και με τις δύο εγκυκλοπαίδειες), ως βιβλιογραφία δεν επικαλείτο τίποτε άλλο, παρά μόνο το δικό του βιβλίο με τίτλο: «Θεόφιλος Καΐρης, Ιστορική και Φιλοσοφική μελέτη» (Αθήναι 1928).
Άρα λοιπόν, στην ουσία η πληροφορία πηγάζει από έναν άνθρωπο, τον Δημήτριο Πασχάλη ο οποίος δεν ήταν και σύγχρονος των γεγονότων άρα τα πληροφορήθηκε, το λιγότερο, 25 με 30 χρόνια αργότερα!
Μήπως λοιπόν ο Πασχάλης έκανε λάθος και κατέγραψε μια απλή φήμη των υποστηρικτών του Καΐρη; Μήπως πάλι, εκείνοι που έθαψαν τον Καΐρη, πράγματι χρησιμοποίησαν ασβέστη, όχι όμως για «κακοποίηση» του πτώματος, αλλά για λόγους ΥΓΙΕΙΝΗΣ επειδή η περιοχή που θάφτηκε χρησιμοποιούνταν ως λοιμοκαθαρτήριο; Μήπως αυτή ήταν η αιτία να δημιουργηθεί παρανόηση των γεγονότων;
Γι’ αυτούς τους κανόνες υγιεινής, διαβάζουμε τα εξής ενδιαφέροντα:
«Ο Επιστάτης του Λοιμοκαθαρτηρίου δίδει ακριβή αναφοράν εις το Υγειονομείον […] Εάν αποθάνει τις των εκκαθαιρομένων έχων δείγματα φανερά ή πολλά ύποπτα νόσου κολλητικής, ενταφιάζεται εις γωνίαν τινά παράμερα και καλά φυλαγμένην, εις λάκκον βαθύν, το δε πτώμα σκεπάζεται με άσβεστον»[71].
Και αλλού σημειώνεται:
«Όταν αποθάνει τις αιφνηδίως εις το πλοίον, ο μεν νεκρός μετακομίζεται εις τόπον διωρισμένον από το Υγειονομείον […] ο νεκρός ενταφιάζεται εις άσβεστον κατά τους κανόνας»[72].
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι, οι παραπάνω οδηγίες αναφέρονται στις υποχρεωτικές ενέργειες για ταφή ενός πτώματος που γεννά έστω και υποψίες για μεταδοτικό νόσημα. Κατά συνέπεια, ΜΕΣΑ στο λοιμοκαθαρτήριο, αυτή θα ήταν πάγια τακτική για αποφυγή εξάπλωσης των νοσημάτων.
Εφόσον όλη η διαδικασία ταφής έγινε γρήγορα και χωρίς τυμπανοκρουσίες, είναι απόλυτα λογικό οι υπεύθυνοι για την ταφή (πιθανώς και χωρίς να γνωρίζουν την ταυτότητα του νεκρού) να έκαναν στο πτώμα του Καΐρη όσα έκαναν και σε όλα τα άλλα πτώματα που θάβονταν στο λοιμοκαθαρτήριο.
Αυτή θεωρούμε ότι είναι μια πολύ λογική εξήγηση για το ζήτημα, ειδικά όταν:
- Μόνο ο Δημ. Πασχάλης βρήκαμε να αναφέρει την πληροφορία, ως λημματογράφος και στις δύο εγκυκλοπαίδειες,
- Μόνο το δικό του βιβλίο επικαλείται ως βιβλιογραφία ο Δημ. Πασχάλης όταν αναφέρει την πληροφορία αυτή,
- Οι προγενέστερες αλλά και οι μεταγενέστερες πηγές (οι οποίες μάλιστα στη βιβλιογραφία τους αναφέρουν το βιβλίο του Δ. Πασχάλη) δεν φαίνεται να περιλαμβάνουν αναφορές στο μάλλον εντυπωσιακό αυτό γεγονός.
