Γράφει ο Τάσος Θεοφιλογιαννάκος
(Αυτές τις μέρες συγκινούμαστε. Δεν επιτρέπεται όμως η καπηλεία των οριακών στιγμών του ανθρώπου. Το ΟΧΙ το πανανθρώπινο των αρχαίων εκείνων πολεμιστών, εκείνου του τραγικού πανάρχαιου χορού της οικουμένης, κυλούσε στο αίμα τους από άγνωστη πηγή, γινόταν χείμαρρος που ως φωνή υδάτων πολλών κατέκλυζε με υπέρλογη ελπίδα τα χαρακώματα του μετώπου και τα βουβά σπίτια της Ελλάδας. Το ΟΧΙ εκείνο δεν υπηρετούσε εθνικιστικές σκοπιμότητες, δεν προσφερόταν ως κεφαλικός δουλικός φόρος σε πολιτικές και ιδεολογικές φατρίες. Δεν πήγαζε από φανατισμό θρησκευτικού τύπου και μισαλλοδοξία. Κυρίως δεν ζητούσε εκδίκηση για άδικη εξωτερική πρόκληση και αιματοχυσία. Προφερόταν με θέρμη και υπερκόσμιο ρίγος από ανθρώπους που στην πλειοψηφία τους δε διέθεταν ψευδεπίγραφη μόρφωση και επιστημοσύνη. Πραγματικά, πολλοί σηκώθηκαν, τις μέρες εκείνες, να πολεμήσουν το Χάρο σαν “έτοιμοι από καιρό” με την ευκολία αρχαίων διαχρονικών πολεμιστών. Μπήκαν με άνεση και χωρίς περίσκεψη στον δίκαιο αγώνα, όταν όλος ο κόσμος ήταν αγκυλωμένος είτε από την ευζωία και τον υλισμό, είτε από θηριώδη ιδεολογικο-πολιτικά σχήματα και ολοκληρωτικά καθεστώτα, είτε από “δημοκρατικά” και “φιλελεύθερα” κατεστημένα με αποικιοκρατικά ερείσματα. Καλούμαστε σήμερα και πάλι να προσεγγίσουμε με απορία και θαυμασμό τους νεκρούς που πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της Ελευθερίας μας – και να μνημονεύσουμε την άσημη ζωή τους που μεταγγίζει νόημα, σκοπό και Λόγο στο μάταιο, ισοπεδωμένο, θορυβώδη και απαραμύθητο δικό μας βίο. Οι πιο αιχμηρές στιγμές στην καρδιά της ανθρωπότητας είναι οι ακροτελεύτιες εκείνων που δεν έχουν «ώδε μένουσαν πόλιν» και δεν εντάχθηκαν ή δεν κατηγοριοποιήθηκαν σε κοσμικά σχήματα.) Δε θα ξαστοχούσαν τα φύλλα του φθινοπώρου
αφήνοντας γυμνά τα δέντρα στον τρόμο του χειμώνα
Δε θα ξαστοχούσαν τα χελιδόνια που έφυγαν νωρίς
εγκαταλείποντας το ρημαγμένο τόπο
Δε θα ξαστοχούσαν οι σφαίρες που καρφώνονταν
στις καρδιές των μητέρων
Δε θα ξαστοχούσαν τα βήματα που ακολουθούσαν
το Σταυρό
Δε θα ξαστοχούσαν εκείνοι που έμαθαν να υμνούν επάξια
τη Μαρία, την Ανύμφευτη Νύμφη
Δε θα ξαστοχούσε το αίμα που άχνιζε στην πέτρα
όπως το ζεστό ψωμί
Δε θα ξαστοχούσε το ΟΧΙ που άνθιζε
στα παγωμένα χείλη των καταπονημένων στρατιωτών
Δε θα ξαστοχούσε η ανατολή
και το άτι το λευκό που έτρεχε με ορμή στον γκρεμό
χωρίς να ξέρει
Μόνο ο Χάρος θα ξαστοχούσε
ο Χάρος που γνώριζε
ο αναρίθμητος εχθρός
ο αλάνθαστος σκοπευτής
πηγή:Νέα πρωία