Γράφει ο Γιάννης
Χατζηαντωνίου, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Όπως μεταδόθηκε
από τα ΜΜΕ επιβλήθηκε από τις αστυνομικές αρχές πρόστιμο σε Ιερέα στην Θήρα
διότι κοινώνησε ένα παιδί που προσήλθε με τον πατέρα του σε Ιερό Ναό μετά το
πέρας της Θείας Λειτουργίας. Πρόστιμο επιβλήθηκε και στον πατέρα ενώ πάντα κατά
τα ΜΜΕ σχηματίζεται και ποινική δικογραφία.
Είναι λοιπόν
αδίκημα η παροχή της Θείας Κοινωνίας; Μπορεί να αποτελέσει αδίκημα;
Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΕΙ
Ασφαλώς η λήψη
της Θείας Κοινωνίας είναι τόσο θεμελιώδης για την Ορθόδοξη Πίστη και λατρεία
που ακόμα και η απαγόρευση της δεν υποχρεώνει ούτε τους κληρικούς να μην την
μεταδώσουν , ούτε τους λαϊκούς να μην την λάβουν. Κάτι τέτοιο, απλώς θα
αποτελούσε βαριά παραβίαση της ελευθερίας της λατρείας κι εντεύθεν της
προστατευόμενης από το άρθρο 13 του Συντάγματος θρησκευτικής ελευθερίας.
Η σύνδεσή της με
τον πυρήνα της πίστεως των ορθόδοξων χριστιανών είναι δεδομένη, όπως
επανειλημμένα έχουν διακηρύξει πολλοί επίσκοποι και κληρικοί της Εκκλησίας,
αλλά και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος και ο ίδιος ο
Αρχιεπίσκοπος προσωπικά.
Ότι αυτό
επιτάσσει η Ιερά Παράδοση που προστατεύεται από το άρθρο 3 του
Συντάγματος είναι επίσης αναμφισβήτητο. Αντί πολλών παραπομπών που θα μπορούσαν
να παρατεθούν αναφέρεται παρακάτω μόνο ένα απόσπασμα από τον άγιο Ιωάννη τον
Δαμασκηνό, σχετικά με τη Θεία Κοινωνία:
«Είναι αληθινά
σώμα ενωμένο με τη θεία φύση. Το σώμα δηλαδή που γεννήθηκε από τα σπλάχνα της
αγίας Παρθένου, όχι διότι κατεβαίνει από τον ουρανό το σώμα που ανελήφθη, αλλά
διότι ο ίδιος ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται εις σώμα και αίμα Θεού.
Αν όμως ζητάς να μάθεις τον τρόπο, δηλαδή πως γίνεται αυτό, σου αρκεί να μάθεις
ότι γίνεται δια του Αγίου Πνεύματος, όπως ακριβώς ο Κύριος εδημιούργησε σάρκα
για τον εαυτό Του και μέσα στον εαυτό Του από τα σπλάχνα της αγίας Θεοτόκου διά
του Αγίου Πνεύματος και δεν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο παρά μόνο ότι ο λόγος
του Θεού είναι αληθινός και δραστικός και παντοδύναμος, ο τρόπος όμως είναι
απροσπέλαστος στην έρευνα……. Χαρίζει λοιπόν σ’ αυτούς που αξίως κοινωνούν με πίστη
άφεση αμαρτιών και αιώνια ζωή και φρουρεί την ψυχή και το σώμα τους….. Δεν
είναι ο άρτος και ο οίνος τύπος του σώματος και του αίματος του Χριστού, ποτέ
κάτι τέτοιο, αλλά το ίδιο το σώμα του Κυρίου θεωμένο…» (1)
Υπενθυμίζεται ότι
σύμφωνα με το άρθρο 3 του Συντάγματος που ρητώς αναφέρει ότι «…H Oρθόδοξη
Eκκλησία της Eλλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Kύριο ημών Iησού Xριστό,
υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Mεγάλη Eκκλησία της
Kωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Eκκλησία του Xριστού τηρεί
απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και
τις ιερές παραδόσεις…» η Εκκλησία της Ελλάδος, όχι απλώς δικαιούται, αλλά
υποχρεούται να τηρεί και μάλιστα «απαρασάλευτα» την Ιερά Παράδοση.
