Γράφει η Θαλέλλαια Καραμολέγκου
…H πόρτα του πλοίου άνοιξε αφήνοντας να αποκαλυφθεί η ηλιόλουστη και γεμάτη ομορφιές στεριά του νησιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, λάμποντας από ευτυχία, κρατούσε με το δεξί της χέρι μια μικρή βαλίτσα με ροδάκια και με τ’ άλλο μια μαγκούρα ξύλινη, γυριστή, ό, τι χρειαζόταν για να διαθέτει την αυτονομία της. 55 χρόνια είχε να πατήσει στη Σαντορίνη και το αίσθημα που μόλις ένιωσε όταν το πόδι της πάτησε την στεριά δεν το είχε φανταστεί μήτε στα πιο ελπιδοφόρα όνειρά της. Ήταν το έτος 1956 και ήταν ένας καταστροφικός σεισμός, που την ανάγκασε να ξενιτευτεί από ετούτο το μικρό παράδεισο, που τώρα στα 90 της έτη ξανά αντικρίζει. Δεν είχε οικογένεια, μόνο οι παιδικές της φίλες βρίσκονταν εν ζωή και διέμεναν στο νησί, μα ούτε εκείνες ακόμα γνώριζαν ότι είχε έρθει. « Όπα, όπα κυρία μου τη βαλίτσα σας δώστε τη σε μένα να την τακτοποιήσω κι εσείς ανεβείτε στο λεωφορείο. Πίσω πίσω έχει μείνει μια θέση, αν βιαστείτε…» Η ηλικιωμένη κούνησε το κεφάλι της θετικά, ανέβηκε τις σκάλες του πούλμαν και κατευθύνθηκε στη μοναδική άδεια θέση που βρήκε. « Κάθεται κανείς;» ρώτησε τη διπλανή της , μια όμορφη νεαρή κοπέλα «Excuse me?». Η 90χρονη δε συνέχισε την κουβέντα στην ξένη τουρίστρια και ακουμπώντας τη μαγκούρα δεξιά της χύθηκε κυριολεκτικά στο κάθισμα… Τα μάτια της εξέταζαν το γύρω χώρο, έψαχναν κάποιον που να γνωρίζει, ντόπιο, μα μάταια κανείς. Γεμάτο το λεωφορείο ξένους που αποτύπωναν την κάθε στιγμή με μία φωτογραφική μηχανή στο χέρι, ενώ η γιαγιά μονάχη εκεί ανυπομονούσε να δει ξανά τα χώματα που γεννήθηκε, εκείνα που μεγάλωσε, εκείνα που βίωσε τις δικές της μοναδικές εμπειρίες, τα χώματά της και τους ανθρώπους της.
Ο οδηγός σιγά σιγά απομακρυνόταν από τη θέα του δράκου χωνόταν μες στα κτίρια, τους δρόμους, τα ανθρώπινα επιτεύγματα. Μα το βλέμμα της επεξεργαζόταν την κάθε διαφορετική κουκκίδα δίπλα της, προσπαθώντας να βρει κάτι που να θυμίζει το τότε, κάποιο σπίτι, κάποιο χωράφι… Αδίκως… Κάτι καινούριες οικοδομές ανάμεσα σε τελειωμένα κτίρια εμπόδιζαν το κοίταγμα στη φύση. «Τίποτα παραπάνω δε θα δω για να πειστώ ότι ο τόπος αυτός άλλαξε», συλλογίστηκε. Κι όμως είχαν ακόμα πολλά να δουν τα κουρασμένα απ ΄ το ταξίδι μάτια της. Το πούλμαν έφτασε στο κέντρο του νησιού. Η ηλικιωμένη κρατώντας με το ένα χέρι τη μαγκούρα και με το άλλο τη βαλίτσα της, ανύψωσε τους οφθαλμούς της και χάθηκε. Ήταν τόσο απλό. Παντού τριγύρω οικοδομήματα, κτίρια, ξενοδοχεία, μαγαζιά τουριστικά. Πουθενά δεν έβλεπε χωράφι τριγύρω της, μήτε τον τόπο που θυμότανε παλιά. Πάρα πολύς κόσμος, συνωστισμός, τρεχαλητά, γέλια παντού, ξένοι προ πάντως ξένοι, αλλά γενικώς τουρίστες. Αμάξια, κίνηση, κυκλοφοριακό χάος. Εκεί που κάποτε ήταν οι δικοί της κι ήταν τόσο ήρεμα. Εκεί τώρα δέσποζαν εκείνοι. Δεξιά της ένα περίπτερο, πλησίασε… «-Καλησπέρα, προς τα πού να τραβήξω για να ξανοιήσω (=δω)…» Η ηλικιωμένη του είπε δεκαπέντε ονόματα που έμεναν