του Θεόδωρου Ε. Παντούλα, διευθυντή του περιοδικού manifesto
Το μισό κοινοβούλιο κατηγορείται για κλεπταποδοχή. Το άλλο μισό σιωπά. Κορυφαίοι, τέως υπουργοί, δηλώνουν ανερυθρίαστα ότι λειτούργησαν ως βαποράκια πολυεθνικών, εργολάβων, βιομηχάνων και πλοιοκτητών. Όλα αυτά φαίνονται φυσιολογικά σε αρκετούς εκλογείς και σε όλους τους εισαγγελείς.
Ωστόσο όσοι δεν ζούμε εγκλωβισμένοι στην τηλεοπτική ρητορεία γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι πολίτες που απείχαν από την διαδικασία των ευρωεκλογών δεν πήγαν όλοι τους στις παραλίες. Οι περισσότεροι, απ’ ότι φαίνεται, έμειναν σπίτι τους κι εθρήνησαν με μαύρο δάκρυ το άταφο και τυμπανιαίο πτώμα του μεταπολιτευτικού φιάσκου μαζί με την ανημπόρια τους να το ενταφιάσουν άπαξ και δια παντός. Η ψευδεπίγραφη δημοκρατία μας είναι μια κοινοβουλευτική κλεπτοκρατία στην υπηρεσία μιας δημοκοπικής ολιγαρχίας. Κι όπως σε όλες τις μαφίες του κόσμου, έτσι κι εδώ έχουμε τις «οικογένειες» που κάνουν τα κουμάντα τους και τους παραγιούς τους που κάνουν τα θελήματά τους.
Αυτό το μικρό, μεγάλο ή μεγαλύτερο εκλογικό σώμα που δεν προσήλθε στην εκλογική διαδικασία, όχι από οκνηρία αλλά από απελπισία περιμένει ή και αναζητά όχι μιαν άλλη κομματική φενάκη αλλά μια όντως πολιτική πρόταση. Διότι αυτό που λείπει είναι το άθλημα της πολιτικής. Αυτό που πλεονάζει είναι η αθλιότητα της παραπολιτικής. Αυτό που αναζητείται, ή θα έπρεπε να αναζητείται, είναι η επιστροφή της πολιτικής. Της ανιδιοτελούς έγνοιας και της αφειδώλευτης προσφοράς. Της κριτικής αποτίμησης και της επιτελικής επάρκειας. Του αποτελεσματικού σχεδιασμού και της τολμηρής δημιουργίας. Της ανυστερόβουλης διακονίας και του μέτρου. Η κυρίαρχος προτεραιότητα της ατομικής «τακτοποίησης» δεν είναι μέτρο είναι εκφυλισμός του μέτρου και τυραννία της μετριοκρατίας.
Όσοι με τον ένα ή άλλο τρόπο δραστηριοποιούμαστε στα δημόσια πράγματα, έχουμε ευθύνη να συναντηθούμε με αυτούς τους ανθρώπους, να συνομιλήσουμε μαζί τους και να συνδιαμορφώσουμε τις δράσεις εκείνες που θα επιτρέψουν την επιστροφή της πολιτικής. Οι συνθήκες ποτέ δεν ήταν χειρότερες για τον τόπο αλλά και ποτέ δεν ήσαν τόσο ώριμες για την ανατροπή τους. Κι αν προσώρας μας παρηγορεί η αποχή, δεν πρέπει να μας εφησυχάζει. Διότι η απαξίωση και η άρνηση δεν είναι πολιτική. Είναι κριτική εγρήγορση αλλά μπορεί να είναι και κόπωση ή και παραίτηση, η οποία όχι σπάνια γίνεται καταφυγή, που καθηλώνει πρόσωπα και ομάδες σε μια βολική για όλους απραξία.
