Γράφει ο Ηλίας Προβόπουλος
Οι Ψιακήδες μπορεί να γεννήθηκαν μέσα στη θάλασσα, να όργωσαν τα κύματα και να έζησαν από τα ψάρια, δίπλα τους όμως στο Ξυλοκερατίδι είχαν γείτονες που με τον τρόπο τους έγραψαν και αυτοί τη δική τους στο ψάρεμα χωρίς ποτέ όμως να βγούνε με τη βάρκα τους έξω από τον κόλπο των Καταπόλων…
Ανάμεσα σε αυτούς είναι ο Γιώργος Μαύρος ο οποίος ναι μεν όλα του χρόνια δούλεψε σαν φούρναρης, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να είναι ο καλύτερος χταποδάς των Καταπόλων, τίτλο τον οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα και ως φαίνεται, κανένας δεν πρόκειται να του τον αφαιρέσει καθώς λιγόστεψαν πολύ και τα χταπόδια.
Η κουβέντα με τον Γιώργο Μαύρο, έγινε την ίδια ημέρα που μιλήσαμε με τον Νικόλα Ψιακή και ξεκίνησε σαν τον ρώτησα τι κάνει όρθιος δίπλα σε μια καλυμένη από πλαστικό βάρκα που ήτανξ βγαλμένη έξω από τη θάλασσα στο Ξυλοκερατίδι.
Μου απάντησε πως ήταν δική του, ο καινούργιος «Γεώργιος» που αντικατέστησε τον παλιό, σαν τον έκανε κομμάτια πριν από 4 - 5 χρόνια η θάλασσα και πως είναι σκεπασμένη επειδή για λόγους υγείας δεν μπορεί πλέον να ψαρέψει. Αρρώστησε ξαφνικά και δεν μπόρεσε να χαρεί ούτε μια βόλτα με αυτή τη ωραία βάρκα. Έτσι, το μόνο που του έμεινε πλέον είναι να βρίσκεται δίπλα της και να ταξιδεύει νοερά στη θάλασσα και βεβαίως να λέει ιστορίες από τα περασμένα χρόνια για τα χταπόδια.
Η αφήγησή του ξεκίνησε με μια αναφορά, στον πιο σπουδαίο απ’ αυτόν χταποδά της παλιάς εποχής, τον Νικήτα Πετρά που έγραψε ιστορία με το γυαλί, το καμάκι και τη σαλαγκιά. Όλοι οι χταποδάδες αυτόν είχαν σαν παράδειγμα και τις μεθόδους του ακολούθησε και ο Γιώργος και με ένα μικρό βαρκάκι που είχε αγοράσει, μετά από τον πόλεμο από τον Χρήστο Ναύτη, έφτασε να πιάνει μέχρι 10 οκάδες χταπόδια την ημέρα. «Τα χταπόδια έζησαν τον κόσμο στα χρόνια της Κατοχής» λέει «γιατί ήταν εύκολο να τα πιάσεις μέσα στον κόλπο και δεν ήθελε και τίποτα σπουδαία εργαλεία. Ένα καμάκι έβρισκες οπουδήποτε ενώ σαλαγκιές έφτιαχνε ο καθένας με απλό σύρμα. Πήγαινε ο κόσμος με ότι βαρκάκια έβρισκαν, γιατί όλα τα καίκια τα είχαν επιτάξει οι Ιταλοί και με καθετές ψάρευαν κανένα χάνο και με τις σαλαγκιές χταπόδια. Έτσι χόρταιναν και έζησαν. Μετά τον πόλεμο, σαν ησύχασαν τα πράγματα και αποκτήσαμε καίκια και βάρκες, πιάναμε περισσότερα, τα ξεραίναμε και τα στέλναμε για πούλημα στον Πειραιά. Έτσι έβγαινε και λίγο μεροκάματο».
Ο Γιώργος Μαύρος όταν ευκαιρούσε έπαιρνε τον «Γεώργιο», έκανε μια βόλτα μέσα στον όρμο και δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να γυρίσει χωρίς χταπόδι, ήξερε όλες τις μεριές που ήταν, όλα τα θολάμια αλλά σήμερα κι αυτός καταλαβαίνει πως στον κόλπο δεν υπάρχει χταπόδι ούτε για δείγμα κι έτσι αναπαύεται κάπως για την απαγόρευση που του έχουν επιβάλει οι γιατροί. Πως θα μπορούσε να γυρίσει αυτός ο μεγάλος χταποδάς με άδειο πλέον το καλάθι του;
Από την άλλη μεριά της θάλασσας
Ανάμεσα σε αυτούς είναι ο Γιώργος Μαύρος ο οποίος ναι μεν όλα του χρόνια δούλεψε σαν φούρναρης, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να είναι ο καλύτερος χταποδάς των Καταπόλων, τίτλο τον οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα και ως φαίνεται, κανένας δεν πρόκειται να του τον αφαιρέσει καθώς λιγόστεψαν πολύ και τα χταπόδια.
