Γράφει ο Δημήτρης Καζάκης
οικονομολόγος - αναλυτής
Κατάργηση κάθε έννοιας κατοχύρωσης του εργαζόμενου στις εργασιακές του σχέσεις, ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα, μείωση υπερωριακών αποδοχών, όχι όμως και των υπερωριών, που απελευθερώνονται μαζί με το ωράριο εργασίας, νέες ανατροπές στο ασφαλιστικό, αυξήσεις τιμολογίων ΔΕΗ και εισιτηρίων συγκοινωνιών, απελευθέρωση «κλειστών επαγγελμάτων» και αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, πλήρης διάλυση του ΟΣΕ με απολύσεις, περιορισμό αποδοχών και παρεχόμενων υπηρεσιών, ολοκληρωτική κατάργηση της υγείας ως δημόσιου αγαθού, διάλυση των ΟΤΑ, είναι μερικές μόνο από τις επιταγές του επικαιροποιημένου μνημονίου.
Ταυτόχρονα σχεδιάζεται νέα επιδρομή στο λαϊκό εισόδημα με την αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ από το 11% στο 23% σε βασικά είδη πλατιάς κατανάλωσης, τα οποία βαρύνουν τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος γύρω στο 60%. Μόνο από αυτή την κίνηση τα πιο φτωχά νοικοκυριά πρόκειται να χάσουν τουλάχιστον 7% της τρέχουσας αγοραστικής τους δύναμης.
Το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά, με βάση την επίδραση που είχε μέχρι τώρα η εφαρμογή του μνημονίου στη ραγδαία επιδείνωση της ύφεσης, υπολογίζεται ότι θα επιταχύνουν τη συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας, ειδικά στο επίπεδο της κατανάλωσης και στους τομείς της παραγωγής, τουλάχιστον κατά 3% με 4% έως το τέλος του έτους, δεν φαίνεται να απασχολεί ούτε την κυβέρνηση ούτε την τρόικα. Και γιατί να τους απασχολεί; Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα του μνημονίου δεν είναι η «ανάταξη της ελληνικής οικονομίας», όπως συχνά λέγεται, αλλά η προστασία των ευρωπαϊκών τραπεζών και του ευρώ.
Αυτός είναι ο λόγος που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ζήτησαν επίμονα την επικαιροποίηση του μνημονίου με ταχύτερα βήματα περικοπών και λιτότητας. Στόχος τους είναι ο ακόμη ταχύτερος περιορισμός του δημόσιου ελλείμματος της Ελλάδας, ώστε να δοθεί η ψευδαίσθηση ότι η ευρωζώνη «ανακάμπτει» από τη «δημοσιονομική κρίση» και επομένως να ενισχυθεί στις αγορές συναλλάγματος η αξία του ευρώ.
Τώρα, αν στην προσπάθεια αυτή η ελληνική οικονομία και μαζί μια σειρά άλλες χώρες της ευρωζώνης με ανάλογα προβλήματα οδηγηθούν στην καταστροφή και τη διάλυση, δεν πειράζει, αρκεί οι τράπεζες και το ευρώ να είναι καλά.
Όσο για την ανάπτυξη, αυτή έχει πλέον ανοικτά ταυτιστεί με τις απελευθερώσεις, τις απορρυθμίσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις και το ξεπούλημα των πάντων. Για κάποιον τερατώδη και διεστραμμένο λόγο, που θα μας απασχολήσει σε επόμενο σημείωμα, θεωρείται ότι το να καταργηθεί κάθε έννοια ουσιαστικού ελέγχου στην οικονομία, να απελευθερωθεί η αγορά και η αυθαιρεσία να μετατραπεί σε ασυδοσία, να βγει στο σφυρί ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει σ’ αυτή τη χώρα και να μετατραπεί ο Έλληνας εργαζόμενος σε Κινέζο από άποψη μεροκάματου, εργασιακών συνθηκών και σχέσεων, θα προσελκύσει ξένα κεφάλαια και επενδύσεις ώστε να υπάρξει ανάπτυξη στην Ελλάδα.
