Βάλσαμου Πιτσικάλη
Πόσες φορές νοστάλγησα στου ωκεανού τη δίνη,
να έβλεπα μπρος μου ξαφνικά Θηρασιά και Σαντορίνη.
Κοντά σου νησί μου έζησα τα πιο όμορφα μου χρόνια,
εσύ τον ήλιο μου ’δειξες, θα σε αγαπώ αιώνια .
Μακριά σου ονειρευόμουνα, κοντά σου ήθελα να `μαι ,
και όχι στων τρανών ωκεανών το κύμα να κοιμάμαι.
Πόσες φορές ερχότανε η εικόνα σου μπροστά μου,
μεσ’ την πυξίδα σ’ έβλεπα ή και στα όνειρά μου.
Από την Ρίβα, Ποταμό, Αγριλιά, Κερά και Βίγλα,
να πιω νερό απ΄ τη δροσερή τη στέρνα με την σίγλα.
Και άλλοτε από τα Ξώπετρα μ’ ένα μακρύ καλάμι,
να ψάχνω με μικρό γυαλί για χταποδιού θαλάμι.
Και όταν βουτούσα στο Γιαλό, τύχη μου καλομοίρα,
πλημμύριζε το είναι μου η γλυκερή σου αλμύρα.
Ποιός καλλιτέχνης να μπορεί πιστά να ζωγραφίσει,
αυτή την άγρια ομορφιά, που η φύση έχει χτίσει.
Τεχνίτης ποιός να σμίλεψε του Κόρφου την Καλντέρα,
λιμάνι απάγκιο, φυσικό και άνετο στο βορινό αγέρα .
Βλέποντας προς την άβυσσο της τρομερής Καλντέρας,
θαρρείς πως ζεις σε όνειρο, καθώς φυσά ο αγέρας.
Και απ’ του Προφήτη το βουνό, βλέποντας προς την Θήρα,
παιδί σου είμαι και προσκυνώ της γης σου τη αλμύρα.
Μία Καλντέρα τρομερή που όταν την αντικρίζεις,
πολλά τα ενθυμήματα και τότε απλά δακρύζεις.
Δεν ξέρω αν από του Ήφαιστου το θεϊκό καμίνι,
οι στάχτες, οι πολύχρωμες εδώ έχουνε μείνει.
Και απ’ την πεζούλα την τρανή όταν την αντικρίζεις,
αναγαλλιάζει σου η καρδιά και αγάπη της χαρίζεις.
Από εδώ αν δεις τον Κόρφο μας, πριν σκοτεινιάσει η μέρα,
που οι εικόνες εναλλάσσονται του βυθού με την Καλντέρα.
Με χίλια δυο πετρώματα και χίλιες αποχρώσεις,
συναίσθημα αγαλλίασης θαρρώ μόνο θα νοιώσεις.
Γιατί αυτή η ομορφιά, η μοναδική σ’ όλη την Οικουμένη,
εικόνισμα και φυλαχτό μες στην καρδιά μας μένει.
Και αν θες, έλα στης Μότενας να κάτσεις στα πεζούλια,
την εποχή που ανθίζουνε τα όμορφα Βαρδακούλια.
Και ακλούθα ονειροπολιτά του φεγγαριού το δρόμο,
κρατώντας την αγάπη σου απ’ τον τρυφερό της ώμο.
Θα νοιώσεις μέσα στην καρδιά, τη θεία μοσχοβόλια,
που εκπέμπουν της Παράδεισος τα θεία περιβόλια.
Το φίλημα του φεγγαριού την θάλασσα ριπίζει,
ανατριχιάζει, τρέμοντας, το βάθος που αντικρίζει.
Λες το φεγγάρι άναψε τρανή φωτιά φλογάτη,
και άπλωσε τα ασήμια του στης θάλασσας την πλάτη.
Τη στρώνει όλη μάλαμα και ασήμια την σκεπάζει,
και ο δαντελωτός αφρός με άσπρο ατλάζι μοιάζει.
Στα χωριουδάκια μας λιτά, απέριττα σπιτάκια, ταιριασμένα,
πολλά στη ράχη του γκρεμού, λες κι είναι καρφωμένα.
Όλα μικρά, μα άνετα, χωρίς πολλά στολίδια,
ολόλευκα δαντελωτά, με θαλασσιά κεντίδια.
Όλα τους πεντακάθαρα, λάμπουνε με νοικοκυροσύνη,
και κάθε Θηρασιώτισσα, αστραφτερή και εκείνη.
