Το πρόβλημα των άγονων γραμμών αφορά εκείνο το κομμάτι του συγκοινωνιακού συστήματος του Αιγαίου που κάθε φορά αδυνατεί να αντιμετωπίσει η ελεύθερη συγκοινωνιακή αγορά, όπως αυτή λειτουργεί στη δεδομένη στιγμή. Τόσο το συνολικό συγκοινωνιακό ζήτημα όσο και το εξ υπολοίπου ζήτημα των αγόνων είναι προβλήματα που προσδιορίζονται κάθε φορά από τέσσερις ομάδες αντικειμενικών παραγόντων:
* Την ενεργή ζήτηση μεταφορικού έργου, τις λαϊκές προσδοκίες ικανοποίησης κοινωνικής εξυπηρέτησης, την ανταπόκριση της προσφοράς μεταφορικών μέσων στην ενεργή ζήτηση και τέλος την ενεργοποίηση της κοινωνικής προσδοκίας διά μέσου των ρυθμιστικών αποφάσεων της Πολιτείας (ακτοπλοϊκή πολιτική). Κάθε απλούστευση του προβλήματος οδηγεί σε ασύμμετρα σφάλματα αποφάσεων, που περιπλέκουν περισσότερο το συνολικό ζήτημα.
Η ακτοπλοϊκή αγορά του Αιγαίου ήταν ανέκαθεν εξαιρετικά και σχεδόν πλήρως ρυθμισμένη διοικητικά- γράφε πολιτικά. Και όπως είναι παγκοίνως γνωστό, όπου η ρύθμιση της αγοράς υπερβαίνει το ανεκτό όριο, αναπτύσσονται φαινόμενα μαύρης αγοράς. Σε κάθε είδους μαύρη αγορά αναλογεί ένα μεγάλο μερίδιο διαφθοράς. Αυτό το βλέπουμε πλέον εξόφθαλμα. Η ακτοπλοϊκή αγορά του Αιγαίου ήταν ανέκαθεν «μαύρη» και εξακολουθεί να είναι, παρά την υποτιθέμενη «απελευθέρωσή» της. Η διαφορά είναι ότι τώρα απλώς το μικρόβιο της μαύρης αγοράς μπαίνει όχι από την πόρτα, αλλά από το παράθυρο των άγονων γραμμών. Οι άγονες γραμμές δεν έχουν ενσωματωθεί λειτουργικά στην κύρια ακτοπλοϊκή αγορά. Αντίθετα, παίζουν ρόλο διαφθορέα του όλου συστήματος.
Αγονες γραμμές προκύπτουν εκεί όπου το μεταφορικό έργο δεν είναι επαρκές για να διεγείρει την ανταπόκριση της προσφοράς συγκοινωνιακών υπηρεσιών στα πλαίσια της συνήθους αγοράς.
Προσέξτε, όμως: Το μεταφορικό έργο μπορεί να είναι με τη σειρά του πραγματικό ή πλασματικό! Για παράδειγμα, αν το μεταφορικό έργο που εστιάζεται σε ένα λιμανάκι είναι τρεις επιβάτες και ένα αυτοκίνητο ανά εβδομάδα, η μεν αγορά μετράει αυτά τα σκληρά δεδομένα, αλλά ο τοπικός πολιτευτής μπορεί να συντονίσει τις φωνές όλων των μη επιβατών, που ίσως είναι χιλιάδες, για να αιτιολογήσει την έκτακτη ικανοποίηση με κοινωνική επιδότηση. Επιδότηση που δεν αντιστοιχεί στους πραγματικούς τρεις επιβάτες αλλά στους φανταστικούς χιλιάδες ανάμεσα στους οποίους ψαρεύει εκλογική πελατεία ο πονηρός πολιτευτής.
