I. Το ζήτημα της επισκοπικής ισοβιότητος έχει επανειλημμένως απασχολήσει την εκκλησιαστική ειδησεογραφία. Και τούτο, διότι δεν λείπουν οι περιπτώσεις υπέργηρων Αρχιερέων οι οποίοι αδυνατούν, λόγω της προχωρημένης ηλικίας τους και των συναφών προβλημάτων υγείας, να ασκήσουν επαρκώς, αν μη και στοιχειωδώς, τα λειτουργικά και διοικητικά τους καθήκοντα. Τελευταία αφορμή για την αναζωπύρωση της σχετικής φιλολογίας υπήρξαν πρόσφατα δημοσιεύματα που αναπαρήγαγαν φήμες ότι μεθοδεύεται από κυβερνητικής πλευράς η επιβολή ορίου ηλικίας στους Μητροπολίτες (Μ. Χαραλαμπάκης, Στα δύο οι μητροπολίτες για το όριο ηλικίας, εφημ. «Τα Νέα», 16.9.2010). Αξίζει να σημειωθεί ότι το 72ο έτος προέκυψε ως συμβιβασμός μεταξύ της Εκκλησίας, που πρότεινε το 75ο και της «Εθνικής Κυβερνήσεως», που αντιπρότεινε το 70ο έτος (Ι. Μ. Κονιδάρης, Η διαπάλη, όπ. π, σ. 115). Στο μεταξύ, με τη Συντακτική Πράξη ΛΣΤ´/28.9.1968 (Ε.τ.Κ. Α´ 229) και συγκεκριμένα με το άρθρ. 1 είχε προβλεφθεί ότι οι Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος αποχωρούν αυτοδικαίως από τη θέση τους μόλις συμπληρώσουν, ανεξαρτήτως ηλικίας, 40ετία στην ιερωσύνη και 30ετία στον επισκοπικό βαθμό. Ένας δε εξ αυτών στον οποίο εφαρμόστηκε η ως άνω Συντακτική Πράξη υπήρξε ο Μητρ. Ηλείας Γερμανός [Γκούμας], ο οποίος ήταν μέλος της Συνοδικής Επιτροπής για τη μελέτη του Ν.Δ. 4589/66. Οι τελευταίες αυτές ρυθμίσεις του δικτατορικού καθεστώτος σχετικώς με την επιβολή ορίου ηλικίας ίσχυσαν μέχρι το 1974, όταν και αποκαταστάθηκε η δημοκρατική νομιμότητα (άρθρ. 15 της με αριθ. 1 Συντακτικής Πράξεως της 1ης Αυγούστου 1974 σε συνδυασμό με το Νομοθετικό Διάταγμα 87 της 3ης Οκτωβρίου 1974). Η εναλλακτική αυτή πρόταση δεν είναι βεβαίως καινούρια, αλλά διατυπώθηκε για πρώτη φορά στα αρμόδια συνοδικά όργανα από τον [τότε] Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και καθηγητή της Εκκλησιαστικής Ιστορίας Χρυσόστομο [Παπαδόπουλο] κατά τη συνεδρία της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας της 18ης Νοεμβρίου 1937 (Στράγκα, τόμ. Γ´, σ. 2152). Όμως, και η πρόταση αυτή προβάλλει μάλλον αλυσιτελής, καθώς είναι εκτεθειμένη στη μομφή της αντικανονικότητας, ως προς τον θεσμό των Βοηθών Επισκόπων…
II. Είναι γεγονός ότι η θεσμοθέτηση ηλικιακού ορίου για την παραμονή του Επισκόπου στον θρόνο του αγονείται παντελώς από το ιεροκανονικό δίκαιο και την πρακτική παράδοση της Εκκλησίας, που συνηγορούν υπέρ της ισοβιότητος του επισκοπικού αξιώματος. Ειδικότερα, στον 23ο Κανόνα της Συνόδου της Αντιόχειας ορίζεται ότι: «Επίσκοπον μη εξείναι αντ´ αυτού καθιστάν έτερον εαυτού διάδοχον, καν προς τη τελευτή του βίου τυγχάνη», (Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγμα, τόμ. Γ´, 1853, σσ. 465-466), ο δε 16ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου απαγορεύει με κάθε τρόπο «το καταστήναι επίσκοπον εν τη εκκλησία, ης έτι ο προεστώς ζη...» (Ράλλης - Ποτλής, τόμ. Β´, 1852, σ. 696• πρβλ. καν. 3 Κυρίλλου Αλεξανδρείας). Η αντικανονικότητα αυτή εξηγείται «ως εκ του δεσμού που συνδέει τον Επίσκοπο με τη συγκεκριμένη Επισκοπή, η διαποίμανση της οποίας, με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, του έλαχε και με την οποία, ως “νύμφης του Χριστού”, οιονεί νυμφεύεται» (Ι. Μ. Κονιδάρης, Η διαπάλη, 1994, σ. 90).