(τα παραπάνω γράφουμε με κάθε επιφύλαξη αλλά και ειλικρίνεια: η βιβλιογραφία είναι ωκεανός ολόκληρος. Θεωρούμε αδύνατον να την ελέγξει κάποιος ολόκληρη. Ο Δ. Πασχάλης, δυστυχώς, δεν μας βοηθά, αφού ως βιβλιογραφία του λήμματος θέτει μόνο το δικό του βιβλίο. Άλλη νύξη δεν βρήκαμε κάπου ώστε να οδηγηθούμε στην πληροφορία αυτή. Επίσης, σε όσα βιβλία θεωρήσαμε πιθανό να γράφεται κάτι τέτοιο, προσπαθήσαμε να κοιτάξουμε. Από εκεί και πέρα, αν κάποιος αποδείξει ότι η πληροφορία του Δ. Πασχάλη επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές, κυρίως σύγχρονες με τα γεγονότα, μετά χαράς θα το δεχτούμε. Μέχρι τότε, θεωρούμε πολύ βάσιμη την άποψη ότι επρόκειτο για φήμη που κυκλοφόρησε ή για παρεξήγηση του γεγονότος, όπως προαναφέραμε).
10. Επίλογος
Όπως έγινε κατανοητό, η ιστορία που μας διηγήθηκε ο κ. Καμπουράκης, και την οποία έχουν διηγηθεί και άλλοι πολλοί στο διαδίκτυο, σχεδόν με πανομοιότυπο τρόπο, απέχει πολύ από την πραγματική ιστορία του Καΐρη.
Ανύπαρκτη «αγνωμοσύνη», ανύπαρκτες «18μηνες φυλακίσεις», ανύπαρκτη «εντιμότητα» και «σεβασμός της συνείδησης» από τον Καΐρη, ανύπαρκτος «σκοταδισμός», ανύπαρκτος «πόλεμος κατά της παιδείας», ανύπαρκτοι «θρησκόληπτοι και θεοκράτες» (εκτός ίσως από τον Καΐρη), ανύπαρκτοι «σωφρονισμοί μαθητών».
Παράδοξα ακούγονται και φράσεις όπως, «ο Καΐρης ανιδιοτελώς υπηρέτησε τη χώρα». Δεν μπορούμε να αφήνουμε κάτι τέτοιο να αιωρείται, διότι με τις πράξεις του εξαργύρωσε μέχρι πεντάρας όλη του την προσφορά στην Πατρίδα. Εκμεταλλευόμενος τη φήμη από τους αγώνες του, ικανοποίησε όλες τις φιλοδοξίες του και έφερε εις πέρας όλο τον σχεδιασμό που είχε κάνει:
στηριγμένος στο γεγονός ότι τον θεωρούσαν υπεράνω υποψίας, εξαπάτησε τους πάντες ώστε και Πρεσβύτερος έγινε, και κεφάλαια άντλησε, και την Εκκλησία εκμεταλλεύτηκε, και οικόπεδα πήρε, και μαθητές μάζεψε, και αυτόνομα κινήθηκε μακριά από κάθε έλεγχο, και τη θεοκρατική σέκτα του έφτιαξε και τον εαυτό του έκανε ιδρυτή θρησκείας με οπαδούς.