Από τον ίδιο τον
τίτλο του άρθρου αυτού (Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας) αλλά και
το περιεχόμενό του , όπως αναλυτικά θα εκτεθεί παρακάτω, το Κράτος υποχρεούται
να μην προβεί σε αντίθετη παρέμβαση. Συνεπώς σε καμία περίπτωση στα πλαίσια του
ισχύοντος Συντάγματος η Θεία Κοινωνία δεν μπορεί να αποτελεί αδίκημα.
Παρόλα αυτά
τίθεται το ερώτημα, αν τυχόν εμπίπτει σχετική απαγόρευση στις ισχύουσες
ρυθμίσεις και απαγορεύσεις.
Η – υποτιθέμενη-
ποινική ευθύνη του Ιερέα, αλλά και του πατέρα του παιδιού που κοινώνησε,
στηρίζεται στο άρθρο 285 του Ποινικού Κώδικα που απειλεί με φυλάκιση και
χρηματική ποινή όποιον «παραβιάζει τα μέτρα που όρισε ο νόμος ή η αρμόδια αρχή
για να αποτραπεί η εισβολή ή διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας….αν από την
πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος μετάδοσης σε αόριστο αριθμό ανθρώπων».
Για ένα Ορθόδοξο,
ιδιαίτερα αν πρόκειται για Ιερέα, είναι φυσικά αυτονόητο ότι δεν θεωρεί
ότι από την μετάδοση της θεία Κοινωνίας μπορεί να προκύψει οποιοσδήποτε
κίνδυνος μόλυνσης. Όπως αποδείξαμε παραπάνω αυτό δεν μπορεί να απαγορευτεί
νομικά, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει δόλος.
Η διάταξη του
άρθρου 285 αποτελεί λευκό ποινικό νόμο, που αποκλίνει από την αρχή του άρθρου 7
παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος « Έγκλημα δεν υπάρχει , ούτε ποινή επιβάλλεται
χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα
στοιχεία της» και του άρθρου 1 του Ποινικού Κώδικα «Ποινή δεν επιβάλλεται παρά
μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την
είχε ρητά ορίσει πριν από την τέλεσή τους.».
Είναι – κατά τη
νομική επιστήμη και την νομολογία – απαραίτητο τα μέτρα να έχουν επιβληθεί
νομίμως. Το ζήτημα αυτό εξετάζεται , εφόσον απαιτηθεί, από το Ποινικό
Δικαστήριο. (Πλημμ. Μυτιλήνης 23/1995, εις Ποιν Χρον ΜΖ΄313, όπου και περαιτέρω
παραπομπές).
Υπάρχει βεβαίως
ζήτημα με τα μέτρα που λαμβάνονται με τις ήδη δεκάδες σχετικές ΚΥΑ σε σχέση με
την θρησκευτική ελευθερία. Εκδόθηκαν σωστά ;
Επ’ αυτού υπάρχει
αντίρρηση που μάλιστα έχει αχθεί ενώπιον του ΣτΕ, η οποία αφορά και τον τύπο
και την ουσία των ΚΥΑ. (Η υπόθεση συζητείται στις 2 Απριλίου , κατόπιν αιτήσεων
και λαϊκών, αλλά και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και 81
Μητροπόλεων).
Έχει υποστηριχθεί
ότι στα πλαίσια της «έκτακτης ανάγκης» που προέκυψε λόγω της πανδημίας του
κορωναϊού, για λόγους δημόσιας υγείας μπορεί να περιοριστούν τα θεμελιώδη
δικαιώματα, μαζί και αυτό της θρησκευτικής ελευθερίας.