III. Στην ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος έχουν καταγραφεί αρκετές περιπτώσεις σπουδής της Πολιτείας να επιβάλει όριο ηλικίας στους Αρχιερείς, οι οποίες εντάσσονται βεβαίως στο πλαίσιο της πρακτικής να επεμβαίνει, όχι σπανίως, η Πολιτεία στα εσωτερικά ζητήματα (interna corporis) της Εκκλησίας.
1. Για πρώτη φορά όριο ηλικίας επιβλήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1923, όταν το στρατιωτικό κίνημα υπό την ηγεσία των συνταγματαρχών Ν. Πλαστήρα και Σ. Γονατά και του αντιπλοιάρχου Δ. Φωκά, που επικράτησε τον Σεπτέμβριο 1923 μετά τη μικρασιατική καταστροφή, αποφάσισε (άρθρ. 1 της με αριθ. 33.960/1923 αποφάσεως της «Επαναστάσεως»: Ε.τ.Κ. Α´ 352) ότι οι Μητροπολίτες της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος αποχωρούν «της υπηρεσίας» μόλις συμπληρώσουν το 65ο έτος της ηλικίας τους. Για τον σκοπό αυτό ο Υπουργός των Εκκλησιαστικών προκαλούσε, μετά από σχετική απόφαση της Ι. Συνόδου, που είχε όμως απλώς διαπιστωτικό χαρακτήρα (άρθρ. 1 εδ. δ´), την έκδοση του σχετικού βασιλικού διατάγματος, ενώ η βεβαίωση της ηλικίας των Μητροπολιτών γινόταν από την Ι. Σύνοδο βάσει ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως ή, σε περίπτωση ελλείψεώς της, του μητρώου αρρένων ή του μοναχολογίου της οικείας για κάθε έναν Μονής ή υπεύθυνης δηλώσεως του Μητροπολίτη περί της ηλικίας του ενώπιον οιουδήποτε εκκλησιαστικού δικαστηρίου.
2α. Επί Κυβερνήσεως των λεγόμενων «αποστατών», με Πρόεδρο τον Στ. Στεφανόπουλο και Αντιπρόεδρο τον Γ. Αθανασιάδη - Νόβα, θεσπίστηκε το Ν.Δ. 4589/1966 (Ε.τ.Κ. Α´ 239), το οποίο, με εισήγηση του τότε Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Στ. Αλαμανή, καθιέρωσε όριο ηλικίας για τους Μητροπολίτες (άρθρ. 4), υπογράφηκε δε «εν ονόματι του Βασιλέως» στις 10 Νοεμβρίου 1966 από τη βασίλισσα Άννα - Μαρία. Ειδικότερα, με το νομοθετικό αυτό διάταγμα της δημοκρατικής περιόδου, το οποίο διευκόλυνε στη συνέχεια σημαντικά την αναγκαστική απομάκρυνση από το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967 του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου του Β´ [Χατζησταύρου] (Ι. Μ. Κονιδάρης, Η διαπάλη, όπ. π, σ. 89), οι Μητροπολίτες και οι Βοηθοί Επίσκοποι αποχωρούν αυτοδικαίως «εκ της υπηρεσίας αυτών» με τη συμπλήρωση του 80ου έτους της ηλικίας τους. Για τον σκοπό αυτό εκδίδεται, με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, βασιλικό διάταγμα, για τη βεβαίωση δε της ηλικίας των Μητροπολιτών εφαρμόζονταν αναλόγως οι διατάξεις που εκάστοτε ίσχυαν για την αποχώρηση λόγω ορίου ηλικίας των καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ωστόσο, με ειδική διάταξη διευκρινιζόταν ότι η επιβολή ορίου ηλικίας δεν εφαρμόζεται «διά τον κατέχοντα εκάστοτε τον Θρόνον της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και πάσης Ελλάδος» (άρθρ. 4 § 2 Ν.Δ. 4589/1966).
