Γράφει ο Andrew Linington
Το 2012 είναι η 100η επέτειος της βύθισης του Τιτανικού. Ένα ναυάγιο που ακόμη και σήμερα μας προσφέρει πολλαπλά μαθήματα. Κανένας βέβαια δεν περίμενε, πως με το ξεκίνημα του έτους, θα είχαμε ένα ακόμη σοβαρό ναυάγιο μεγάλου επιβατικού σκάφους.
Το μεγάλο ερώτημα σε σχέση με την βύθιση του Costa Concordia, είναι το πώς μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο στον 21ο αιώνα; Κι όμως, για πολλούς από εμάς που εργάζονται στον τομέα της ναυτιλίας, η έκπληξη είναι πως ένα τέτοιοι ναυάγιο άργησε να συμβεί. Όλες οι ενδείξεις ήταν από καιρό στη θέση τους.
Το 2000, ο Γ.Γ. του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού του ΟΗΕ, που επιβλέπει τα κριτήρια ασφάλειας για την παγκόσμια ναυτιλία, δήλωσε πως στα προηγούμενα έξι χρόνια συνέβησαν μόνο 12 ατυχήματα με επιβατικά πλοία, και αυτό οφείλεται «σε καλή τύχη, καλές καιρικές συνθήκες, ήρεμα νερά, και πολλά πλοία στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να περιοριστούν οι θάνατοι».
Από τότε μέχρι σήμερα, το μέγεθος των πλοίων συνεχίζει α αυξάνεται σε αφάνταστο βαθμό. Οι κρουαζιέρες αναπτύσσονται, και εξαιτίας της άνθησης της αγοράς τους, τα μεγάλα πλοία διπλασιάστηκαν τα τελευταία χρόνια σε μέγεθος, από τα 80.000gt στα 160.000gt.
Η νέα αυτή γενιά πλοίων μπορεί και μεταφέρει 6.000 επιβάτες, και 1.800 πλήρωμα, σχεδόν τόσα άτομα όσο μια μικρή πόλη. Αυτό όμως δημιουργεί πολλές προκλήσεις.
Πως είναι δυνατόν, ένα πολυεθνικό πλήρωμα, που οι περισσότεροι των μελών του προέρχονται από αναπτυσσόμενες χώρες, και δεν γνωρίζουν τη γλώσσα ούτε των επιβατών, ούτε των υπόλοιπων συναδέλφων τους, να μπορούν να αναλάβουν τον έλεγχο και να δράσουν αποτελεσματικά σε μια περίπτωση κρίσης;
Οι ναυτικοί έχουν από καιρό εκφράσει τις ανησυχίες τους όσον αφορά και στον χειρισμό τόσο μεγάλων πλοίων. Κάποια μεγάλα επιβατικά σκάφη είναι έτσι κατασκευασμένα ώστε να μπορούν να πλησιάζουν στις ακτές και να μην χρειάζονται λάντζες. Παράλληλα, έχουν αυξηθεί τα καταστρώματα, με σκοπό την αύξηση του κέρδους, ενώ έχουν προστεθεί πισίνες, που επιδεινώνουν την σταθερότητα πλεύσης.
Υπάρχει επίσης μια γενική τάση, τα κρουαζιερόπλοια να ταξιδεύουν σε όλο και πιο εξωτικούς προορισμούς, π.χ. σε πολικές και τροπικές γεωγραφικές περιοχές, οι οποίες εκτός από τις δυσκολίες ναυσιπλοίας, αυξάνουν και τα ρίσκα, με την έννοια ότι απέχουν κατά πολύ από τους πολυσύχναστους θαλάσσιους διαδρόμους, έτσι ώστε να μην υπάρχουν διαθέσιμα σκάφη στην περιοχή σε περίπτωση ανάγκης διάσωσης.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, υπήρξαν πολλές προειδοποιητικές ενδείξεις: Η σύγκρουση των Norwegian Dream και Ever Decent, η πρόσκρουση σε ξέρα του Norwegian Crown, η πυρκαγιά στο Star Princess, η έκρηξη στο Queen Mary 2, κλπ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των ερευνών, το 60-80% των θαλάσσιων ατυχημάτων αφορούν σε «ανθρώπινο παράγοντα».
Μπορεί οι μεγάλες ναυτιλιακές εταιρίες να απασχολούν καταρτισμένο και καλά εκπαιδευμένο προσωπικό, το τεράστιο όμως μέγεθος των νέων πλοίων δημιουργεί ερωτηματικά σε σχέση με τον απαραίτητο και αναγκαίο αριθμό πληρώματος, έτσι ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί σε καταστάσεις ανάγκης.
Και μπορεί το πλήρωμα των καταστρωμάτων και των μηχανοστασίων να είναι εξαιρετικά εκπαιδευμένο, όμως το μεγάλο μέρος του υπόλοιπου πληρώματος δεν είναι.
Οι σωσίβιες λέμβοι έχουν αυξηθεί σε μέγεθος, και έχουν εξελιχθεί διάφορες μέθοδοι εκκένωσης, ώστε να ανταποκρίνονται στον αυξημένο αριθμό των επιβατών, που υπάρχουν στα κρουαζιερόπλοια σήμερα. Και ενώ τηρούνται οι προδιαγραφές, η επάρκεια, και η αποτελεσματικότητα αυτών των μεθόδων αμφισβητείται.
Υπάρχει μια γενική συζήτηση για καινοτόμα συστήματα εγκατάλειψης του σκάφους, αλλά οι σωσίβιες λέμβοι παραμένουν το κυρίαρχο διασωστικό μέσο, με μια τεχνολογία που ελάχιστα έχει αλλάξει από την εποχή του Τιτανικού.
Η τραγωδία του Τιτανικού το 1912 προκάλεσε μια γενική αναθεώρηση και αναμόρφωση των κανόνων ασφαλείας της ναυτιλίας, και έθεσε τα θεμέλια για όλο το κανονιστικό πλαίσιο που συνεχίζει να ισχύει και σήμερα.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα, και δεν χρειάζονταν το προχθεσινό ναυάγιο για να αντιληφθούμε ότι η ναυτιλιακή βιομηχανία, και οι ρυθμιστικές της αρχές, οφείλουν να αφυπνιστούν, και να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί.
The Guardian