Το «μοντελάκι» αυτό υπήρξε πολύ της μόδας, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, σε Λατινική Αμερική, Αφρική, Ασία και Κεντρική Ευρώπη. Εκεί δηλαδή όπου οι χρεοκοπίες και οι καταρρεύσεις ολόκληρων χωρών αποτέλεσαν μέχρι σήμερα τον κανόνα. Αυτό που απέδειξε είναι ότι ταιριάζει γάντι μόνο σε «τριτοκοσμικές» οικονομίες, όπου η απόλυτη διαφθορά και η ασυδοσία των κυρίαρχων οικονομικών και πολιτικών κύκλων βασιλεύει πάνω σε μια κυριολεκτικά διαλυμένη κοινωνία της απέραντης φτώχειας και εξαθλίωσης.
Στο σημείο αυτό έχει σημασία να τονίσουμε ότι την πρωτοβουλία για την επικαιροποίηση του μνημονίου την είχε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ. Το ΔΝΤ, αντίθετα, δίνει μικρότερη έμφαση στην ταχύτητα επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων και περισσότερη στις αποκαλούμενες «διαρθρωτικές αλλαγές», δηλαδή στο ξεπούλημα της χώρας και το άνοιγμα των αγορών. Μάλιστα οι αναλυτές του διαμηνύουν σ’ όλους τους τόνους ότι μια όλο και πιο αυστηρή «δημοσιονομική προσαρμογή», που ζητούν επίμονα η Ε.Ε. και η ΕΚΤ, μπορεί να φέρει ξαφνικά την κυβέρνηση αντιμέτωπη με ένα οργισμένο πλήθος. Και τότε τι γίνεται;
Αμερικανική ειρωνεία!
Είναι καιρός λοιπόν να τελειώνουμε με τις αυταπάτες περί «καλής» Ε.Ε. και «κακού» ΔΝΤ. Τον Ιανουάριο του 2009 ο πρόεδρος της Γαλλίας Ν. Σαρκοζί συγκέντρωσε στη Στρατιωτική Σχολή του Παρισιού τους πιο επιφανείς ηγέτες της πολιτικής και των επιχειρήσεων στην Ευρώπη για να τους μιλήσει για τον «χρηματιστικό καπιταλισμό» που ευθύνεται για την παγκόσμια κρίση:
«Ο χρηματιστικός καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που δίνει προτεραιότητα στον κερδοσκόπο έναντι του επιχειρηματία, στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο έναντι του παραγωγικού κεφαλαίου, στο κυκλοφορούν κεφάλαιο έναντι του κεφαλαίου ως επένδυση, στο βραχυπρόθεσμο έναντι του μακροπρόθεσμου, στους δείκτες του πλούτου έναντι του αληθινού πλούτου, με τους δείκτες να μετρούν περισσότερο από τον ίδιο τον πλούτο.