Σύμφωνα με τον Α. Περρωτή, ο οποίος εισηγήθηκε το σχέδιο του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος στις 20 Σεπτεμβρίου 1966 κατά την 65η συνεδρία της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής, η νομοθετική επιβολή ορίου ηλικίας στους Μητροπολίτες υπαγορεύθηκε από την αδήριτη πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία «Ιεράρχαι λίαν προχωρημένοι ες την ηλικίαν αμφιβόλου υγείας και διανοητικής καταστάσεως λόγω της ηλικίας των, επιμένουν να ποιμένουν τας μητροπόλεις των από της κλίνης ή από τας Αθήνας» (Επίσημα Πρακτικά της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής του άρθρ. 35 Σ. [Προεδρία: Δ. Παπασπύρου], τόμ. Β´, 1966, σ. 1394). Άλλωστε, και πριν τη θέσπιση του Ν.Δ. 4589/1966, η Πολιτεία είχε διατυπώσει την πρόταση για την επιβολή ως ορίου ηλικίας του 70ου ή του 80ου μετά από ιατρική γνωμάτευση, αναγκάστηκε όμως να την αποσύρει, όπως αποκάλυψε ο τότε Μητρ. Κίτρους Βαρνάβας [Τζωρτζάτος] κατά τη συνεδρία της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας στις 7 Οκτωβρίου 1963, για να μην προκληθεί μεγαλύτερη αντίδραση της Ι.Σ.Ι. (Θ. Στράγκα, Ιστορία, τόμ. ΣΤ´, 1980, σ. 4148).
2β. Σε σχέση με την απόφαση της Επαναστάσεως του 1923, το ως άνω νομοθετικό διάταγμα αφενός αυξάνει από το 65ο στο 80ο το όριο ηλικίας, γεγονός το οποίο δικαιολογείται από το ότι στο εν τω μεταξύ διαρρεύσαν διάστημα των 40 και πλέον ετών αυξήθηκε το προσδόκιμο της ζωής και αφετέρου διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του, δεδομένου ότι, παρά την εξαίρεση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, από το όριο ηλικίας καταλαμβάνονται πλέον όχι μόνο οι Μητροπολίτες, αλλά και οι Βοηθοί Επίσκοποι.
2γ. Ωστόσο, η καθιέρωση ορίου ηλικίας για την αποχώρηση των Μητροπολιτών από τους θρόνους τους προκάλεσε τη σθεναρή αντίδραση της Ι.Σ.Ι., η οποία κατά τη συνεδρία της 10ης Δεκεμβρίου 1966 αποφάσισε τη συγκρότηση Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής προς μελέτη του Ν.Δ. 4589/1966. Η εξαμελής αυτή Επιτροπή, η οποία αποτελείτο από τους Μητροπολίτες Ηλείας Γερμανό [Γκούμα], Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα [Παπαγεωργίου], Μονεμβασίας και Σπάρτης Κυπριανό [Πουλάκο], Ελασσώνος Ιάκωβο [Μακρυγιάννη], Μεσσηνίας Χρυσόστομο [Θέμελη] και Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου Τίτο [Ματθαιάκη], στο υπόμνημά της που απέστειλε στην Ι.Σ.Ι. τέσσερις ημέρες αργότερα, ήτοι την 14η Δεκεμβρίου 1966, έκρινε ως αντικανονική και συνεπώς αντισυνταγματική τη ρύθμιση του άρθρ. 4 §§ 1, 2 Ν.Δ. 4589/1966 και εισηγήθηκε την κατάργησή της (βλ. περ. «Εκκλησία», τεύχ. ΜΔ´, έτ. 1967, σ. 8 επ.).
2δ. Η Πολιτεία όμως δεν ακύρωσε τη νομοθετική πρωτοβουλία της. Αντιθέτως, προχώρησε σε άμεση υλοποίηση των προβλέψεων του νομοθετικού διατάγματος. Έτσι, με το Β.Δ. της 24 Ιανουαρίου 1967 (Ε.τ.Κ. Γ´ 27/26.1.1967), που εσηγήθηκε ο τότε Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων καθηγητής Ι. Θεοδωρακόπουλος και εκδόθηκε σε εκτέλεση του Ν.Δ. 4589/1966, θεωρήθηκαν «αυτοδικαίως αποχωρήσαντες του Μητροπολιτικού των θρόνου, ως έχοντες ήδη καταληφθή υπό του ορίου ηλικίας, κατά την έναρξιν ισχύος του άρθρου 4 του Ν.Δ. 4589/1966» έξι Μητροπολίτες, οι Αλεξανδρουπόλεως Ιωακείμ [Καβύρης], Δρυϊνουπόλεως και Κονίτσης Χριστοφόρος [Χατζής], Κερκύρας και Παξών Μεθόδιος [Κοντοστάνος], Σιδηροκάστρου Βασίλειος [Μαγκριώτης], Φλωρίνης Βασίλειος [Παπαδόπουλος] και Εδέσσης και Πέλλης Διονύσιος [Παπανικολόπουλος]. Από αυτούς τέσσερις, οι Μητροπολίτες Αλεξανδρουπόλεως, Κερκύρας, Φλωρίνης και Εδέσσης προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας την ακύρωση του ως άνω βασιλικού διατάγματος.
Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, με Πρόεδρο τον Μιχ. Στασινόπουλο και Εισηγητή τον Σύμβουλο Επικρατείας Χ. Παναγιωτόπουλο, συνεδρίασε «εν ολομελεία» στις 28 Φεβρουαρίου 1967 και με τις υπ´ αριθ. 609-612/1967 αποφάσεις του απέρριψε τις αιτήσεις ακυρώσεως («Εφημερίς Ελλήνων Νομικών», τόμ. 34, έτ. 1967, σ. 361 επ.). Σύμφωνα με την από 25.2.1967 Εισηγητική Έκθεση επί της υπ´ αριθ. 609/1967 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας του Εισηγητή Χαρ. Παναγιωτόπουλου («Εφαρμογές Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου», τόμ. 41, έτ. 1967, σ. 130 επ.), την οποία υιοθέτησε στο σύνολό της το δικαστήριο, γίνεται δεκτή η αντικανονικότητα της νομοθετικής ρυθμίσεως περί επιβολής ορίου ηλικίας στους Μητροπολίτες, πλην όμως η αντικανονικότητα αυτή δεν συνεπάγεται αυτοθρόως και αντισυνταγματικότητα της σχετικής νομοθεσίας, δεδομένου ότι η συνταγματική κατοχύρωση των ιερών κανόνων περιορίζεται μόνο σε αυτούς που αναφέρονται στο δόγμα ή σε θεμελιώδεις διοικητικούς θεσμούς, παγιωμένους από μακρού στην Ορθόδοξη Εκκλησία και όχι και σε εκείνους που ρυθμίζουν απλώς διοικητικής φύσεως θέματα, όπως εν προκειμένω.
2ε. Τη διάταξη, η οποία εξαιρούσε τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών από τις διατάξεις περί ορίου ηλικίας (άρθρ. 4 § 2 Ν.Δ. 4589/1966), κατήργησε ο Α. Ν. 3 της 10ης Μαίου 1967 (άρθρ. 3 § 2), που όρισε ότι και επί του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου Αθηνών εφαρμόζονται τα ισχύοντα για τους Μητροπολίτες και Βοηθούς Επισκόπους. Μάλιστα, με το βασιλικό διάταγμα της 23.3/11.4.1968 (Ε.τ.Κ. Α´ 76), η ισχύς τόσο του άρθρ. 4 § 1 Ν.Δ. 4589/66 όσο και του άρθρ. 3 § 2 Α.Ν. 3/67 επεκτάθηκε και «επί του Αρχιεπισκόπου Κρήτης και επί των Αρχιερέων Μητροπολιτών της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας». Ωστόσο, η ρύθμιση του άρθρ. 3 § 2 Α.Ν. 3/67, αν και prima facie θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αποκαθιστά την τρωθείσα νομιμότητα, αφού εξισώνει ως προς την αντιμετώπιση τον Αρχιεπίκοπο Αθηνών με τους λοιπούς Μητροπολίτες, εντούτοις δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι η θέσπισή της ήταν ενταγμένη στο πλαίσιο μιας ύπουλης μεθοδεύσεως του δικτατορικού καθεστώτος, που αποσκοπούσε να προκαλέσει, όπως ήδη αναφέρθηκε, την απομάκρυνση από τον θρόνο του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου του Β´ [Χατζησταύρου].
3. Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 ανακαθόρισε το όριο ηλικίας αποχωρήσεως του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και των λοιπών Αρχιερέων από τους θρόνους τους. Έτσι, με το Ν.Δ. 126/1969 (άρθρ. 29 παρ. 2) ορίστηκε για πρώτη φορά σε Καταστατικό Χάρτη ότι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος και οι λοιποί Αρχιερείς αποχωρούν αυτοδικαίως στο 72ο έτος της ηλικίας τους.