Και μάλιστα, στην ίδρυση της θρησκείας του έδινε μεγαλύτερη σημασία και από την παιδεία: ενώ είχε τη δυνατότητα να στελεχώσει το διδασκαλείο του με πλήθος καθηγητών πληρωμένων από το κράτος, εκείνος επίμονα αρνήθηκε μόνο και μόνο για να διδάσκει άνετα τη θρησκεία που είχε φτιάξει, και έτσι ο ΙΔΙΟΣ εμπόδισε το Ορφανοτροφείο να μετατραπεί σε ένα μέγιστο κέντρο παιδείας με πανευρωπαϊκή εμβέλεια…
Σημειώσεις
[1] Λέγοντας «νεωτερικότητα», εννοούμε την τάση να εισάγονται στη χώρα μας αυτούσιες, οι αξίες που προέβαλλε η Γαλλική Επανάσταση, η οποία, εκτός άλλων, πολέμησε και την λατινική εκκλησία. Στον δικό μας τόπο, αρκετά από όσα διακήρυσσε η Γαλλική Επανάσταση δεν παρουσίαζαν αντιστοιχίες, οπότε, υπήρξαν αντιρρήσεις που εκδηλώθηκαν με σαφήνεια: για παράδειγμα, η Ορθόδοξη Παράδοση, ζωντανό κομμάτι του ίδιου του λαού, δεν πρόσφερε στηρίγματα για την εισαγωγή του δυτικού αντικληρικαλισμού και αντιχριστιανισμού. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι, στον τόπο μας, οι περισσότεροι πρωταγωνιστές στη μόρφωση των υπόδουλων ήταν ορθόδοξοι λόγιοι-κληρικοί, και όχι τόσο οι «διαφωτιστές» (δηλ. οι υποστηρικτές της παιδείας, που ταυτόχρονα όμως ήταν και πολέμιοι της Εκκλησίας). Επίσης, αν και ήταν σημαντική κατάκτηση η δυτική έννοια των «ατομικών δικαιωμάτων», εντούτοις, η Λειτουργική Ορθοδοξία με τις Συνάξεις της ερχόταν σε σύγκρουση με τον ατομισμό και ευνοούσε τις σχέσεις μεταξύ προσώπων. Ακόμα και η επιστήμη, δεν μπορούσε να οδηγήσει στην αθεΐα τους εμποτισμένους με το γνήσιο ορθόδοξο πνεύμα, διότι η βάση της Ορθόδοξης θεολογίας είναι η διάκριση σε Θεό και (ετερούσια του Θεού) κτίσματα. Άρα, για το γνήσιο Πατερικό πνεύμα, ουδεμία σύγκρουση επιστήμης και πίστης μπορούσε να πραγματοποιηθεί (βλ. και σχετικό άρθρο: «Πίστη και Επιστήμη - Θεός και επιστημολογικός αθεϊσμός»).
[2] Κουμαριανού Αικ., «Καΐρης Θεόφιλος», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 31, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM].
[3] Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Παράδοση και αλλοτρίωση, τομές στην πνευματική πορεία του νεώτερου ελληνισμού κατά τη Μεταβυζαντινή περίοδο», Δομός, Αθήνα 1994, σελ. 328.
[4] Offenstadt Nicolas, «Οι λέξεις του ιστορικού: έννοιες-κλειδιά στη μελέτη της ιστορίας», Κέδρος, Αθήνα 2007, σελ. 23-24.
[5] Έγγραφο αρ. 163 της Γ΄ Εθνικής Συνελεύσεως, στο συλλογικό έργο: «Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», τ. 3, Αθήνα 1971, σελ. 557-558.
[6] Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος», εν Αθήναις 1920, σελ. 257.
[7] Όπως έλεγε ο ίδιος, «την θρησκείαν αυτού ενεπνεύσθη άνωθεν και ότι νύκτα τινά είδεν επί του ουρανού χρυσοίς γράμμασι γεγραμμένας τας λέξεις ‘’θεόν σέβου’’» (Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ιστορία…», ό.π., σελ. 245).