Χρέος μας, χρέος όλων όσων δεν υπηρετούν την κατεστημένη λωποδυσία, είναι να εξέλθουμε. Να μιλήσουμε και να προστατεύσουμε την άλλη Ελλάδα, την λιγότερο δημοφιλή αλλά όχι και λιγότερο υπαρκτή. Διότι η πρωτοφανής αποχή κατέδειξε ότι υπάρχουν δυο Ελλάδες. Ότι από την μια υπάρχει και λειτουργεί ένα ισχυρό πελατειακό σύστημα του οποίου οι πελάτες παρασιτούν σε μια χώρα που δεν παράγει τίποτε και στους αντίποδες αυτής της ολιγοφρένειας υπάρχει μια άλλη Ελλάδα που λαθροβιώνει φιμωμένη μέσα σε μια γενικευμένη απελπισία, που ωστόσο δεν έχει διαμορφώσει μια συγκροτημένη αντιπρόταση. Υπάρχει η Ελλάδα και η αγελάδα του κομματικού παρακράτους, που λεηλατεί τον τόπο και τις ζωές μας και εκ παραλλήλου υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος το οποίο μένει ανεκπροσώπητο κι ανέκφραστο. Είναι αυτό που δεν υποστέλλει την σημαία, που δεν εμπορεύεται την αξιοπρέπειά του, που εργάζεται με ακεραιότητα, που δημιουργεί με ευθύνη, που δεν σκύβει το κεφάλι στους τυχάρπαστους παραγοντίσκους του απόπατου που κατ’ ευφημισμόν καλούμε δημόσιο βίο.
Δεν αυταπατώμαι. Ούτε υποστηρίζω ότι πλεονάζουν η κριτική εγρήγορση, η σοβαρότητα και η διάθεση. Όσοι διασώζουν τέτοιες αρετές κι ευαισθησίες μειοψηφούν. Πλειοψηφούν οι απαίδευτοι καιροσκόποι. Το ζούμε στην καθημερινότητά μας, η οποία έχει κατακλυσθεί από την επιθετική χυδαιότητα και την άνανδρη βία. «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» αναρωτάται ο κάθε συμπλεγματικός τσιφτετέλληνας; Είναι ο ίδιος που παραβιάζει τους στοιχειώδεις κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, που ρυπαίνει τους δημόσιους χώρους, που καμαρώνει για την δουλοπρέπειά του, που καυχάται για την ατιμία του, που θεωρεί την εξαπάτηση εφόδιο καταξίωσης. Και πλάι σε αυτή την γονατισμένη αθλιότητα η ανεξαγόραστη περηφάνεια και πλάι στην κραυγαλέα θρασύτητα η σιωπηλή σεμνότητα, και πλάι στην κυρίαρχη έπαρση η συνετή περιφρόνηση.
Πρέπει να εξέλθουμε. Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας εξόδου δεν μπορούμε ούτε να τα προεξοφλήσουμε ούτε να τα προδικάσουμε. Μπορούμε όμως να τα διεκδικήσουμε.
Κανένας δεν σώζεται δια της βίας. Όποιος επιθυμεί να μείνει στρατωνισμένος στα κομματικά ποιμνιοστάσια, ας σταυλίσει ακωλύτως την αναξιοπρεπή «καπατσοσύνη του» στα παχνιά τους. Όποιος πάλι θέλει να διασκεδάσει τις ενστάσεις του με ανέξοδες καταγγελίες και ανώδυνες αιτιάσεις ας το πράξει. Δεν λείπουν δα οι αυτιστικές ομάδες κι οι ομαδούλες που καταγράφουν εξαιρετικές επιδόσεις στην ομφαλοσκοπία. Μόνο που όλες αυτές οι αλαζονείες, συνειδητά ή ασυνείδητα, λειτουργούν επ’ ωφελεία του κατεστημένου κρετινισμού κι ενίοτε και ως άλλοθί του. Κανείς δεν θα εμποδίσει κανέναν να σώσει το κακτάκι που έχει στο μπαλκόνι του μόνο που δεν ξέρω τι νόημα θα έχει μια τέτοια σωτηρία όταν έχουν κατακαεί τα πάντα γύρω μας. Όποιος θέλει ας συνεχίζει, ανοήτως, να ποτίζει το κακτάκι του.
Όποιος όμως θέλει ας αναλάβει τις ευθύνες του κι ας εξέλθει για ν’ ανταμώσει πρόσωπα, για να ξεδιπλώσει σημαίες, για να διαδηλώσει ότι ΔΕΝ «είναι όλοι ίδιοι». Ότι το «όλοι ίδιοι είναι» είναι ένας αναντίστοιχος ολοκληρωτισμός. Ας εξέλθουμε λοιπόν. Κι ας είναι η έξοδός μας ΠΡΑΞΗ αξιοπρέπειας, προσωπικής και συλλογικής. Τώρα.