να έβλεπα μπρος μου ξαφνικά Θηρασιά και Σαντορίνη.
Κοντά σου νησί μου έζησα τα πιο όμορφα μου χρόνια,
εσύ τον ήλιο μου ’δειξες, θα σε αγαπώ αιώνια .
Μακριά σου ονειρευόμουνα, κοντά σου ήθελα να `μαι ,
και όχι στων τρανών ωκεανών το κύμα να κοιμάμαι.
Πόσες φορές ερχότανε η εικόνα σου μπροστά μου,
μεσ’ την πυξίδα σ’ έβλεπα ή και στα όνειρά μου.
Από την Ρίβα, Ποταμό, Αγριλιά, Κερά και Βίγλα,
να πιω νερό απ΄ τη δροσερή τη στέρνα με την σίγλα.
Και άλλοτε από τα Ξώπετρα μ’ ένα μακρύ καλάμι,
να ψάχνω με μικρό γυαλί για χταποδιού θαλάμι.
Και όταν βουτούσα στο Γιαλό, τύχη μου καλομοίρα,
πλημμύριζε το είναι μου η γλυκερή σου αλμύρα.
Ποιός καλλιτέχνης να μπορεί πιστά να ζωγραφίσει,
αυτή την άγρια ομορφιά, που η φύση έχει χτίσει.
Τεχνίτης ποιός να σμίλεψε του Κόρφου την Καλντέρα,
λιμάνι απάγκιο, φυσικό και άνετο στο βορινό αγέρα .
Βλέποντας προς την άβυσσο της τρομερής Καλντέρας,
θαρρείς πως ζεις σε όνειρο, καθώς φυσά ο αγέρας.
Και απ’ του Προφήτη το βουνό, βλέποντας προς την Θήρα,
παιδί σου είμαι και προσκυνώ της γης σου τη αλμύρα.
Μία Καλντέρα τρομερή που όταν την αντικρίζεις,
πολλά τα ενθυμήματα και τότε απλά δακρύζεις.
Δεν ξέρω αν από του Ήφαιστου το θεϊκό καμίνι,
οι στάχτες, οι πολύχρωμες εδώ έχουνε μείνει.
Και απ’ την πεζούλα την τρανή όταν την αντικρίζεις,
αναγαλλιάζει σου η καρδιά και αγάπη της χαρίζεις.
Από εδώ αν δεις τον Κόρφο μας, πριν σκοτεινιάσει η μέρα,
που οι εικόνες εναλλάσσονται του βυθού με την Καλντέρα.
Με χίλια δυο πετρώματα και χίλιες αποχρώσεις,
συναίσθημα αγαλλίασης θαρρώ μόνο θα νοιώσεις.
Γιατί αυτή η ομορφιά, η μοναδική σ’ όλη την Οικουμένη,
εικόνισμα και φυλαχτό μες στην καρδιά μας μένει.
Και αν θες, έλα στης Μότενας να κάτσεις στα πεζούλια,
την εποχή που ανθίζουνε τα όμορφα Βαρδακούλια.
Και ακλούθα ονειροπολιτά του φεγγαριού το δρόμο,
κρατώντας την αγάπη σου απ’ τον τρυφερό της ώμο.
Θα νοιώσεις μέσα στην καρδιά, τη θεία μοσχοβόλια,
που εκπέμπουν της Παράδεισος τα θεία περιβόλια.
Το φίλημα του φεγγαριού την θάλασσα ριπίζει,
ανατριχιάζει, τρέμοντας, το βάθος που αντικρίζει.
Λες το φεγγάρι άναψε τρανή φωτιά φλογάτη,
και άπλωσε τα ασήμια του στης θάλασσας την πλάτη.
Τη στρώνει όλη μάλαμα και ασήμια την σκεπάζει,
και ο δαντελωτός αφρός με άσπρο ατλάζι μοιάζει.
Στα χωριουδάκια μας λιτά, απέριττα σπιτάκια, ταιριασμένα,
πολλά στη ράχη του γκρεμού, λες κι είναι καρφωμένα.
Όλα μικρά, μα άνετα, χωρίς πολλά στολίδια,
ολόλευκα δαντελωτά, με θαλασσιά κεντίδια.
Όλα τους πεντακάθαρα, λάμπουνε με νοικοκυροσύνη,
και κάθε Θηρασιώτισσα, αστραφτερή και εκείνη.
http://kallistorwntas.blogspot.com/