[8] «Το βασικό γνώρισμα ολοκλήρου του καϊρικού συστήματος, η έλλειψη δηλαδή πρωτοτυπίας, κυριαρχεί και στο λειτουργικό του έργο. Τα ξένα δάνεια είναι πολλά και γίνονται ευδιάκριτα σ’ όλα τα κείμενα. Ο Καΐρης καταλεηλατεί την εκκλησιαστική λατρεία, την οποία ως κληρικός -και μοναχός- είχε γνωρίσει και δεν μπορούσε να την αγνοήσει, γιατί του πρόσφερε η πατερική σοφία έτοιμο υλικό, που εξυπηρετούσε, ανάλογα αναπροσαρμοζόμενο, κάλλιστα τις ανάγκες του. Και στις μεν Ακολουθίες (δημόσιες ή ιδιωτικές) τα δάνεια περιορίζονται σε σύντομες φράσεις και όρους διάσπαρτα στα κείμενα του, ώστε να δίνουν την εντύπωση -με την πρώτη ματιά- ότι είναι εκκλησιαστικά». (Βλ. άρθρο: «Το λατρειακό σύστημα του Καΐρη», στο: Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Παράδοση και αλλοτρίωση…», ό.π., σελ. 383. Επίσης στις σελίδες 387-393 υπάρχουν αναλυτικοί πίνακες με πολλά δάνεια του Καΐρη και πώς τα μετέτρεψε για να τα ενσωματώσει στη δική του θρησκεία).
[9] «Η απουσία όμως της Αγίας Τριάδος, του Χριστού, της Θεοτόκου και των Αγίων, καθιστά ριζική τη διαφοροποίηση της καϊρικής λατρείας από την Εκκλησιαστική. Και εδώ είναι, που αποδεικνύεται η διακοπή κάθε σχέσης του Καΐρη με τον Χριστιανισμό και η δημιουργία απ’ αυτόν άλλης θρησκείας, και όχι μιας ‘χριστιανικής μεταρρύθμισης’. Δεν είναι χριστιανική ‘αίρεση’ ο Καϊρισμός - Θεοσεβισμός, αλλά άλλη θρησκεία, παρά τα πλούσια χριστιανικά δάνεια τα όποια στο καϊρικό σύστημα χάνουν τελείως τη σημασία τους». (Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Παράδοση και αλλοτρίωση…», ό.π., σελ. 384).
[10] Ο Καΐρης, «έγραψε νέο μηνολόγιο χωρισμένο σε 3 δεκάδες, ημερολόγιο και χρονολογία που ξεκινούσε το 1801» (Μιχόπουλος Βασίλειος, «Το περί θρησκευτικής αγωγής και εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως καθεστώς εν Ελλάδι επί Οθωνος (1831-1862)» (διδακτ. διατριβή), Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 148).
[11] Σφυρόερας Βασ., «Καΐρης Θεόφιλος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ) τόμ. 7 (1965), στ. 178.
[12] «Γνωρίζομεν ότι το έτος του κ. Καΐρη αρχίζει από το 1801, διότι κατ’ αυτό, ως λέγει εις τους οπαδούς του, ήνοιξε τους νοερούς οφθαλμούς του, ίδε το φως το αληθινόν και εγνώρισε την αλήθειαν» (Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα», τόμ. Β΄, Αθήνησι 1864, σελ. 413).
[13] Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Παράδοση και αλλοτρίωση…», ό.π., σελ. 363, σημ. #40.
[14]Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Παράδοση και αλλοτρίωση…», ό.π., σελ. 331.
[15] Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ιστορία…», ό.π., σελ. 251.
[16] Αργυροπούλου Ρωξάνη, «Καΐρης Θεόφιλος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 4, Εκδοτική Αθηνών 1991, σελ. 205.
[17] «Καΐρης Θεόφιλος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Πυρσός, Αθήνα 1927- 1934, τόμ. 13, σελ. 481γ.
[18] Ο Καΐρης, «ορίσθηκε να προσφωνήσει τον Καποδίστρια, όταν ο Κυβερνήτης ήλθε στην Ελλάδα (1828). Πραγματοποιεί ταξίδια στο εξωτερικό, για να συγκεντρώσει χρήματα, και το 1834 εγκαταστάθηκε στην Άνδρο, αποφασίζοντας να ιδρύσει εκεί το Ορφανοτροφείο του. Το σχολείο άρχισε να λειτουργεί το 1835». (Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Παράδοση και αλλοτρίωση…», ό.π., σελ. 325).
[19] Κουμαριανού Αικ., «Καΐρης Θεόφιλος», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», ό.π.
[20] Κωνσταντίνος Οικονόμος, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά…», ό.π., σελ. 420.
