Του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού
Ήταν μία κόρη ονομαζόμενη Μαρία. Ο πατέρας της ήταν χριστιανός καί εζήτει να την υπανδρεύσει' εκείνη δεν ήθελε, θέλουσα να φυλάξει παρθενία. Την έβαλε σ’ ένα μοναστήρι γυναικείο καί την παρέδωκε της ηγουμένης να την έχει ως παιδί
της. Καί αφού πέθανε ο πατήρ της, έγινε άλλος αφέντης στην χώρα εκείνη, όστις βγήκε μία ημέρα καί πήγε στο μοναστήρι οπού ήταν η Μαρία. Καί ευθύς οπού την είδε ο αφέντης, ετρώθη η καρδιά του έρωτα σατανικό καί γυρίζοντας στο σπίτι του έστειλε γράμματα στην ηγουμένη καί της έλεγε:
Αμέσως να μου στείλεις την Μαρία, διότι την είδα καί με είδε, με ηγάπησε καί την ηγάπησα. Διαβάζει το γράμμα η ηγουμένη, κράζει την Μαρία καί της λέγει: Παιδί μου, τί καλό είδες στον πασά καί τον κοίταξες με αγάπη; Κοίταξε τί μου γράφει εδώ! Λέγει η Μαρία: Εγώ δεν ηξεύρω τίποτε. Τον κοίταξα με άλλον σκοπό καί είπα: Άρα, Θεέ μου, ταύτη την δόξα οπού έχει εδώ τούτος ο πασάς, θα την έχει καί στον άλλον κόσμο; Καί αυτός με κοίταξε με διαβολικό σκοπό. Εγώ αν ήθελα υπανδρεία, με υπάνδρευε καί ο πατέρας μου καί έπαιρνα χριστιανό. Τότε γράφει η ηγουμένη στον πασά: Καλύτερα σου στέλνω το κεφάλι μου, παρά τη Μαρία. Στέλλει πάλιν ο πασάς καί λέγει της ηγουμένης: Ή να μου στείλεις τη Μαρία, ή έρχομαι και την παίρνω μόνος μου και καίω το μοναστήρι.
Το ήκουσε η Μαρία και λέγει της ηγουμένης: Όταν έλθουν οι απεσταλμένοι, στείλε τους στο κελλί μου και εγώ τους αποκρίνομαι. Ήλθαν οι απεσταλμένοι στο κελλί της Μαρίας, και τους ρώτησε τι θέλουν. Της είπαν εκείνοι: Μας έστειλε ο πασάς να σε πάρουμε, διότι είδε τα μάτια σου και τα ορέχθηκε. Τους είπε να περιμένουν να υπάγει στην εκκλησία. Τότε παίρνει ένα μαχαίρι και ένα πιάτο, και πηγαίνει στον Ιησού Χριστό εμπρός και λέγει: Κύριέ μου, μου έδωκες τα μάτια τα αισθητά διά να πηγαίνω στον καλό δρόμο, καί εγώ να πηγαίνω με το θέλημά μου στον κακό δεν είναι πρέπον. Καί επειδή αυτά τα αισθητά θα μου βγάλουν τα νοητά, ιδού οπού τα βγάνω διά την αγάπη σου, διά να φύγω από το βόρβορο της αμαρτίας. Καί ευθύς βάζει το μαχαίρι μέσα στο μάτι της καί το βγάνει στο πιάτο. Επήγε εμπρός καί στην Παναγία καί βγάζει καί το άλλο της μάτι καί τα βάνει μαζί.
Τότε τα στέλλει του πασά καί αφού τα είδε ο πασάς, γύρισε ευθύς ο σατανικός έρως σε κατάνυξη καί σηκώνεται ευθύς καί πηγαίνει στο μοναστήρι, καί παρακαλεί τις καλογραίας να υπάγουν να κάμουν δέηση στον Θεό, να γιατρευτεί η Μαρία. Πηγαίνουν πάραυτα όλες μαζί με τον πασά καί πέφτοντας κατά γης παρεκάλουν τον Κύριο καί την Θεοτόκο να δώσει το φως της Μαρίας. Εφάνη η Θεοτόκος τότε ως αστραπή στην Μαρία καί της λέγει: Χαίρε, Μαρία! Επειδή προτίμησες να βγάλεις τα μάτια σου γιά την αγάπη του Υιού καί την ιδική μου, ιδού πάλι έχε τα μάτια σου καί πλέον πειρασμός να μη σου συμβεί. Βλέποντας δε το θαύμα οι παρόντες εχάρησαν πολύ καί εδόξασαν τον Θεό καί την Παναγία. Έπειτα ο πασάς αφιέρωσε πολύ χρυσίο στο μοναστήρι καί επήρε συγχώρηση από τις καλογραίας καί αναχώρησε καί έκαμε καλά και εσώθη.
Ακούετε, αδελφοί μου, τί έκαμε η Μαρία με την δύναμη της Παναγίας; Δια τούτο πρέπει και ημείς να τιμούμε την Παναγία Θεοτόκο με έργα καλά.