εκεί χωρίς υπερβολές, έδωσε ονοματεπώνυμα, ψευδώνυμα, ηλικίες, τα πάντα. Ο περιπτεράς τακτοποιώντας το ταμείο του, σήκωσε το κεφάλι « -Τι λέτε κυρία μου; Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Ιδέα δεν έχω.» Απογοητευμένη έσυρε το κορμί της, κουρασμένη απ ΄ την ταλαιπωρία, σε ένα παγκάκι και παρέδωσε το σώμα της στο ξύλινο αυτό καθιστικό. Δύο ώρες εκεί μόνη της, ατενίζοντας τα γύρω της χαμογελαστά πρόσωπα των ξένων, την φριχτή κίνηση των αυτοκινήτων και πάνω από όλα το αλλιώτικο τοπίο, που αντίκριζε. Ενώ η μνήμη της τα παλιά κι ένα άλλο εντελώς διαφορετικό, φυσικό τοπίο ζωντάνευε μπροστά της. Κανείς γνωστός ώσπου…
«-Μαργαρίτη, κα (=καλέ) βρε Μαργαρίτη εσύ είσαι;» φώναξε μία κυρία πίσω της, όμοιας ηλικίας, κουνώντας το χέρι της δεξιόστροφα κι αριστερόστροφα πλησιάζοντας την.
«-Εγώ είμαι.» φώναξε η γιαγιά και σπίθες ελπίδας κατέκλυσαν το πρόσωπό της
«-Ήρθες Μαργαρίτη μου, ήρθες; Αμεδά (=απίστευτο!) αλάλιασα (=έμεινα άναυδη)! Μη σε θαρμίσω(=ματιάσω) για τα χρόνια σου μια χαρά βαστιέσαι (=κρατιέσαι). Η Ανεζίνη είμαι. Κα (=Καλέ) με ανηορεύγεσαι (=θυμάσαι);» και η παλάμη της ακούμπησε απαλά πάνω στον ώμο της 90χρονης.
«-Βεβαίως και σε ανηορεύγομαι (=θυμάμαι), μος (=μόλις) ήρθα και διαμπλάσσω (=περιφέρομαι)… Τόσα χρόνια σε ξένο τόπο.»
«- Ίντα (=Τι) κάνεις; Πώς είναι η Αθήνα;»
«-Καλά» αποκρίθηκε «Χαμός κι εδωδά (=εδώ), όμως, ξανοίω (=βλέπω), αλλάξατε.»
«-Ναι, χτίσαμε ξενοδοχεία, εστιατόρια, μαγαζιά, αποκτήσαμε ρεάλια (=λεφτά), τα παιδιά μου βρήκαν δουλειά- ένα ξενοδοχείο το καθένα έχει- και έρχονται κι άλλοι τοσαβιά (=πολλοί), ξέρεις, να μείνουν εδώ μόνιμα, να χτίσουν… Και Μαργαρίτη μου εγώ δεν ξέρω απ ΄ αυτά, αλλά, λένε, το νησί μας βούκινο (=πασίγνωστοι) έγινε σε όλο τον κόσμο… Έρχονται από παντού εδωδά(=εδώ) για διακοπές… Κι εμείς πλουτίζουμε τα καλοκαίρια και φτιάχνουμε ακόμη περισσότερα χτίρια για να κερδίσουμε πιο πολλά.» Και το στόμα της δε σταματούσε να περιγράφει…
«Χαθήκατε, όμως, παντού αρύφνους (= αγνώστους) ξανοίω (=βλέπω)…» τη διέκοψε η ηλικιωμένη, «…Δε μονιάζετε (=βρίσκεστε) πια όπως εμείς παλιά, δε μιλάτε… Τα παιδιά σου καλά είναι;» Η Ανεζίνη γύρισε το βλέμμα της δεξιά κι αριστερά, εξετάζοντας μήπως κάποιος την παρακολουθεί και αφού σιγουρεύτηκε πως όχι γύρισε στη Μαργαρίτη και χαμηλώνοντας το βλέμμα αναφώνησε:
«- Όχι, τους ‘φάγαν οι επιχειρήσεις τσακώθηκαν μεταξύ τους για τα ξενοδοχεία, θα τα βρούνε όμως το πιστεύω.» Η Μαργαρίτη θέλησε να αλλάξει το θέμα, μην τυχόν τη φέρει σε δύσκολη θέση. «-Εσύ μιλάς με τις άλλες, την παλιά παρέα μας;»
«-Σπάνια, τρέχουμε τώρα, τουρισμός αυτούς τους μήνες και όπως μπορείς, βοηθάς τα παιδιά σου. Εσύ που πας τώρα;»
«-Το σπίτι μου ήθελα να δω αλλά χάθηκα, δεν ξέρω πώς να πάω εδωδά (=εδώ) μες στο σαματά (=στη φασαρία) του κόσμου. Μ’ έπιασε σαλαβατίσι (= ζαλάδα) με όλα αυτά τα κτίρια που ξανοίω (=βλέπω) .Μπας κι εσύ ξέρεις απέκειο (= τι απέγινε) το σπίτι; »
«Έλα να σου δείξω, πάμε μαζί!»