[21] Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ιστορία…», ό.π., σελ. 241.
[22] Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος επισημαίνει το οξύμωρο, πως ο Καΐρης, «δεν δύναται, λέγει να ψευσθή εις την συνείδησίν του […] [όμως] Πως απεφάσισε να ψευσθή εις την συνείδησίν του, δεικνυόμενος εις τους πατέρας των εν τω Ορφανοτροφείω τέκνων αλλοίος αφ’ ό,τι πραγματικώς είναι, και ελκύων διά του εξωτερικού Χριστιανικού σχήματός του[…];» (Κωνσταντίνος Οικονόμος, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά…», ό.π., σελ. 419-420).
[23] Κωνσταντίνος Οικονόμος, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά…», ό.π., σελ. 402.
[24] Γούδας Αναστάσιος, «Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», τόμ. 2 (Παιδεία), εν Αθήναις 1874, σελ. 168.
[25] Γούδας Αναστάσιος, «Βίοι Παράλληλοι…», ό.π.
[26] Ο Αναστάσιος Γούδας σημειώνει: «άλλοις δε απόκειται να εκτιμήσωσι την αφέλειαν των πιστευσάντων» («Βίοι Παράλληλοι…», ό.π.)
[27] Βλ. τη συνοδική επιστολή στο: Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα», τόμ. Β΄, Αθήνησι 1864, σελ. 407-408.
[28] Κωνσταντίνος Οικονόμος, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά…», ό.π., σελ. 408.
[29] Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ιστορία…», ό.π., σελ. 261.
[30] Κωνσταντίνος Οικονόμος, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά…», ό.π., σελ. 409.
[31] Κωνσταντίνος Οικονόμος, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά…», ό.π., σελ. 410.
[32] Κωνσταντίνος Οικονόμος, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά…», ό.π., σελ. 410.
[33] Κωνσταντίνος Οικονόμος, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά…», ό.π., σελ. 411.
[34] Φαρμακίδης Θεόκλητος, «Απολογία», εν Αθήναις 1840, σελ. 192.
[35] Φαρμακίδης, «Απολογία», ό.π., σελ. 193.
[36] Φαρμακίδης, «Απολογία», ό.π., σελ. 189.
[37] Φαρμακίδης, «Απολογία», ό.π., σελ. 190.
[38] Φαρμακίδης, «Απολογία», ό.π., σελ. 190.
[39] Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ιστορία…», ό.π., σελ. 243.
[40] Ο όρος «διαφωτιστής», σημαίνει τον υπέρμαχο της παιδείας που όμως κινείται ενάντια στην Εκκλησία. Με αυτό το νόημα έρχεται από τη δύση, κάτω από την επιρροή της Γαλλικής Επανάστασης η οποία είχε σαφή αντιχριστιανικό και αντιεκκλησιαστικό προσανατολισμό. Φυσικά, στη δική μας πατρίδα, που την γνώση, την παιδεία και την επιστήμη την εισήγαγαν Ορθόδοξοι Κληρικοί (Βούλγαρης, Γαζής, Θεοτόκης, Δούκας, Φαρμακίδης, Βάμβας και πάρα πολλοί άλλοι), οι αντιλαϊκές αυτές απόψεις ήταν πραγματικά εκτός τόπου και χρόνου και ουδέποτε αποτέλεσαν κάτι περισσότερο από μια μειοψηφία.
[41] Βλ. Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα», ό.π., σελ. 429. Βλ. και υπογραφή Φαρμακίδη στη σελ. 432.
[42] Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ιστορία…», ό.π., σελ. 271. Βλ. Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα», ό.π., σελ. 463
[43] Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ιστορία…», ό.π., σελ. 270.
[44] Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ιστορία…», ό.π., σελ. 260.
[45] Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ιστορία…», ό.π., σελ. 232.
[46]Το παράθεμα από το: Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Παράδοση και αλλοτρίωση…», ό.π., σελ. 333.
