Kάποιος από εκείνους που αγαπούνε τον Θεό αχόρταστα ,σαν τον ρώτηξα να μού δώσει να καταλάβω την αγάπη τού Θεού, μού είπε πως τόσο πολύ ένοιωσα αυτή την ενέργεια , ώστε βιαζότανε η ψυχή μου με κάποια ανεκλάλητη χαρά κιαγάπη να βγεί από το στόμα μου και να πετάξει στον Κύριο, και σαν να μην ήξερε τον τρόπο που ζούνε στην πρόσκαιρη ζωή.
Κι όποιος δοκιμάσει αυτή την αγάπη , και χίλιες βρισιές να ακούσει από τον άλλον και να κακοπάθει απάυτόν ,δεν θυμώνει καταπάνω του, αλλά απομένει σαν να είναι κολλημένος στην ψυχή εκείνου που τον έβρισε , είτε με άλλον τρόπο τον έβλαψε.
Και μοναχά στενοχωριέται για όσους δε λυπούνται τους φτωχούς, είτε μιλάνε καταπάνω στον Θεό, είτε ζούνε με πονηριά. Γιατί αυτός που αγαπά πολύ τον Θεό, ή καλύτερα που δεν αγαπά πια τον εαυτότου αλλά τον Θεό , δεν ζητά την δική του τιμή , αλλά μοναχά εκείνου που τον τίμησε με τιμή αιώνια. Κι αυτόδεν το θέλει με λίγη θέληση , αλλά έχει αυτή τη διάθεση σαν να είναι το φυσικό του,επειδή δοκίμασε πολύ την αγάπη τού Θεού.
Κοντά σ ΄αυτά πρέπει να ξέρει κανένας , πως εκείνος που κάνει σε τέτοια αγάπη με την ενέργεια τού Θεού, υψώνεται απάνω κι από την πίστη, τον καιρό αυτής της ενέργειας, επειδή με την αίσθηση της καρδιάς και με πολύ αγάπη βαστά μέσα του τον Θεό που τον τιμά με την πίστη του.
Αυτό μάς λέγει καθαρά ο άγιος Παύλος γράφοντας: «Και τώρα απομένουνε αυτά τα τρία, πίστη, ελπίδα κι αγάπη και το πιο μεγάλο απ΄αυτά είναι η αγάπη».
Γιατί όποιος βαστά τον Θεό με την αγάπη , όπως είπα, είναι πιο μεγάλος από την πίστη του ,επειδή βρίσκεται ολάκερος κυριευμένος από τον πόθοτού Θεού.