Με τον τρόπο αυτόν αποκλείονται όλες οι πιθανές πραγματικές λύσεις ελάχιστου κόστους που θα μπορούσαν να βρεθούν με νηφάλια τεχνοκρατική αναζήτηση, και το Δημόσιο παρασύρεται σε μια άλογη δαπάνη για λύση συμβατική εκεί όπου δεν χωράει. Το σύνδρομο που επωάσθηκε στο πεδίο των άγονων γραμμών μολύνει στη συνέχεια ολόκληρη τη λογική της ακτοπλοϊκής αγοράς.
Η συνέχεια είναι ακόμη πιο ανησυχητική: Με τη δημιουργία της πλασματικής μαύρης αγοράς των υποβολιμαίων λαϊκών προσδοκιών καθιερώνεται στην κοινή συνείδηση μια βάση πολλών εκατομμυρίων ευρώ ως αφετηρία της όποιας συζήτησης για τις άγονες, και νέοι ευρηματικοί πολιτικοί εμφανίζουν δικές τους λύσεις «φτηνότερες» ή «πιο μακροπρόθεσμες», αλλά πάντα της ίδιας τάξης δημόσιας δαπάνης (π.χ. ναυπήγηση νέου στόλου ημιδημόσιας ιδιοκτησίας)! Ετσι το εύρος της μαύρης ακτοπλοϊκής αγοράς διευρύνεται σε κάθε κύκλο πολιτικής αντιδικίας με όλες τις συνέπειες που η διόγκωση μιας μαύρης αγοράς συνεπάγεται τόσο για το κοινό όσο και, κυρίως, για τον ρυθμιστικό δημόσιο κορβανά.
Οσο το συγκοινωνιακό ζήτημα του Αιγαίου δεν αναλύεται κατά πρώτο ως σύνολο με σύγχρονα επιστημονικά μέσα που είναι στη διάθεση και του τελευταίου φοιτητή της πληροφορικής, κανείς δεν θα μπορεί να επιλέξει την καλύτερη ανάμεσα στο σύνολο των τεχνικά εφικτών λύσεων, η μαύρη αγορά θα τροφοδοτείται με «έξυπνες» λύσεις που έχουν θολό πρακτικό ορίζοντα και στη θολούρα θα θάλπουν όλα τα άνθη του κακού που θα καλείται να πληρώσει θέλει δεν θέλει ο δέσμιος φορολογούμενος. Και το πολιτικό σύστημα σε ό,τι αφορά το κύρος του.
Ο κ. Κ. Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου και πρώην διοικητής της ΕΤΒΑ http://www.tovima.gr/
* Την ενεργή ζήτηση μεταφορικού έργου, τις λαϊκές προσδοκίες ικανοποίησης κοινωνικής εξυπηρέτησης, την ανταπόκριση της προσφοράς μεταφορικών μέσων στην ενεργή ζήτηση και τέλος την ενεργοποίηση της κοινωνικής προσδοκίας διά μέσου των ρυθμιστικών αποφάσεων της Πολιτείας (ακτοπλοϊκή πολιτική). Κάθε απλούστευση του προβλήματος οδηγεί σε ασύμμετρα σφάλματα αποφάσεων, που περιπλέκουν περισσότερο το συνολικό ζήτημα.
Η ακτοπλοϊκή αγορά του Αιγαίου ήταν ανέκαθεν εξαιρετικά και σχεδόν πλήρως ρυθμισμένη διοικητικά- γράφε πολιτικά. Και όπως είναι παγκοίνως γνωστό, όπου η ρύθμιση της αγοράς υπερβαίνει το ανεκτό όριο, αναπτύσσονται φαινόμενα μαύρης αγοράς. Σε κάθε είδους μαύρη αγορά αναλογεί ένα μεγάλο μερίδιο διαφθοράς. Αυτό το βλέπουμε πλέον εξόφθαλμα. Η ακτοπλοϊκή αγορά του Αιγαίου ήταν ανέκαθεν «μαύρη» και εξακολουθεί να είναι, παρά την υποτιθέμενη «απελευθέρωσή» της. Η διαφορά είναι ότι τώρα απλώς το μικρόβιο της μαύρης αγοράς μπαίνει όχι από την πόρτα, αλλά από το παράθυρο των άγονων γραμμών. Οι άγονες γραμμές δεν έχουν ενσωματωθεί λειτουργικά στην κύρια ακτοπλοϊκή αγορά. Αντίθετα, παίζουν ρόλο διαφθορέα του όλου συστήματος.