[47] «Το κίνημα επρόκειτο να γίνη την νύκτα της 1 προς την 2 Σεπτ. 1843, αλλ’ ανεβλήθη διά τας πρωινάς ώρας της 3 Σεπτεμβρίου. Ο συνταγματάρχης Μακρυγιάννης επρόκειτο να εκκινήση εκ της οικίας του επί κεφαλής ωπλισμένου λαού, ο δε συνταγματάρχης Καλλέργης εκ των στρατώνων με τον τακτικόν στρατόν» (Βλ. «Η ανακήρυξις του συνταγματικού πολιτεύματος εν Ελλάδι», στο περιοδικό «Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος», εκδ. Ι.Ν.Σιδέρης, Αθήναι 1933, σελ. 175-176).
[48] «Την ημέρα ακριβώς της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, απευθυνόμενος ο αγωνιστής του ‘21 Γιάννης Μακρυγιάννης στο μαζεμένο στα ανάκτορα πλήθος έλεγε: ‘’Εμείς θέλομεν να μας δώσει ο Βασιλέας μας εκείνο όπου αποκτήσαμεν με το αίμα μας και θυσίες μας, όπου το καταπάτησε κι’ ο Καποδίστριας’’» (Βακαλόπουλος Ε. Απόστολος, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», τόμ. Η΄, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 41).
[49] Βαλαής Διονύσιος, «Η θρησκευτική διάσταση στη ζωή και το έργο του Γιάννη Μακρυγιάννη» (διδακτ. διατριβή), Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 130.
[50] Κουμαριανού Αικ., «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμ. ΙΓ΄, «Νεώτερος ελληνισμός από 1833 ως 1881», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1977, σελ. 81.
[51] Φαρμακίδης, «Απολογία», ό.π., σελ. 192.
[52] Φαρμακίδης, «Απολογία», ό.π., σελ. 192.
[53] Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Παράδοση και αλλοτρίωση…», ό.π., σελ. 335.
[54] Βλ. Κωνσταντίνος Οικονόμος, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά…», ό.π., σελ. 421-422.
[55] Αργυροπούλου Ρωξάνη, «Καΐρης Θεόφιλος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, ό.π., σελ. 206.
[56] Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ιστορία…», ό.π., σελ. 270.
[57] Κωνσταντίνος Οικονόμος, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά…», ό.π., σελ. 462, σημ. β).
[58] Κωνσταντίνος Οικονόμος, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά…», ό.π., σελ. 462, σημ. β).
[59] Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ιστορία…», ό.π., σελ. 270.
[60] Κωνσταντίνος Οικονόμος, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά…», ό.π., σελ. 462, σημ. β).
[61] Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Παράδοση και αλλοτρίωση…», ό.π., σελ. 335.
[62] Σφυρόερας Βασ., «Καΐρης Θεόφιλος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 7 (1965), στ. 178.
[63] «οι δε λοιποί μαθηταί απήλθον έκαστος εις τα ίδια» (Κωνσταντίνος Οικονόμος, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά…», ό.π., σελ. 422).
[64] Βαλαής Διονύσιος, «Η θρησκευτική διάσταση…», ό.π., σελ. 131.
[65] Η Γ΄ Εθνική Συνέλευση απευθύνεται «προς τους βουλευτάς κυρίους Θεόφιλον Καΐρην και Λυκούργον Κρεσθενίτην» (Μάμουκας Ανδρέας, «Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος», τόμ. 4, εν Πειραιεί 1839, σελ. 121).
[66] Γούδας Αναστάσιος, «Βίοι Παράλληλοι…», ό.π., σελ. 166.
[67]Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Παράδοση και αλλοτρίωση…», ό.π., σελ. 325.
[68] Γούδας Αναστάσιος, «Βίοι Παράλληλοι…», ό.π., σελ. 165.
[69] Κωνσταντίνος Οικονόμος, «Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά…», ό.π., σελ. 420.
[70] Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ιστορία…», ό.π., σελ. 244.
[71] Μάμουκας Ανδρέας, «Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος», τόμ. 11, εν Πειραιεί 1852, σελ. 442.