Όμως η διάρκεια
και η καθολικότητα των μέτρων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν έχουμε
περιορισμούς, αλλά απαγορεύσεις των δικαιωμάτων, η δε επίφαση προσωρινότητας (η
χρήση πχ του όρου «αναστολή» αντί του όρου απαγόρευση) απλώς αποτελεί
ευφημισμό, που όσο περνά ο καιρός εξελίσσεται σε εμπαιγμό.
Ακόμα και το
ολοφάνερα δυσανάλογα με άλλες χώρες της ΕΕ σε σχέση και το οικονομικό επίπεδο
των εισοδημάτων στην χώρα, ύψος των προστίμων συνηγορεί σε αυτό.
Κατ’ αρχήν πρέπει
να παρατηρηθεί ότι η δημόσια υγεία δεν ταυτίζεται με την αντιμετώπιση μιας μόνο
ασθένειας αλλά αφορά συνολικά της υγεία του πληθυσμού, σε σχέση με όλες τις
ασθένειες περιλαμβανόμενων των ψυχικών.
Έπειτα, τα
λαμβανόμενα μέτρα πρέπει να έχουν ορισμένη διάρκεια, όχι τυπικά αλλά στην ουσία
(τυπικά πρόκειται συνήθως για δεκαπενθήμερα ή εβδομαδιαία που όμως ήδη διαρκούν
ένα έτος), να βρίσκονται σε αναλογία με τον κίνδυνο και να μην υπηρετούν άλλες
στοχεύσεις.
Σε κάθε περίπτωση
δεν πρέπει να θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος και πρέπει να ισχύει η αρχή της
αναλογικότητας. Επίσης, δεν δικαιολογείται η παράκαμψη των θεσμικών εγγυήσεων
και των προβλεπόμενων διαδικασιών, όταν μάλιστα είναι απολύτως εφικτή η τήρησή
τους, αλλιώς βρισκόμαστε μπροστά σε μια διαδικασία που σωστά χαρακτηρίστηκε
«συνταγματικός μιθριδατισμός».
Όλα αυτά
ιδιαίτερα στην περίπτωση της Εκκλησίας συνήθως αγνοούνται από πολλούς νομικούς
που απλώς εκδηλώνουν ένα ανοιχτό ή υπονοούμενο αντικληρικαλισμό στηριζόμενο σε
προκατάληψη που αγνοεί τους πιστούς και τα δικαιώματά τους, όταν δεν τους
υποτιμά και προσβάλλει βάναυσα. Πως είναι δυνατόν να θεωρούνται οι πολίτες
ώριμοι όταν πηγαίνουν στα Σούπερ Μάρκετ και ανεύθυνοι όταν προσέρχονται στους
ναού;
Οι αντιρρήσεις
στα μέτρα κατά της Εκκλησίας έχουν , τέλος, και μια ευρύτερη σημασία.
Η εύλογη αιτίασή
της ότι πρέπει να υπάρχει αναλογία με την έκταση των Ναών, έχει εφαρμογή και σε
άλλους χώρους, όπως τα καταστήματα, οι χώροι εστίασης κλπ, όπου η αυθαιρεσία
των κλεισιμάτων οδηγεί σε κοινωνικές διακρίσεις, ευνοώντας μεγάλα
πολυκαταστήματα σε βάρος μικρών μαγαζιών, ή το τραπεζικό σύστημα που συνεχίζει
να τοκίζει απαιτήσεις σε βάρος επαγγελματιών στους οποίους ουσιαστικά το κράτος
απαγορεύει να εργαστούν!