Αγονες γραμμές προκύπτουν εκεί όπου το μεταφορικό έργο δεν είναι επαρκές για να διεγείρει την ανταπόκριση της προσφοράς συγκοινωνιακών υπηρεσιών στα πλαίσια της συνήθους αγοράς.
Προσέξτε, όμως: Το μεταφορικό έργο μπορεί να είναι με τη σειρά του πραγματικό ή πλασματικό! Για παράδειγμα, αν το μεταφορικό έργο που εστιάζεται σε ένα λιμανάκι είναι τρεις επιβάτες και ένα αυτοκίνητο ανά εβδομάδα, η μεν αγορά μετράει αυτά τα σκληρά δεδομένα, αλλά ο τοπικός πολιτευτής μπορεί να συντονίσει τις φωνές όλων των μη επιβατών, που ίσως είναι χιλιάδες, για να αιτιολογήσει την έκτακτη ικανοποίηση με κοινωνική επιδότηση. Επιδότηση που δεν αντιστοιχεί στους πραγματικούς τρεις επιβάτες αλλά στους φανταστικούς χιλιάδες ανάμεσα στους οποίους ψαρεύει εκλογική πελατεία ο πονηρός πολιτευτής.
Με τον τρόπο αυτόν αποκλείονται όλες οι πιθανές πραγματικές λύσεις ελάχιστου κόστους που θα μπορούσαν να βρεθούν με νηφάλια τεχνοκρατική αναζήτηση, και το Δημόσιο παρασύρεται σε μια άλογη δαπάνη για λύση συμβατική εκεί όπου δεν χωράει. Το σύνδρομο που επωάσθηκε στο πεδίο των άγονων γραμμών μολύνει στη συνέχεια ολόκληρη τη λογική της ακτοπλοϊκής αγοράς.
Η συνέχεια είναι ακόμη πιο ανησυχητική: Με τη δημιουργία της πλασματικής μαύρης αγοράς των υποβολιμαίων λαϊκών προσδοκιών καθιερώνεται στην κοινή συνείδηση μια βάση πολλών εκατομμυρίων ευρώ ως αφετηρία της όποιας συζήτησης για τις άγονες, και νέοι ευρηματικοί πολιτικοί εμφανίζουν δικές τους λύσεις «φτηνότερες» ή «πιο μακροπρόθεσμες», αλλά πάντα της ίδιας τάξης δημόσιας δαπάνης (π.χ. ναυπήγηση νέου στόλου ημιδημόσιας ιδιοκτησίας)! Ετσι το εύρος της μαύρης ακτοπλοϊκής αγοράς διευρύνεται σε κάθε κύκλο πολιτικής αντιδικίας με όλες τις συνέπειες που η διόγκωση μιας μαύρης αγοράς συνεπάγεται τόσο για το κοινό όσο και, κυρίως, για τον ρυθμιστικό δημόσιο κορβανά.
Οσο το συγκοινωνιακό ζήτημα του Αιγαίου δεν αναλύεται κατά πρώτο ως σύνολο με σύγχρονα επιστημονικά μέσα που είναι στη διάθεση και του τελευταίου φοιτητή της πληροφορικής, κανείς δεν θα μπορεί να επιλέξει την καλύτερη ανάμεσα στο σύνολο των τεχνικά εφικτών λύσεων, η μαύρη αγορά θα τροφοδοτείται με «έξυπνες» λύσεις που έχουν θολό πρακτικό ορίζοντα και στη θολούρα θα θάλπουν όλα τα άνθη του κακού που θα καλείται να πληρώσει θέλει δεν θέλει ο δέσμιος φορολογούμενος. Και το πολιτικό σύστημα σε ό,τι αφορά το κύρος του.
Ο κ. Κ. Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου και πρώην διοικητής της ΕΤΒΑ http://www.tovima.gr/