Η μαγκούρα περνούσε ανάμεσα στα πόδια των περαστικών με μια ατμόσφαιρα πολύ ασφυκτική από τους τουρίστες, σαν να τις κύκλωνε στη μέση. «- Να κα (=καλέ) εδωδά (=εδώ) στάσου» φώναξε η Ανεζίνη και σήκωσε τη μαγκούρα της ψηλά θέλοντας να τονίσει κάτι. Εκεί μπροστά τους μια χαραμάδα φωτός μεταξύ δύο ξενοδοχείων έδειχνε ένα τοίχο μισογκρεμισμένο, φαίνονταν μερικά συντρίμμια κάτω στο χώμα, ενώ τα ξενοδοχεία και τα κτίρια ενοικιαζόμενων δωματίων υψώνονταν επιβλητικά τριγύρω. « Δεν μπορούμε να πάμε πιο κοντά , έχει κυκλωθεί από χτίρια και το ρυμίδι (=δρομάκι) που είχε, χάθηκε μέσα στις φαραοσυκιές. Θα γιομίσουμε (=γεμίσουμε) αγκίλια(=αγκάθια) αν τις πλησιάσουμε.» Το σώμα της γιαγιάς Μαργαρίτης ακούμπησε πίσω στον τοίχο, σκύβοντας το κεφάλι της. Ίσως δεν πίστευε, ίσως ήταν κάτι που δεν είχε φανταστεί να δει ποτέ της, ούτε στους χειρότερους εφιάλτες της. Η Ανεζίνη ακούμπησε τον ώμο της ηλικιωμένης φίλης της και αναφώνησε «Θα συνηθίσεις. Μεταξύ μας, ούτε εμένα μου αρέσει, αλλά τι να κάνουμε φέρνει πολλά ρεάλια (=χρήματα) και μεγάλη ανάπτυξη». Μετά από ώρα σιωπής ατενίζοντας μέσα από τη χαραμάδα η 90χρονη γύρισε το βλέμμα προς την παιδική της φίλη, «-Ανηορεύγεις (=θυμάσαι) ίντα (=τι) δουλειές κάναμε στα χωράφια; Ίντα (=τι) παιχνίδια όντες(=όταν) ήμασταν παιδιά; Πάμε να κάτσουμε εκειδά (=εκεί).»
«-Το χωράφι αυτό δεν υπάρχει πια, το πούλησα, έγινε ξενοδοχείο και γενικά δεν πολύ ασχολούμαστε τώρα τόσο με την αγροτιά. Με τη βεντέμα (= τον τρύγο), με τα χωράφια, όσο μπορούμε, ό, τι κάνουμε εμείς οι μεγαλύτεροι. Δεν βγάζει ρεάλια (=χρήματα) λένε», τόνισε με ένα φανερό ύφος δυσαρέσκειας και τα χέρια της σφιγμένα γύρω από τη μαγκούρα.
«-Ναι αλλά έτσι χάνουμε τις παραδόσεις μας. Πρέπει όλοι μαζί να αλληκοντεύσουμε (=εμποδίσουμε) να γίνει αυτό. » απάντησε η Μαργαρίτη, αγνοώντας έναν επίμονο περαστικό που θέλησε να τους τραβήξει την προσοχή προβάλλοντάς τες το χαμόγελό του. «- Άστα αυτά, μην τα αναιχασκίζεις (= αναφέρεις) και γογγύζεις (= δυσανασχετείς). Κα (=Καλέ) τώρα πού θα μείνεις και πόσο; Αν το αραθυμείς (=επιθυμείς πολύ) έλα μαζί να μείνουμε για όσο θες γιατί δουλιώ (=φοβάμαι) πως θα σε χάσω πάλι.. Και εγώ μόνη μου είμαι στο σπίτι, να έχω έναν άνθρωπο δικό μου να ξαραθυμώ (=ευχαριστιέμαι)και να ξεβαριούμαι (=διασκεδάζω). Πάμε!».