Ο καθαρός χρηματιστικός καπιταλισμός είναι ένα σύστημα ανευθυνότητας και θα χρησιμοποιήσω μια ισχυρή φράση: είναι ένα σύστημα όπου η ανήθικη λογική της αγοράς δικαιολογεί τα πάντα. Είναι ένα σύστημα όπου το χρήμα πάει στο χρήμα, όπου η εργασίαπαραγωγή βλάπτεται, όπου η επιχειρηματικότητα βλάπτεται». βλάπτεται, όπου η
Ο Σαρκοζί τότε μιλούσε μπροστά σ’ ένα ακροατήριο όπου βρίσκονταν η Γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ, ο Βρετανός πρώην πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ, οι επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου κ.ο.κ. Όλοι τότε συμμερίζονταν την καταδίκη αυτού του «χρηματιστικού καπιταλισμού», τον οποίο οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες ταύτιζαν με το αγγλοσαξονικό ή αμερικανικό «μοντέλο» των ασύδοτων αγορών για να το αντιπαραθέσουν στο «ευρωπαϊκό μοντέλο» της κοινωνικής ευαισθησίας και ανοχής. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα;
Ενάμιση χρόνο αργότερα η Ε.Ε., και κυρίως η ευρωζώνη, έχει μεταβληθεί σε λίκνο των πιο άγριων πολιτικών του «χρηματιστικού καπιταλισμού». Μάλιστα, είναι τέτοια η προσήλωσή της, τέτοια η εμμονή των οργάνων και των ηγετών της στον «καθαρό χρηματιστικό καπιταλισμό», όπως τον περιέγραφε τότε ο Σαρκοζί, ώστε κάνει ακόμη και τους πιο ακραίους οπαδούς των «ανοιχτών αγορών» στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού να ωχριούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο «Economist» (17.8) έγραφε ειρωνικά:
«Οι Αμερικανοί σχολιαστές φαίνεται να διασκεδάζουν πολύ με το να παρακολουθούν τους Ευρωπαίους να “διαλύουν” τα δικά τους συστήματα κοινωνικής ευημερίας, την ίδια στιγμή που η Αμερική υιοθετεί ένα καθολικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης ευρωπαϊκού τύπου. Δεν ήταν παρά ένας χρόνος πριν που οι ηγέτες της Ευρώπης τα έριχναν στην αμερικανική λογική της ελεύθερης αγοράς και δήλωναν ότι ο αχαλίνωτος καπιταλισμός είναι τελειωμένος»!
Πραγματισμός και φανατισμός
Σήμερα η Ε.Ε. και κυρίως η ευρωζώνη είναι ο παράδεισος του πιο αχαλίνωτου καπιταλισμού που εφαρμόζεται με τον πιο στυγνό και αδυσώπητο τρόπο εναντίον των εργαζομένων, των λαών και των χωρών της Ένωσης. Με πρώτη την Ελλάδα. Κι αυτό δεν οφείλεται στην όποια «μεταστροφή» των ηγετών και των κυβερνήσεων της Ε.Ε., ούτε στον κυρίαρχο ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό, αλλά στο γεγονός ότι ολόκληρο το οικοδόμημα έχει ταυτιστεί σε απίστευτο βαθμό με τις πιο παρασιτικές και κερδοσκοπικές μορφές κεφαλαίου, που σήμερα εκφράζονται πρώτα και κύρια από τα τερατώδη τραπεζικά συγκροτήματα.
Γι’ αυτό και οι ευρωκρατούντες εμφανίζονται σήμερα πολύ πιο ακραίοι και αδίστακτοι σε σύγκριση ακόμη και με το ΔΝΤ, το οποίο γνωρίζει εκ μακράς πείρας ότι:
«Η εμπειρία πολλών προσαρμογών έχει δείξει πως η πολιτική επιτυχία της προσαρμογής βασίζεται σε μια σειρά συμβιβασμών και στον πραγματισμό... Καθώς η οικονομική κατάσταση εξελίσσεται, με την κοινή γνώμη και την πολιτική κατάσταση να αλλάζει από τη μια εβδομάδα στην άλλη, η πιο αποτελεσματική στρατηγική είναι εκείνη του πραγματισμού: η αυστηρή εφαρμογή ενός προγράμματος σημείο προς σημείο είναι πολιτικά επικίνδυνη. Ενώ οι στόχοι της προσαρμογής θα πρέπει να επιδιώκονται με κάθε θυσία, η επιλογή των μέσωνανοιχτή σε όλες τις περιπτώσεις». που θα χρησιμοποιηθούν πρέπει να παραμένει
Αυτό συνιστούσε μια μελέτη του ΟΟΣΑ το 1996 σχετικά με την «πολιτική εφικτότητα» των Προγραμμάτων Διαρθρωτικής Προσαρμογής, που εφάρμοζαν κατά κόρον το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα στις χώρες του «Τρίτου Κόσμου» από τη δεκαετία του 1980. Είναι ακριβώς η ίδια πολιτική που εφαρμόζεται και σήμερα στην Ελλάδα σαν... διέξοδος από την κρίση.