Έτσι η μάχη του
κόσμου της Εκκλησίας για την θρησκευτική ελευθερία, αποτελεί έναυσμα για μια
γενικότερη υπόθεση κοινωνικής ελευθερίας και δικαιοσύνης
ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΕΙΝΑΙ
ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΔΙΟΤΙ
Α. ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ
ΤΟ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
Τα μέτρα που
ελήφθησαν , κατά το μέρος που αφορούν την Εκκλησία, παραβιάζουν το κατοχυρωμένο
στο άρθρο 3 του Συντάγματος αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εκεί
προβλέπεται ότι :
«Eίναι
αυτοκέφαλη, διοικείται από την Iερά Σύνοδο των εν ενεργεία Aρχιερέων και από τη
Διαρκή Iερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο
Kαταστατικός Xάρτης της Eκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού
Tόμου της κθ΄ (29) Iουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου
1928.»
Ενώ στον πατριαρχικό
Τόμο του 1850 που απαγορεύει παρέμβαση της Πολιτείας (και έχει περιβληθεί
συνταγματική ισχύ) αναφέρονται και τα εξής :
« η εν τω
Βασιλείω της Ελλάδος Ορθόδοξος Εκκλησία Αρχηγόν έχουσα και κεφαλήν, ως και πάσα
η καθολική και ορθόδοξος Εκκλησία τον Κύριον και Θεόν και Σωτήρα ημών Ιησού
Χριστόν, υπάρχη του λοιπού κανονικώς αυτοκέφαλος, υπερτάτην εκκλησιαστικήν
αρχήν γνωρίζουσα Σύνοδον διαρκή συνσταμένην εξ Αρχιερέων προσκαλουμένων
αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας, Πρόεδρον έχουσα τον κατά
καιρόν Ιερώτατον Μητροπολίτην αθηνών και διοικούσαν τα της Εκκλησίας, κατά τους
θείους και ιερους κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής
επεμβάσεως.»
Τέλος στον
Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπου κατά το άρθρο 2 «Η Εκκλησία
της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας προκειμένου περί θεμάτων κοινού
ενδιαφέροντος, ως ….».
Το ζήτημα της
δημόσιας υγείας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος, (η
απαρίθμηση του άρθρου 2 είναι ενδεικτική), αυτό όμως πρέπει να γίνει με συνεργασία
και όχι με επιβολή μέτρων στην εκκλησία από την Πολιτεία, που μάλιστα πλήττουν
την Ιερά Παράδοση και την ελευθερία στην λατρεία.
ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Ανάλογα ισχύουν
και σε σχέση με την Εκκλησία της Κρήτης όπου ξεκάθαρα παραβιάζεται το άρθρο 27
«Ο Αρχιερεύς εν
τη Εκκλησιαστική αυτού περιφερεία τελεί πάντα τα υπό των Ιερών Κανόνων
επιβαλλόμενα καθήκοντα αυτώ, ιδιά δε τα Ιερά Μυστήρια, και κηρύττει τον θείον
λόγον….»
και η
ακροτελεύτια διάταξη του καταστατικού της
«Τροποποίησις του
παρόντος γίνεται μετά γνώμην της Ιεράς επισκοπικής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης
μετά της Πολιτείας, επί δε κανονικής φύσεως ζητημάτων κατόπιν συνεννοήσεως και
μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου»
καθώς και το
άρθρο 6 της σύμβασης μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Κρητικής Πολιτείας
του 1900, στην οποία υπεισήλθε ως διάδοχο το ελληνικό κράτος
« Η εν Κρήτη
Εκκλησία , φυλάττουσα απαραμείωτα τα δόγματα, τους ιερούς κανόνας και τας
τυπικάς διατάξεις της Ορθοδόξου Ανατολικής εκκλησίας, είναι ελευθέρα ίνα
κανονίση πάντα τα λοιπά κατ’ αυτήν εν κοινή συμπράξει μετά της Κρητικής
Πολιτείας».
