Γράφει η Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Τα ροδοπέταλα κι οι λεμονανθοί γλυκό του κουταλιού, έχουν τη φινέτσα της πολυτέλειας. Τα καλλιτεχνήματα της κάπαρης έλκουν με την πικρή τους ευωδιά μόνο την συναυλία των εντόμων. Καρφωμένη στο βράχο και τα πεζούλια, ρουφώντας το νερό του ουρανού αντιστέκεται στις γήινες άγκυρες και φτεροκοπά να πετάξει.Φτωχομάνα γυμνώνεται εαρινά όλο της τον πλούτο που θησαυρίζουν με σεβασμό οι σοφοί της ανέχειας. Καπαρόκουμπα για νοστιμιά, και τα φύλλα σαλάτα ή γιαχνί. Τίποτε Δε χάνεται.
Ούτε τα αριστοτεχνήματα των ασπρορόδινων κυπέλλων με τους μοβ στήμονες που προκαλούν ερωτικά το φως. Θυσία και αυτά όχι στην καλαισθησία αλλά στην επιβίωση των ανθρώπων. Πολύπλοκο φαγητό. Ακατάλληλο για τους θαμώνες των ταχυφαγείων. Αθώο της αγχώδους αγευσίας. Νεκρή πια πρακτική. Το φαγητό είναι ιερουργία.
Όσο λιγότερο τόσο πιο ευφάνταστο.
Ότι σήμερα πετάμε κάποτε το θησαύριζαν.
Βασικό του συστατικό η υπομονή κι η αγάπη.
Η φτώχεια δεν ήταν άγευστη αλλ’ αντίθετα εφευρετική.
Ελάχιστοι εξακολουθούν σήμερα να εφαρμόζουν την πανάρχαια γνώση, που ευτυχώς ακόμη δεν τυποποιήθηκε σε κατεψυγμένα πανάκριβα σακουλάκια για τα πολυτελείας μαγεριά. Συλλέγουν τα μπουμπούκια, τ’ αφήνουν μέρες στον ήλιο να στεγνώσει, τ’ αφήνουν στην άλμη για να ξεπικρίσει, όπως θα έπρεπε να κάνουμε με οτιδήποτε στη ζωή.
Έπειτα το μαγειρεύουν όπως τα φρέσκα φασολάκια ή τον αρακά με την ιδιαιτερότητα της κάθε σπιτικής γεύσης.
Το αποτέλεσμα θυμίζει κοτόπουλο! χωρίς τις πολύτιμες πρωτείνες.
Ολόκληρη Σαρακοστή νήστευαν νομιμοποιώντας την ανέχεια κι έπρεπε ν’ αυτοσχεδιάζουν γευστικά. Παραλλαγές στην καθιερωμένη ταχινόσουπα και τα σκορδομακάρονα, μιας και οι γαρίδες, τα χταπόδια και τα οστρακοειδή ποτέ ακόμη και στα νησιά δεν ήταν είδος εν αφθονία.
Σήμερα που όλα μας προσφέρονται μέσα σε καταναλωτικές συσκευασίες, τώρα που τρέχουμε και δε φθάνουμε και τίποτε δε μας ευχαριστεί, ας σκύψουμε πάνω στη σοφία των ανθών της κάπαρης. Ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος. Χρειάζεται η νοστιμιά στη ζωή.
Η νοστιμιά κι η ομορφιά της αγάπης.