Αυτό είναι που ανησυχεί σοβαρά και τους «βετεράνους» αυτών των προγραμμάτων εξ Ουάσιγκτον. Ένας από αυτούς, ο Ίρβιν Στέλζερ, που αρθρογραφεί τακτικά στην «Wall Street Journal», έγραφε στις 9.8, ανήσυχος για την επιμονή της τρόικας και ιδίως της Ε.Ε. στην αυστηρή εφαρμογή του μνημονίου:
«Το μέγεθος του έργου είναι αποθαρρυντικό. Η λιτότητα θα στερήσει γύρω στο 10% από το ΑΕΠ, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις θέσεις εργασίας. Και παρ’ όλα αυτά θα αφήσει την Ελλάδα με μη διαχειρίσιμα επίπεδα χρέους και πληρωμής τόκων. Ευτυχώς για την Ελλάδα, στη διαπραγμάτευση ανάμεσα στους διασωθέντες και τους διασώστες έχει το πάνω χέρι. Το κόστος μιας πτώχευσης για την Ελλάδα είναι σχετικά ασήμαντο σε σύγκριση με το κόστος για τους πιστωτές της, κυρίως τις ευρωπαϊκές τράπεζες, που είναι απρόθυμες για μεγάλες διαγραφές ομολόγων. Ενώ το πολιτικό κόστος για τους ευρωκράτες, επειδή στάθηκαν ανίκανοι να προλάβουν την πτώχευση ενός από τα πιο μικρά μέλη τους, είναι απαράδεκτο.
Για να μην αναφέρουμε τις συνέπειες στη δυνατότητα των άλλων χωρών του Club Med να συνεχίσουν με την ίδια πρόοδο να προσφεύγουν στις διεθνείς αγορές χρέους. Έτσι η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να αποφασίσει, αν αναγκαστεί, να υποχωρήσει μπροστά σε ένα αγριεμένο πλήθος και να αναιρέσει τις υποσχέσεις της για λιτότητα, περνώντας το κόστος της παλαιότερης ανηθικότητάς της στον Γερμανό και τους άλλους φορολογούμενους της ευρωζώνης ή στους πιστωτές της. Πάνω από το 95% του ελληνικού χρέους έχει εκδοθεί στην Ελλάδα και υπόκειται στους νόμους περί ασυλίας λόγω κυριαρχίας, οι οποίοι περιορίζουν τις διαθέσιμες επιλογές στους δύστυχους πιστωτές που μπαίνουν στην ουρά για το κούρεμά τους».
Ο φόβος της πτώχευσης
Το πρόβλημα που ανησυχεί αναλυτές σαν τον Στέλζερ και τις αγορές, που έχουν εκτοξεύσει τα spreads των ελληνικών ομολόγων στα ουράνια με το 10ετές να έχει φτάσει (23.8) στις 896 μονάδες βάσης, παρά τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις της τρόικας, είναι ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν είναι διαχειρίσιμο και δεν πρόκειται να γίνει διαχειρίσιμο με την εφαρμογή του μνημονίου ακόμη κι αν επιτευχθούν όλοι οι στόχοι του.