Η κουβέντα με τον Γιώργο Μαύρο, έγινε την ίδια ημέρα που μιλήσαμε με τον Νικόλα Ψιακή και ξεκίνησε σαν τον ρώτησα τι κάνει όρθιος δίπλα σε μια καλυμένη από πλαστικό βάρκα που ήτανξ βγαλμένη έξω από τη θάλασσα στο Ξυλοκερατίδι.
Μου απάντησε πως ήταν δική του, ο καινούργιος «Γεώργιος» που αντικατέστησε τον παλιό, σαν τον έκανε κομμάτια πριν από 4 - 5 χρόνια η θάλασσα και πως είναι σκεπασμένη επειδή για λόγους υγείας δεν μπορεί πλέον να ψαρέψει. Αρρώστησε ξαφνικά και δεν μπόρεσε να χαρεί ούτε μια βόλτα με αυτή τη ωραία βάρκα. Έτσι, το μόνο που του έμεινε πλέον είναι να βρίσκεται δίπλα της και να ταξιδεύει νοερά στη θάλασσα και βεβαίως να λέει ιστορίες από τα περασμένα χρόνια για τα χταπόδια.
Η αφήγησή του ξεκίνησε με μια αναφορά, στον πιο σπουδαίο απ’ αυτόν χταποδά της παλιάς εποχής, τον Νικήτα Πετρά που έγραψε ιστορία με το γυαλί, το καμάκι και τη σαλαγκιά. Όλοι οι χταποδάδες αυτόν είχαν σαν παράδειγμα και τις μεθόδους του ακολούθησε και ο Γιώργος και με ένα μικρό βαρκάκι που είχε αγοράσει, μετά από τον πόλεμο από τον Χρήστο Ναύτη, έφτασε να πιάνει μέχρι 10 οκάδες χταπόδια την ημέρα. «Τα χταπόδια έζησαν τον κόσμο στα χρόνια της Κατοχής» λέει «γιατί ήταν εύκολο να τα πιάσεις μέσα στον κόλπο και δεν ήθελε και τίποτα σπουδαία εργαλεία. Ένα καμάκι έβρισκες οπουδήποτε ενώ σαλαγκιές έφτιαχνε ο καθένας με απλό σύρμα. Πήγαινε ο κόσμος με ότι βαρκάκια έβρισκαν, γιατί όλα τα καίκια τα είχαν επιτάξει οι Ιταλοί και με καθετές ψάρευαν κανένα χάνο και με τις σαλαγκιές χταπόδια. Έτσι χόρταιναν και έζησαν. Μετά τον πόλεμο, σαν ησύχασαν τα πράγματα και αποκτήσαμε καίκια και βάρκες, πιάναμε περισσότερα, τα ξεραίναμε και τα στέλναμε για πούλημα στον Πειραιά. Έτσι έβγαινε και λίγο μεροκάματο».
Ο Γιώργος Μαύρος όταν ευκαιρούσε έπαιρνε τον «Γεώργιο», έκανε μια βόλτα μέσα στον όρμο και δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να γυρίσει χωρίς χταπόδι, ήξερε όλες τις μεριές που ήταν, όλα τα θολάμια αλλά σήμερα κι αυτός καταλαβαίνει πως στον κόλπο δεν υπάρχει χταπόδι ούτε για δείγμα κι έτσι αναπαύεται κάπως για την απαγόρευση που του έχουν επιβάλει οι γιατροί. Πως θα μπορούσε να γυρίσει αυτός ο μεγάλος χταποδάς με άδειο πλέον το καλάθι του;
Από την άλλη μεριά της θάλασσας
Άλλαξαν πολύ τα πράγματα τα τελευταία χρόνια στα ψαροκάικα τα οποία, από κάποια στιγμή και στο κατόπιν έπαψαν να λειτουργούν ως οικογενειακές επιχειρήσεις, όπως στην περίπτωση των Ψιακήδων και αναγκάστηκαν να πάρουν εργάτες και καθώς δεν εύρισκαν Έλληνες, σε αυτές τις θέσεις εργασία βρέθηκαν ξένοι, κυρίως Αιγύπτιοι.
Έτσι είναι και με τον Ουαλί Ιλ Σούσι, (1967), από το Ντομιάτι της Αιγύπτου που δουλεύει 12 χρόνια στις ελληνικές θάλασσες και έχει γνωρίσει όχι και λίγα καίκια και λιμάνια, από τη Σαλαμίνα που πρωτοήρθε, τη Θεσσαλονίκη, τα Κουφονήσια, άλλα νησιά και τελευταία στα Κατάπολα όπου ψαρεύει στις θάλασσες της Αμοργού με το καίκι «Δημήτριος» του καπετάν Γιάννη Σκοπελίτη, όταν βέβαια αυτός ευκαιρεί από τις υποχρεώσεις του θρυλικού «Σκοπελίτη» που εξυπηρετεί όλο το χρόνο τη συγκοινωνία από τη Νάξο στις Μικρές Κυκλάδες.