IV. Ο ισχύων Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτοι ο Ν. 590/1977 (βλ. το κείμενο σε Ι. Μ. Κονιδάρη, Θεμελιώδεις διατάξεις, 2006, σσ. 61 επ.), δεν προβλέπει όριο ηλικίας για την αποχώρηση των Μητροπολιτών από τους θρόνους τους. Ωστόσο, αναγνωρίζει το δικαίωμα στον Μητροπολίτη που αδυνατεί να εκτελεί τα καθήκοντά του λόγω γήρατος ή ασθενείας ή για οποιονδήποτε άλλον σοβαρό λόγο περί του οποίου αποφαίνεται η Διαρκής Ι. Σύνοδος, να υποβάλει κανονική παραίτηση (άρθρ. 34 § 2). Σε περίπτωση μάλιστα που ο Μητροπολίτης αρνείται, παρά τη διαπιστωμένη αδυναμία του να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις του ευθυνοφόρου υπουργήματός του, να παραιτηθεί, ειδική Επιτροπή που αποτελείται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, ως Πρόεδρο και δύο καθηγητές της Ιατρικής Σχολής των Πανεπιστημίων της χώρας, ως μέλη, υποβάλλει σχετικό πόρισμα προς τη Δ.Ι.Σ., η οποία είτε κηρύσσει τον θρόνο «εν χηρεία» είτε αποφαίνεται ότι δεν συντρέχει λόγος απαλλαγής του Μητροπολίτη από τα καθήκοντά του (άρθρ. 34 § 3 κ. εξ.).
V. Είναι αναμφίβολο ότι η νομοθετική καθιέρωση ορίου ηλικίας για τους Μητροπολίτες, και μάλιστα με μονομερή πράξη της Πολιτείας, αντίκειται στους ιερούς κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας είτε αμέσως είτε εμμέσως (βλ. Επ. Θεοδωρόπουλου, Άρθρα, 1986, σ. 126). Ειδικότερα, όσον αφορά στην ελληνική έννομη τάξη και υπό το ισχύον σύστημα σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής: αυτονόητη προϋπόθεση της συνταγματικώς κατοχυρωμένης θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρ. 13 Σ. 1975) και ακριβέστερα της αυτοδιοικήσεως κάθε θρησκευτικής κοινότητας, επομένως και της «επικρατούσας» Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι η εξασφάλιση και ο σεβασμός του κύρους και της ισχύος του εσωτερικού, «κανονικού» της δικαίου. Σύμφωνα με την ορθότερη άποψη, το ισχύον Σύνταγμα κατοχυρώνει, βάσει του άρθρ. 13, όλους τους κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ανεξαρτήτως εάν αναφέρονται στο δόγμα ή στη διοίκηση, διάκριση η οποία είναι άλλωστε αυθαίρετη και αδόκιμη (βλ. Μητρ. [τότε] Δημητριάδος [μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών] Χριστόδουλου [Παρασκευαϊδη], «Αμφισβήτησις της συνταγματικότητος των νομοθετικών επεμβάσεων της πολιτείας επί της εκκλησίας» ΤιμΤόμ. Κ. Βαβούσκου, τ. Γ', 1990, σσ. 459-472, ιδίως σ. 465), με τον περιορισμό ότι δεν υφίσταται αντίθεση των εν λόγω κανόνων στο Σύνταγμα, τη δημόσια τάξη, τα χρηστά ήθη και τους γενικούς νόμους του κράτους.