Το
αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας είναι λοιπόν κατοχυρωμένο και ο τρόπος που ελήφθησαν
τα μέτρα το παραβιάζει. Το γεγονός ότι η Ιεραρχία, δια της ΔΙΣ, με
εγκυκλίους της πειθάρχησε, τηρώντας μονομερώς την πρόβλεψη περί συνεργασίας του
άρθρου 2 του ΚΧΕΕ δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι συμφωνεί με τα μέτρα, και
μάλιστα με τις διαρκείς παρατάσεις τους, άλλωστε στην περίπτωση των Αγίων
Θεοφανίων, ρητώς διαφώνησε και ‘ήδη όπως είναι γνωστό εκκρεμεί αίτηση της στο
ΣτΕ για ακύρωση των μέτρων. Από όσο δε γνωρίζουμε, η Σύνοδος της Κρήτης ούτε
καν ερωτήθηκε.
Το αυτοδιοίκητο
της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι στην ελληνική έννομη τάξη, μέρος και ειδικότερη
έκφραση του δικαιώματος θρησκευτικής ελευθερίας του άρθρου 13 του Συντάγματος,
που δεν απολαμβάνουν μόνον οι άθεοι, οι αλλόθρησκοι, οι αιρετικοί και οι
σχισματικοί, αλλά και το Πλήρωμα της Κανονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, κλήρος και
λαός.
Β. ΠΑΣΧΕΙ ΩΣ
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ
ΓΙΑ ΛΗΨΗ ΜΕΤΡΩΝ ΜΕ ΚΥΑ
Περαιτέρω , είναι
αντισυνταγματικές οι ρυθμίσεις κατ’ εξουσιοδότηση των Υπουργών από ΠΝΠ, και
γιατί στις ΠΝΠ δεν προβλέπεται δυνατότητα εξουσιοδότησης, ούτε δικαιολογείται η
έκδοσή τους αφού η Βουλή λειτουργούσε και εκδόθηκαν με διαφορά ακόμα και τριών
μηνών (χρόνος μακράν μεγαλύτερος του απαιτούμενου για να ψηφιστεί νόμος με την
διαδικασία του επείγοντος) αλλά κυρίως διότι για τα ζητήματα που άπτονται της
θρησκευτικής ελευθερίας έπρεπε να ψηφιστεί τυπικός νόμος, από την Ολομέλεια μάλιστα
της Βουλής.
Οι ΠΝΠ εκδόθηκαν
από τις 25-2-2020 ως και την 1-5-2020 και οι εξουσιοδοτήσεις που παρέχουν δεν
αφορούν τεχνικές και λεπτομερειακές ρυθμίσεις αλλά πλήρη κανονιστικά μέτρα.
Ως προς την
Εκκλησία έχουν εκδοθεί δεκάδες ΚΥΑ ενώ οι ουσιώδεις εισηγήσεις των Επιτροπών
που (υποτίθεται ότι) τις εισηγούνται αναφέρουν ως επαρκή μέτρα προστασίας χρήση
μάσκας , αποστάσεις άλλοτε 1,5 μ και άλλοτε 2 μ και στην περίπτωση ψαλτών και
ιερέων που ψάλλουν χωρίς μάσκα απόσταση 3μ. Τα λαμβανόμενα μέτρα επομένως αν και
κάθε φορά έχουν περιορισμένη φαινομενικά ισχύ, στηρίζονται στα ίδια περίπου
δεδομένα και υποτίθεται ότι στηρίζονται στην ίδια περίπου τεκμηρίωση. Πιο πολύ
η μικρή τυπικά διάρκεια των διαδοχικών ΚΥΑ έχει ως αποτέλεσμα να αποφεύγει το
ΣτΕ να δικάσει στην ουσία, επικαλούμενο δικονομικά ζητήματα (την λήξη της
προσβαλλόμενης πράξης).