Ο Ουίλι κατάγεται από μεγάλη οικογένεια ψαράδων, ο παππούς του Μωχάμεντ μάλιστα είχε μαζί με τον αδερφό του, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 τη μεγαλύτερη ανεμότρατα στο Ντομιάτι, ήταν 16 μέτρα, την έλεγαν «Φιλφίλ» και όλοι οι ψαράδες περίμεναν πότε θα σαλπάρει πρώτος αυτος για να τον ακολουθήσουν. Τόσο βέβαιοι ήταν πως ο Μωχάμεντ θα έπεφτε πάνω σε μεγάλα κοπάδια από ψάρια.
Ο πατέρας του Ουαλί, Φαχντί δεν ακουλούσε το γέρο Μωχάμεντ που ζει ακόμα και φαντάζομαι θα έχει να πει, όπως και ο Νικόλας Ψιακής ένα σωρό ιστορίες για το ψάρεμα σε εκείνα τα νερά, και δούλεψε μέχρι που πέθανε στα μεγάλα καράβια. Ο Ουαλί που πήγε να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση, τα βρήκε δύσκολα στην πατρίδα του και αναγκάστηκε να αναζητήσει μεροκάματο στην Ελλάδα. Η διαφορά γι’ αυτόν είναι ότι στην Αίγυπτο οι ψαράδες δουλεύουν με μερτικό στην ψαριά ενώ στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από την ψαριά, παίρνουν μισθό ο οποίος όπως και να έχει είναι καλύτερος από την Αίγυπτο και κατά συνέπεια έχει μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη.
Έτσι έρχεται κάθε χρόνο στην Ελλάδα, μένει πέντε – έξι μήνες αναλόγως και επιστρέφει στο Ντομιάτι, οπου βρίσκεται η γυναίκα του Ράντα και τα δυο παιδιά τους, μένει λίγο μαζί τους και ξαναγυρίζει για μεροκάματο. Οι ειδήσεις όμως που φέρνει σχετικά με τα ψάρια, είναι το ίδιο απογοητευτικές. Κι εκεί τα ψάρια έχουν λιγοστέψει κατά πολύ και οι αιγύπτιοι ψαράδες δυσκολεύονται πολύ. Έτσι λοιπόν, δια στόματος Ουαλί μαθαίνουν και οι ντόπιοι πως το κακό δεν υπάρχει μόνο στις ελληνικές θάλασσες, αλλά σε όλη σχεδόν τη Μεσόγειο.
ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΙΚΟΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ...
Οι βάρκες που έχουν φτερά και πόδια
Στις προηγούμενες αράδες γνωρίσατε μέσα από αφηγήσεις ανθρώπων που ζουν στα Κατάπολα το λιμάνι και κάποιες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας του. Δεν είδατε όμως πουθενά δυο λόγια για τη μεγάλη παρέα από τις πολύχρωμες πάπιες που ζουν σε μια φωλιά κάτω από τα αρμυρίκια και αποτελούν τη πιο απρόοπτη και χαρούμενη συντροφιά του λιμανιού όλο το χρόνο. Όχι βέβαια γιατί δεν τις δίνουν σημασία οι Καταπολιανοί ή δεν τις υπολογίζουν. Όλοι ευτυχώς θεωρούν αυτονόητο πως οι πάπιες του λιμανιού είναι το ίδιο γνωστές με τον «Σκοπελίτη», για παράδειγμα.
Πράγματι αυτά τα συμπαθή πουλιά ζουν εκεί όλο το χρόνο και μόνο σαν λυσσομανά η θάλασσα δεν κολυμπάνε δίπλα από τα αραγμένα σκάφη και δεν ψάχνουν να βρουν τροφή μέσα στα νερά. Ιδιαίτερα όταν δεν έχει καθόλου κύμα, τότε αρμενίζουν σαν πραγματικές βάρκες βαθιά μέσα στον κόλπο και καμαρώνουν σαν μικρός στόλος που κάνει παρέλαση μπροστά στην προκυμαία. Στην ουσία, σε αντίθεση με τις βάρκες αυτές ούτε καν τις ενδιαφέρει ο καιρός γιατί μόλις δουν τη θάλασσα να αγριεύει το παίρνουν στα πόδια και όπου φύγει – φύγει, χώνονται στη φωλιά τους. Ενώ οι βάρκες που δεν έχουν πόδια να περπατήσουν, υπομένουν δεμένες στο σχοινί τους και πολλές φορές το ξέσπασμα του καιρού αποβαίνει γι’ αυτές μοιραίο. Τότε είναι η μόνη στιγμή που οι βάρκες ζηλεύουν τις πάπιες που δεν μπορούν να τις ακολουθήσουν έξω από τον κόλπο γιατί τα μικρά ποδαράκια τους δεν αντέχουν σε τέτοιες αποστάσεις.