«Οι αγορές υποψιάζονται ότι η Ελλάδα θα αναγκαστεί να αναδιαρθρώσει το χρέος της αργά ή γρήγορα και οι κάτοχοι ομολόγων θα είναι οι χαμένοι. Δεν πιστεύουν ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρώ με τις παρούσες συνθήκες είναι οικονομικά βιώσιμη. Η χώρα δεν διαθέτει την ελευθερία που χρειάζεται για να βγει από την κρίση», δήλωσε ο Στέφεν ΛιούιςMonument Securities (Telegraph, 19.8). της
Με τον ίδιο τρόπο ερμήνευσε τη συμπεριφορά των αγορών και η High Frequency Economics (Bloomberg, 19.8), ενώ ο Καρλ Ουάινμπεργκ της Valhalla δήλωσε τα εξής:
«Η καταιγίδα είναι εστιασμένη στα ομόλογα που λήγουν το 2014, τον πρώτο χρόνο που η Ελλάδα θα διακόψει τη γραμμή ζωής με το χρήμα του ΔΝΤ και της Ε.Ε. Ώσπου να τελειώσουν με τη διόρθωση της Ελλάδας το 2013, το χρέος της θα έχει αυξηθεί στα 340 δισ. ευρώ. Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι η Ελλάδα θα είναι σε καλύτερη θέση να εξυπηρετήσει και να καλύψει τα 340 δισ. ευρώ σε σταθερού εισοδήματος χρεόγραφα απ’ ό,τι όταν είχε να διαχειριστεί 270 δισ. ευρώ».
Αυτός είναι ο βασικός λόγος που τα τριετή και τετραετή ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου έχουν επιτόκια που έχουν εκτιναχθεί κοντά στο 12%, έναντι του 10ετούς που έφτασε αισίως το 10,75%.
Τι ακριβώς φοβούνται οι αγορές; Ότι η Ελλάδα θα αναγκαστεί, είτε κάτω από την πίεση ενός αγριεμένου πλήθους, είτε λόγω αδυναμίας διαχείρισης του χρέους της, να επικαλεστεί τα κυριαρχικά δικαιώματά της και να προβεί σε μονομερή αναδιάρθρωση του χρέους της. Και μπορεί μια αναδιάρθρωση του χρέους να σημαίνει επίσημη πτώχευση της χώρας, αλλά σε μια τέτοια περίπτωση κανείς δεν γνωρίζει ποιος από τους κατόχους των κρατικών ομολόγων θα βγει χαμένος και ποιος θα βγει κερδισμένος. Όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες τις πτωχεύσεις.
Ο... εφιάλτης της εθνικής κυριαρχίας
Εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι από τον 19ο αιώνα έως σήμερα δεν υπάρχει μεγαλύτερος πονοκέφαλος, μεγαλύτερος εφιάλτης για τον κάτοχο κρατικών ομολόγων χρέους από την εθνική κυριαρχία της χώρας την οποία έχει δανείσει. Κι αυτό διότι, όπως μας εξηγεί μια σχετικά πρόσφατη μελέτη:
«Οι κρατικοί οφειλέτες προστατεύονται παραδοσιακά από την αρχή της (απόλυτης) ασυλίας λόγω εθνικής κυριαρχίας, η οποία δηλώνει ότι τα κράτη δεν μπορούν να μηνυθούν σε ξένα δικαστήρια δίχως τη συγκατάθεσή τους. Η αρχή πηγάζει από την ισότητα των κυρίαρχων εθνών στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου... Ωστόσο είναι σημαντικό ότι η ασυλία μπορεί να απεμποληθεί: ένα κυρίαρχο κράτος μπορεί να συνάψει συμβατική σχέση με την οποία εθελοντικά να υπαχθεί στην αρμοδιότητα ενός ξένου δικαστηρίου στην περίπτωση μιας διένεξης» (Journal of Economic Literature, v. 47, Σεπτέμβριος 2009, σελ. 3).