Σύμφωνα με την
διάταξη του άρθρου 72 παρ.1 του Συντάγματος
«Στην Oλομέλεια
της Βουλής συζητούνται και ψηφίζονται ο Κανονισμός της, νομοσχέδια και
προτάσεις νόμων για τα θέματα των άρθρων 3, 13, 27, 28 παράγραφοι 2 και 3, 29
παράγραφος 2, 33 παράγραφος 3, 48, 51, 54, 86, νομοσχέδια και προτάσεις
εκτελεστικών του Συντάγματος νόμων για την άσκηση και προστασία των ατομικών
δικαιωμάτων, νομοσχέδια και προτάσεις νόμων για την αυθεντική ερμηνεία νόμων,
καθώς και για κάθε άλλο θέμα που σύμφωνα με ειδική πρόβλεψη του Συντάγματος
ανατίθεται στην Oλομέλεια της Βουλής ή για τη ρύθμιση του οποίου απαιτείται
ειδική πλειοψηφία.
Στην Oλομέλεια της
Βουλής ψηφίζεται επίσης ο προϋπολογισμός και ο απολογισμός του Κράτους και της
Βουλής.»
Επίσης η πρόβλεψη
του άρθρου 43 του Συντάγματος είναι σαφής
«1. O Πρόεδρος
της Δημοκρατίας εκδίδει τα διατάγματα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των
νόμων και δεν μπορεί ποτέ να αναστείλει την εφαρμογή τους ούτε να εξαιρέσει
κανέναν από την εκτέλεσή τους.
2. Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Yπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών
διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Eξουσιοδότηση
για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται
προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με
χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.
3. (H παράγραφος 3 καταργείται).
4. Mε νόμους που ψηφίζονται
από την Oλομέλεια της Bουλής μπορεί να παρέχεται εξουσιοδότηση έκδοσης
κανονιστικών διαταγμάτων για τη ρύθμιση των θεμάτων που καθορίζονται σ’ αυτούς
σε γενικό πλαίσιο. Mε τους νόμους αυτούς χαράζονται οι γενικές αρχές και οι
κατευθύνσεις της ρύθμισης που πρέπει να ακολουθηθεί και τίθενται χρονικά όρια για
τη χρήση της εξουσιοδότησης.
5. Tα κατά το άρθρο 72 παράγραφος 1 θέματα της αρμοδιότητας της Oλομέλειας
της Bουλής δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο εξουσιοδότησης κατά την προηγούμενη
παράγραφο.»
Από τον συνδυασμό
των διατάξεων του 72 παρ 1 και 43 παρ.5 είναι ξεκάθαρο ότι θέματα που άπτονται
της θρησκευτικής ελευθερίας δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής
εξουσιοδότησης.
Κατόπιν των
παραπάνω καθίσταται σαφές ότι υπό το ισχύον Σύνταγμα, χωρίς ολοφάνερη παραβίασή
του, δεν μπορούν να ισχύσουν μέτρα με ΚΥΑ που πλήττουν την θρησκευτική
ελευθερία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και όλες οι σχετικές ποινικές διώξεις καθώς
και τα πρόστιμα, είναι παράνομα και αντισυνταγματικά. Όλοι οι διωκόμενοι πρέπει
να απαλλαγούν. Αυτό ισχύει και για τον Ιερέα στην Σαντορίνη, αλλά και για τους
Επισκόπους Κερκύρας, Καλαβρύτων και Αιγιάλειας και κάθε άλλον κληρικό και λαϊκό
που διώχθηκε για αντίστοιχα «αδικήματα».
Γ. ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ,
ΠΑΡΑΒΙΑΖΕΤΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ
Τέλος , είναι
ξεκάθαρο ότι με τα δεδομένα της επαρκούς αποστάσεως του 1,5 ως 2 μ και
χωρίς μάσκα των 3 μέτρων, όπως λένε τα πρακτικά των ειδικών, τα μέτρα που
θεσπίζουν απαγορεύσεις που δεν λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος των Ναών,
επιτρέποντας παρουσία πιστών ανάλογη με το εμβαδόν τους, καταφανώς υπερβαίνουν την
επιβαλλόμενη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και το ίδιο το
κείμενο των ΠΝΠ αρχή της αναλογικότητας.
ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ
ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Ο Ιερέας στην
Θήρα (και άλλοι κληρικοί αλλού) διώκεται με βάση το άρθρο 285 παρ, 1
β΄ του Ποινικού Κώδικα . Η διάταξη έχει κατά λέξη ως εξής :
1. Όποιος
παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί
η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας τιμωρείται: α) με φυλάκιση έως
τρία έτη ή χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος
για ζώα, β) με φυλάκιση και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει
κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων.
Στο ποινικό
δίκαιο ισχύει , αποτυπώνεται μάλιστα στα πιο πάνω παρατιθέμενα άρθρα 7 παρ.
1 του Συντάγματος και 1 του Ποινικού Κώδικα, η αρχή που είναι γνωστή στους
νομικούς με την λατινική διατύπωση
«nullum crimen , nulla poena sine lege» – κανένα
έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο , που διατυπώθηκε τον 19ο αιώνα από τον
κορυφαίο Γερμανό θεωρητικό του Ποινικού Δικαίου Γιόχαν Φώϋερμπαχ (πατέρα του
γνωστού φιλόσοφου Φρειδερίκου Φώϋερμπαχ).
Η αρχή αυτή
αποτελεί θεμέλιο του νομικού πολιτισμού και βασική αρχή του ποινικού δικαίου.
Παρεμπιπτόντως,
η αρχή αυτή, από τους συνήθως δυτικόπληκτους νομικούς της χώρας μας,
λανθασμένα, ταυτίζεται με την δυτικοευρωπαϊκή επιρροή, συνήθως με
επίκληση του 39ου εδάφιου της Μάγκνα Κάρτα του 1215 (παρότι αυτό είναι σχετικά
ασαφές) και τα κείμενα της αμερικανικής και γαλλικής επανάστασης. Στην
πραγματικότητα η αρχή αυτή ίσχυε ήδη στο δίκαιο του Βυζαντίου, αναφερόμενη δύο
φορές στην Εξάβιβλο του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου, “ποινή ουκ επάγεται,
ειμή εξ εκάστου νόμου ή ειδικού νομίμου ειδικώς τω εγκλήματι επιτεθείσα” και ”
είπερ τις καταδικασθή, υπόκειται τη από των νόμων ποινή” (2) και
απηχεί την επίδραση του Χριστιανισμού στο Ρωμαϊκό Δίκαιο (πολλαπλά ευεργετική,
αλλά δεν είναι εδώ αυτό το θέμα μας), αφού για πρώτη φορά διατυπώθηκε από τον
Απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή του – «οὗ γὰρ οὐκ ἔστι
νόμος, οὐδὲ παράβασις.», «ἄχρι γὰρ νόμου ἁμαρτία ἦν ἐν
κόσμῳ, ἁμαρτία δὲ οὐκ ἐλλογεῖται μὴ ὄντος νόμου·» (3).
Η νομική θεωρία
και πράξη, προχώρησε ακόμα περισσότερο απαιτώντας όχι μόνο την προηγούμενη
αναγραφή του αδικήματος και της ποινής, αλλά αξιώνοντας και την εντελώς ξεκάθαρη
περιγραφή του, διαμορφώνοντας την αρχή
«nullum crimen , nulla poena sine lege CERTA»
– κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς ΣΑΦΗ νόμο.
Τα μέτρα περί των
οποίων γίνεται λόγος είναι τα μέτρα της Κοινής Υπουργικής Απόφασης, η οποία
όμως (πέραν των ακυροτήτων που προεκτέθηκαν) πουθενά δεν αναφέρει ρητώς ότι
απαγορεύει την μετάδοση της θείας Κοινωνίας. Σε δίκες που έγιναν ή βρίσκονται
σε εξέλιξη στο ΣτΕ προσκομίστηκαν διάφορα Πρακτικά των Επιτροπών των
λοιμοξιολόγων, σε κανένα από τα οποία δεν τίθεται ρητώς ζήτημα θείας Κοινωνίας.