Η Μαργαρίτη έγνεψε καταφατικά και ακολούθησε τη φίλη της. «-Για όσο με θέλει η Παναγιά να έχω ζήσι (=ζωή), θα μείνω. Ήρθα να περάσω τα γεραθειά (=γεράματά) μου. Εδωδά (=εδώ) μεγάλωσα, εδωδά (=εδώ) αναπτύχθηκαν οι ελπίδες και τα όνειρα μου, πώς να φύω (=φύγω);»
Ο καναπές η νησιώτικη ατμόσφαιρα ενός παραδοσιακού οικισμού, παλιού έκαναν την ελπίδα και πάλι να ζωντανέψει στα μάτια της. Η φίλη της, αφού την καλωσόρισε στην οικία της, της προσέφερε ένα ζεστό ρόφημα στο τραπέζι και λίγους ξηρούς καρπούς. Το βλέμμα της Μαργαρίτης γύρισε δεξιά. Πάνω σε ένα μικρό τραπεζάκι απλωνόταν ανοιχτή μια εφημερίδα. Πάνω πάνω ο τίτλος στη σελίδα εκείνη έγραφε…. «Υποκλίθηκε όλος ο κόσμος στην ομορφιά της. Πρώτη σε όλο τον κόσμο η Σαντορίνη…» Ας μην την καταστρέψουμε ,όμως ,σκέφτηκε, να υπάρχουν σύνορα αναπτυξιακής πολιτικής. Αξίζει όχι μόνο να ‘ναι πρώτη για αυτούς, αλλά και πρώτη για μας, πρώτη στις καρδιές μας… Η σκέψη της κινούνταν μες στη μηχανή του χρόνου ερχόμενη μπροστά σε ιστορίες, σε χρόνια αλησμόνητα, σε χωράφια και σπίτια, σε γειτονιές γεμάτες γνωστούς, χαμόγελα και αγάπη. Μα δεν μπορεί να χάθηκαν όλα αυτά; Υπάρχουν, σίγουρα υπάρχουν, αρκεί κάποιος να τους προσφέρει την αφορμή να τα αναδείξουν και πάλι. Αρκεί μια ζεστή αγκαλά για να έρθουν μετά χίλιες. Αρκεί μια ανθρωπιά για να γίνουμε πολλοί. Αρκεί μια γλυκιά κουβέντα και πάλι για να ενώσει τους ανθρώπους. Αρκεί ένα χαμόγελο για να φέρει την ελπίδα σε όσους σε κοιτάζουν. Αρκεί…
Τα μάτια της χαμένα έξω από το παράθυρο κοιτάζοντας τόσο κόσμο να περνάει. Ξένο. Μα φταίνε αυτοί; Όχι βέβαια μήτε ο τουρισμός φταίει, παρά μόνο η τεράστια και η γρήγορη ανάπτυξη του από μας χωρίς όρια και χωρίς φραγμούς. «…Αχ να υπήρχε εκείνο το χωράφι που μεγάλωσα, αχ εκείνες οι πλατείες οι απλές με χώμα που γεύτηκα το παιχνίδι, τη φιλία, τον πρώτο έρωτα. Αχ να μπορούσε να μπει στις ψυχές των νέων η ίδια αγάπη σαν και αυτή που εγώ βίωσα από τους γύρω μου, εκείνη η αληθινή. Αχ να γινόμασταν εμείς οι ντόπιοι και πάλι πρωταγωνιστές του νησιού μας και να παίρναμε το σκήπτρο από τους τουρίστες. Για εμάς να γινόταν η ανάπτυξη και όχι για εκείνους. Αχ να τοποθετούσαμε όρια να μη χαθεί η γιγάντια ανθρωπιά που έχουμε. Στον κόσμο αυτό της μοναξιάς που ζούμε. Αχ…» αναπολούσε και έπινε το ρόφημα αμίλητη.
Αν το βάλουμε σκοπό δεν θα απομακρυνθούμε, θα μείνουμε ενωμένοι με αγάπη, όλοι πρωταγωνιστές του τόπου μας, δεμένοι. Αν το βάλουμε σκοπό, λίγο όριο χρειάζεται. Αν το βάλουμε σκοπό, μπορούμε, μπορούμε να μείνουμε νησιώτες, συγχωριανοί, άνθρωποι. Αν το βάλουμε μονάχα για σκοπό μας…