Εν προκειμένω, είναι προφανές ότι οι κανόνες που «αγνοούν» το όριο ηλικίας για τους Μητροπολίτες ούτε τη δημόσια τάξη προσβάλλουν ούτε στα χρηστά ήθη αντιτίθενται. Η μόνη ένσταση που θα μπορούσε ενδεχομένως να διατυπωθεί είναι ότι η ισοβιότητα του επισκοπικού αξιώματος προσβάλλει τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρ. 4 Σ.), που επιβάλλει την ίση αντιμετώπιση των Ελλήνων έναντι του νόμου, δεδομένου ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι αποχωρούν από την υπηρεσία το αργότερο με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους (άρθρ. 3 § 1 εδ. α´ και 24 Ν. 2084/1992), για δε τους καθηγητές Α.Ε.Ι. το όριο ανέρχεται στο 67ο έτος (άρθρ. 16 § 6 εδ. γ´ Σ. 1975 και άρθρ. 45 Ν. 2413/1996). Ωστόσο, η διάταξη του άρθρ. 4 § 1 Σ. καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών και συνεπώς δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο της περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αρχή της ισότητας ουδόλως προσβάλλεται, καθώς οι Μητροπολίτες δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή [δημόσιοι] λειτουργοί και επομένως δεν υπάρχει ρύθμιση «ουσιωδώς όμοιων πραγμάτων». Αντιθέτως, όπως γίνεται δεκτό ομοφώνως, οι λειτουργοί και γενικώς τα όργανα της Εκκλησίας δεν εξομοιώνονται με δημόσιους υπαλλήλους, καθώς «η ιδιαιτερότητα της Εκκλησίας, η πνευματική της αποστολή, η απόλυτη ιεραρχική υποταγή των οργάνων της Εκκλησίας τόσο στη δική της διοικητική κορυφή όσο και στο θρησκευτικό δόγμα είναι δεδομένα ασυμβίβαστα με την έννοια του δημοσίου υπαλλήλου…» (Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμ. Β´, 1993, σ. 426).
VI. Συγχρόνως, αποτελεί κοινό τόπο ότι η καθημερινή πρακτική και εμπειρία προσφέρει, κατά καιρούς, παραδείγματα αποίμαντων Μητροπόλεων, όπου το κενό της επισκοπικής παρουσίας δημιουργεί αφεύκτως πρακτικά προβλήματα στην άσκηση της λατρευτικής διακονίας και τη διεκπεραίωση του ποιμαντικού έργου, ενώ ενίοτε αφήνει ζωτικό χώρο για να κάνουν δυναμικά αισθητή την παρουσία τους οι διάφοροι παρατρεχάμενοι του εκάστοτε επισκοπικού περιβάλλοντος, οι οποίοι λυμαίνονται συνήθως την επισκοπική επαρχία και εκμεταλλεύονται, κατά το δοκούν, την κατάσταση.
Επιτακτική λοιπόν προβάλλει η ανάγκη να εξετάσει η ίδια η Εκκλησία το θέμα του ορίου ηλικίας και να υιοθετήσει μία πιο ευέλικτη πολιτική για την ανανέωση των Επισκόπων της (Ι. Μ. Κονιδάρης, Εκκλησιαστικά Άτακτα, 2000, σσ. 352-353). Επειδή, ωστόσο, η αναγκαστική απομάκρυνση από τον θρόνο λόγω της συμπληρώσεως συγκεκριμένου ορίου ηλικίας «εμποδίζεται» από τους ιερούς κανόνες, θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι στους Μητροπολίτες που διάγουν το 75ο έτος της ηλικίας τους θα δίδονται Βοηθοί Επίσκοποι, οι οποίοι θα επικουρούν τη διακονία τους.
Εξισορρόπηση των πραγμάτων θα μπορούσε να επιτευχθεί με την πρόβλεψη ότι οι Μητροπολίτες υποχρεούνται να υποβάλουν με τη συμπλήρωση του 75ου έτους της ηλικίας τους, οριστικώς και άνευ άλλου, την παραίτησή τους στα αρμόδια συνοδικά όργανα, ήτοι τη Διαρκή Ι. Σύνοδο, η οποία θα αποφασίζει για τον χρόνο της αποδοχής της (πρβλ. άρθρ. 26 του από 13-16.8.2000 Καταστατικού Χάρτη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας). Άλλωστε, με την αποδοχή της παραιτήσεως ο Επίσκοπος απεκδύεται μονάχα από τις διοικητικές του αρμοδιότητες και προφανώς δεν απογυμνώνεται από τη χάρη του μυστηρίου της αρχιερωσύνης (πώς θα μπορούσε άλλωστε ένα αμιγώς διοικητικό μέτρο να έχει μια τέτοια συνέπεια;), η οποία και θα τον συνοδεύει ακόμα και στη μετά θάνατον πορεία του.
Σχόλιο:Ουσιαστικά σε πολλές Μητροπόλεις αγαπητοί φίλοι αυτό που γράφει ο καθηγητής είναι γεγονός ,μόνο που δεν διοικεί την Μητρόπολη κάποιος Βοηθός Επίσκοπος αλλά συνήθως ο "εκλεκτός" του Μητροπολίτη..
πηγή:Αμην