Αν λοιπόν δεν έχει παραιτηθεί οικειοθελώς ένα κράτος από την άσκηση της κυριαρχίας του και προχωρήσει σε πτώχευση ή άρνηση εξυπηρέτησης του χρέους του, οι δανειστές του είναι πολύ δύσκολο να καταφύγουν σε δικαστήρια άλλων χωρών ώστε να πάρουν μέτρα εναντίον του που αφορούν δεσμεύσεις ή δημεύσεις περιουσιακών του στοιχείων είτε στο εξωτερικό είτε, πολύ περισσότερο, στο εσωτερικό της χώρας.
Αν και η αρχή αυτή της (απόλυτης) ασυλίας λόγω εθνικής κυριαρχίας δεν αποτελεί πανάκεια για μια χώρα στην αντιμετώπιση των δανειστών της, συνιστά την πιο βασική γραμμή άμυνάς της: χωρίς αυτήν χάνει κάθε δυνατότητα διαπραγμάτευσης προς το συμφέρον της.
Ο αγώνας των αγορών και των κατόχων κρατικών ομολόγων ήταν ανέκαθεν να μην επιτρέψουν σε μια χώρα να επικαλεστεί την ασυλία της λόγω εθνικής κυριαρχίας και να προχωρήσει σε μονομερή διαγραφή μέρους ή όλου του χρέους της. Ιδίως όταν έκρινε ότι το χρέος αυτό είναι «απεχθές» και η εξυπηρέτησή του υπονομεύει εκ των πραγμάτων την εθνική κυριαρχία της. Αυτό το κατορθώνουν με δυο κυρίως τρόπους:
● Με την επιβολή επίσημου χρεοστασίου υπό καθεστώς διεθνούς επιτήρησης, που σήμερα ονομάζεται με τακτ «συντεταγμένη πτώχευση».
● Με την επιβολή δανειακών συμβάσεων όπου το κράτος - οφειλέτης απεμπολεί μονομερώς την ασυλία που του παρέχει η εθνική του κυριαρχία έναντι των δανειστών του. Όπως π.χ. έγινε με τη δανειακή σύμβαση που συνόδευε το μνημόνιο και αποδέχτηκε παράνομα και αντισυνταγματικά η κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου.
Η Ελλάδα μπορεί να είναι μέλος της ευρωζώνης και με τις συνθήκες που έχει υπογράψει να έχει παραχωρήσει μέρος της εθνικής της κυριαρχίας στην Ε.Ε., κυρίως όσον αφορά το νόμισμανομικά από αυτές στο πώςεθνικής κυριαρχίας και να καλέσει σε διαπραγμάτευση τους κατόχους των ομολόγων της. και τις πολιτικές που απορρέουν από αυτό, όμως δεν δεσμευόταν θα χειριστεί τα ομόλογα που είχε εκδώσει ως κράτος. Θα μπορούσε κάλλιστα να επικαλεστεί την ασυλία της
Βέβαια κάτι τέτοιο θα την έφερνε απευθείας σε μετωπική σύγκρουση με την Ε.Ε. και την ΕΚΤ, αλλά νομικά είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει. Αυτό φοβήθηκαν και οι ευρωκρατούντες γι’ αυτό και έστησαν τον «μηχανισμό στήριξης», επέβαλαν το μνημόνιο και τη δανειακή σύμβαση. Όπως εύστοχα παρατήρησαν πρόσφατα και δυο γνωστοί μελετητές της Ε.Ε., ο Τσαρλς Μπλάνκαρτ και ο Έρικ Φάσεν (Schweizer Monatshefte, B. 978, 7.2010), «η Ελλάδα ως κυρίαρχο κράτος θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη φερεγγυότητά της εκτόςΕυρωπαϊκή Επιτροπή. Η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων ενός κράτους έρχεται σε σύγκρουση με την εξουσία της και αυτή έπρεπε να διαφυλαχθεί με κάθε θυσία». της νομισματικής ένωσης. Αυτό δεν το ήθελε η
Έτσι φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση, όπου η χώρα ολόκληρη έχει δημευθεί και ο λαός της βρίσκεται κυριολεκτικά στο έλεος της τρόικας.