Σε κάθε περίπτωση
δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Θεία Κοινωνία τιμωρείται κατ’ αναλογία ή ότι το
αξιόποινό της υπονοείται, αν και δεν αναγράφεται, διότι ισχύει σε αυτήν
την περίπτωση α αρχή ότι αυτό γίνεται μόνο όταν ευνοείται ο διωκόμενος
και ποτέ σε βάρος του, κατ’ εφαρμογή της άλλης αρχής του Ποινικού Δικαίου
«in dubio pro mitiore» – εν αμφιβολία υπέρ του διωκόμενου. (4)
Είναι
λοιπόν ξεκάθαρο, ότι η μετάδοση της Θείας Κοινωνίας δεν είναι αξιόποινη,
αφού δεν απαγορεύεται ρητώς από την ΚΥΑ. Έτσι έκρινε εντελώς πρόσφατα και
σωστά, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, το Μονομ. Πλημμ. Κερκύρας.
Το γενικό
συμπέρασμα όλων των παραπάνω είναι ότι στην Ελλάδα, υπό την ισχύουσα
συνταγματικά έννομη τάξη της η Θεία Κοινωνία, ούτε απαγορεύεται, ούτε είναι
δυνατόν να απαγορευτεί.
Στο ζήτημα αυτό
δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού δεν θα
υποκύψει. Όπως έγραψε ο Προφητάναξ Δαβίδ «Κύριος διασκεδάζει
βουλὰς ἐθνῶν, ἀθετεῖ δὲ λογισμοὺς λαῶν καὶ ἀθετεῖ βουλὰς ἀρχόντων/ ἡ
δὲ βουλὴ τοῦ Κυρίου εἰς τὸν αἰῶνα μένει, λογισμοὶ τῆς καρδίας αὐτοῦ εἰς γενεὰν
καὶ γενεάν./ μακάριον τὸ ἔθνος, οὗ ἐστι Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ, λαός, ὃν ἐξελέξατο
εἰς κληρονομίαν ἑαυτῷ.». (5)
Κληρικοί και
λαϊκοί ενωμένοι είναι βέβαιο ότι θα κάνουμε αυτό που πρέπει. Ενδεχομένως δε,
και ο κ. Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου θα μπορούσε να συγκρατήσει με εγκύκλιό
του τον υπερβάλλοντα ζήλο ορισμένων – ευτυχώς λίγων – στελεχών των διωκτικών
αρχών και να θέσει αυτός ένα φρένο στην ασέβεια, που αφρόνως εξαπέλυσαν η
κυβέρνηση και οι περισσότεροι πολιτικοί μας.
……………………………………………………………………………………………………………………….
(1) Άγιος
Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί των αγίων και αχράντων του Κυρίου μυστηρίων, στο
Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, , Ιωάννου Δαμασκηνού Άπαντα τα έργα ,
Δογματικά Α΄, τόμος 1 σελ. 469 και 471.
(2) Κωνσταντίνου
Αρμενόπουλου ΠΡΟΧΕΙΡΟΝ ΝΟΜΩΝ ή ΕΞΑΒΙΒΛΟΣ, επιμ Κων/νος Πιτσάκης εκδ. Δωδώνη,
Αθήνα 1971, σελ. 377 και 379
(3) Προς
Ρωμαίους 4.15 και 5, 13.
(4) Γ-Α. Μαγκάκης
Ποινικό Δίκαιο διάγραμμα γενικού μέρους εκδ. Παπαζήση ιδίως παρ.13
(5) Ψαλμός
32, 10-12
πηγή ,enromiosini