- Γέροντα, αυτός πού έχει αγιότητα καταλαβαίνει ποιος είναι πονηρός;
- Ναί, τόν πονηρό τον καταλαβαίνει, όπως καταλαβαίνει καί τήν αγιότητα ενός Αγίου.
Βλέπει το κακό, άλλα συγχρόνως βλέπει καί τόν εσωτερικό άνθρωπο καί διακρίνει ότι το
κακό είναι τοϋ πειρασμού καί έρχεται άπ’ εξω. Μέ τά μάτια της ψυχής του βλέπει τά δικά του
σφάλματα μεγάλα, ενώ τών άλλων μικρά. Τά βλέπει στ’ αλήθεια μικρά, όχι ψεύτικα. Μπορεί νά
βλέπη ότι είναι εγκλήματα, αλλά δικαιολογεί μέ τήν καλή έννοια τις πονηριές του κακού
ανθρώπου δεν τόν περιφρονεί, δέν τόν θεωρεί κατώτερο του. Μπορεί μάλιστα νά τόν θεωρή
καί καλύτερο άπό τόν εαυτό του καί νά τόν ανέχεται εν γνώσει του για πολλούς λόγους.
Βλέπει λ.χ. τήν κακότητα ενός εγκληματία, αλλά σκέφτεται ότι εκείνος έφθασε στο σημείο να κάνη
εγκλήματα, γιατί δέν βοηθήθηκε, και ότι θά μπορούσε και ό ίδιος να ήταν στην θέση του, άν δέν
τον βοηθούσε ό Θεός. Έτσι δέχεται πολλή Χάρη. Αντίθετα, ό πονηρός άνθρωπος, ενώ βλέπει
τήν αγιότητα τού άλλου, δέν γνωρίζει τους καλούς λογισμούς πού έχει, όπως ούτε ό
διάβολος τους γνωρίζει.
Όποιος κάνει λεπτή εργασία, δικαιολογεί τόν άλλον και οχι τόν εαυτό του. Και όσο
προχωρεί πνευματικά, τόσο ελευθερώνεται και τόσο αγαπά τόν Θεό και τους ανθρώπους.
Τότε δέν μπορεί νά καταλάβη τί θά πή κακία, γιατί όλο καλούς λογισμούς έχει γιά τους άλλους
και όλο αγνά σκέφτεται και τά βλέπει όλα πνευματικά, άγια. Ωφελείται ακόμη και
άπό τις πτώσεις των συνανθρώπων του, τις όποιες χρησιμοποιεί γιά γερό φρένο στον εαυτό
του, γιά νά προσέχη νά μήν εκτροχιασθή. Αντίθετα, ένας πού δέν έχει εξαγνισθή, σκέφτεται
πονηρά και βλέπει όλα τά πράγματα πονηρά. Ακόμη και τά καλά τά μολύνει μέ τήν πονηρία
του. Δέν ωφελείται ούτε και άπό τις αρετές τών άλλων, γιατί είναι σκοτισμένος άπό τήν
μαυρίλα τοϋ άνθρωποκτόνου, οπότε και αυτές τις ερμηνεύει μέ το πονηρό του λεξικό. Πάντα
είναι στενοχωρημένος και πάντα στενοχωρεί τους συνανθρώπους του μέ τήν πνευματική
του αυτή μαυρίλα. Άν θέλη νά έλευθερωθή, πρέπει νά καταλάβη ότι έχει ανάγκη άπό
εξαγνισμό, γιά νά έρθη και ή διαύγεια ή πνευματική, ή κάθαρση τού νου και της καρδιάς.
- Και όταν, Γέροντα, ο ίδιος άνθρωπος γίνεται πότε πονηρός και πότε καλός;
- Τότε δέχεται ανάλογες επιδράσεις και αλλοιώσεις. Ό άνθρωπος είναι τρεπτός. Οι πονηροί
λογισμοί άλλοτε είναι τοϋ πειρασμού και άλλοτε ό ίδιος ό άνθρωπος σκέφτεται πονηρά.
Πολλές φορές δηλαδή ό πειρασμός δημιουργεί καταστάσεις, γιά νά φέρνουν οί άνθρωποι
κακούς λογισμούς. Έναν αρχιμανδρίτη, όταν ήρθε γιά πρώτη φορά στο Καλύβι, δεν
πρόλαβα νά τον δώ. Την δεύτερη φορά πού ήρθε, δεν μπορούσα νά τον δώ, επειδή ήμουν
βαριά άρρωστος, και του είπα νά ερθη μιά άλλη φορά, γιά νά συζητήσουμε. Τότε εκείνος μπήκε
σέ λογισμούς ότι δέν τον θέλω, ότι έχω κάτι μαζί του, και πήγε κάτω στο μοναστήρι και έκανε
παράπονα. Αυτό όλο ήταν τού πειρασμού.